Γιατί αποφασίζουν οι φοιτητές την κατάληψη των πανεπιστημιακών σχολών κάτω από
συνθήκες συμμετοχής που είναι όντως πρωτόγνωρες για τα μεταπολιτευτικά
δεδομένα; Όποιος δεν θέλει να εθελοτυφλεί σκόπιμα πρέπει να ανιχνεύσει εν
πρώτοις αυτό το θεμελιώδες ερώτημα.
Έτσι, υφίσταται – κατ’ αρχήν – ένα ευρύτερο ιδεολογικό δεδομένο που
συσχετίζεται άμεσα με τον γενικότερο κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό (και την
κοινωνία της πλήρους ανασφάλειας που αυτός διαμορφώνει ).
Με άλλα λόγια οι φοιτητές διαισθάνονται άριστα, ότι μάλλον δεν θα βρουν
δουλειά στις ήδη κορεσμένες «αγορές» των δικηγόρων, των ιατρών και των άλλων
πεδίων.
Δηλαδή οι φοιτητές αντιλαμβάνονται ανήσυχα ότι είναι εκ των προτέρων περιττοί
σε μια κοινωνία η οποία έχει ήδη 200.000 μακροχρόνια ανέργους. Και εδώ ίσως η
θεωρία του Ζίγκμουντ Μπάουμαν για τους «απόβλητους της
νεωτερικότητας» να εξηγεί, εν μέρει τουλάχιστον, γιατί αντιδρούν οι
φοιτητές με αυτόν τον ανήσυχο τρόπο.
Όμως τα πνεύματα εξάπτει και μια άλλη «εξωγενής» αιτία: ο ανεξήγητος πολιτικός
αυταρχισμός της σημερινής υπουργού Παιδείας η οποία επιθυμεί να ψηφίσει «σώνει
και καλά» το καινούργιο θεσμικό πλαίσιο μέσα στο καλοκαίρι!
H μεθοδολογία τούτη είναι απαράδεκτη, γιατί με αυτόν τον τρόπο ψηφίζονται
σημαντικά νομοσχέδια χωρίς δημόσια διαβούλευση και επομένως κάτω από συνθήκες
μυστικότητας που ακρωτηριάζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας ανοικτής
δημοκρατικής κοινωνίας.
Όμως σε αυτό το σημείο θέλω να κάνω αναφορά σε μια επικίνδυνη (συνταγματική)
επιλογή της σημερινής κυβέρνησης, η οποία εξ αντικειμένου βαθαίνει την κρίση
στα πανεπιστήμια. Αναφέρομαι δηλαδή στη δυνατότητα λειτουργίας των ιδιωτικών
πανεπιστημίων.
Δυστυχώς η ανάδειξη αυτού του θέματος γίνεται με ανεπαρκή τρόπο από τους
φοιτητές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ένα πράγμα για να μην
έχουμε αποπροσανατολιστικές αυταπάτες: Στην Ελλάδα δεν μπορεί να «ανοίξει»
ούτε Χάρβαρντ, ούτε Πρίνστον, γιατί η λειτουργία τέτοιων καλών ιδιωτικών
ιδρυμάτων προϋποθέτει ετήσιους προϋπολογισμούς δισεκατομμυρίων δολαρίων, κάτι
που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στην καπιταλιστική υπερδύναμη των ΗΠΑ.
Αντίθετα στη χώρα μας μπορεί να εκκολαφθεί μόνο ο ακόλουθος εκφυλισμός: Ένας
επιχειρηματίας να ανοίξει ένα αγγειολογικό εργαστήριο – με κάποιους καθηγητές
– και να το «βαφτίσει» ως Ιατρική Σχολή ή μια τράπεζα να χρηματοδοτήσει τη
λειτουργία ενός εργαστηρίου Αστικού Δικαίου και να το «ονοματίσει» αυθαίρετα
ως Νομική Σχολή.
Επομένως θα γεμίσουμε από κερδοσκοπικά ιδρύματα που μόνο κατ’ επίφαση – και
εικονικά – θα φέρουν τον τίτλο του πανεπιστημίου, ενώ κατ’ ουσία θα είναι μια
διαστροφή αυτής της έννοιας, όπως τη γνωρίσαμε τουλάχιστον από τον Μεσαίωνα
και ύστερα (δηλαδή ως ένα άθροισμα πολλών σχολών που καλλιεργούν την έρευνα
και την κουλτούρα).
Αυτό αποκαλύπτει τραγικά και η αμερικανική εμπειρία, η οποία τονίζει τώρα την
έντονη εμπορευματοποίηση των πανεπιστημίων (Derek Bok, Universities in
the Marketplace, 2003).
Αν όμως αποδεχόμαστε αυτό το αναμφισβήτητο συμπέρασμα, τότε πρέπει να
ανοίξουμε μια σοβαρή συζήτηση για τους τρόπους μέσω των οποίων θα ενισχυθεί το
δημόσιο πανεπιστήμιο (το οποίο πανθομολογούμενα βρίσκεται σε πορεία θεσμικής
καταβαράθρωσης).
Και οι προβληματισμοί που εγείρονται σε αυτό το επίπεδο είναι παρά πολλοί.
Έτσι, είναι δυνατόν να λειτουργεί στοιχειωδώς η παραπάνω Τριτοβάθμια
Εκπαίδευση, όταν πολλοί καθηγητές ασκούν πρωταρχικά ελεύθερο επάγγελμα και
είναι «εξαφανισμένοι» από τα AEI; Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αυτό το
ζήτημα δεν θίγεται καθόλου από το φοιτητικό κίνημα.
Επίσης, είναι δυνατόν να απορρίπτονται διαρρήδην από τους φοιτητές οι δύο
κύκλοι σπουδών και ένας σπουδαστής να φθάνει στο πτυχίο με 70 μαθήματα; Ή να
μην υπάρχουν καθόλου υποχρεωτικές παρακολουθήσεις μαθημάτων;
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Οι φοιτητές εξεγείρονται γιατί
ατενίζουν με αβεβαιότητα το επαγγελματικό τους μέλλον. Όμως αν θέλουμε να
φτιάξουμε κάποτε ένα ανταγωνιστικό δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει όλοι να
μιλήσουμε ειλικρινά. Μόνο έτσι θα κυοφορηθεί το «άνευ όρων εκπαιδευτικό
ίδρυμα, το οποίο θα έχει το δικαίωμα να λέει τα πάντα, ακόμη και με την
ιδιότητα της μυθοπλασίας και του πειραματισμού της μάθησης» (Z.
Ντεριντά)!
Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ