|
|
|
Από την παράσταση που έδωσε η Σουζάνα Γιορκ στον νέο χώρο, στην οδό Πειραιώς 260 με τίτλο «Αγάπες γυναικών στον Σαίξπηρ»
|
Σε ένα διάλειμμα των εξαντλητικών δοκιμών με τους φίλους ηθοποιούς Φοίβο
Ταξιάρχη και τον μακαρίτη πια Δημήτρη Βεάκη επισκεφθήκαμε τα διάσημα
παλαιοπωλεία της μεγαλούπολης. Μας συνόδευε ένας συνοδός Καναδός ηθοποιός, ο
Ρόλαντ, που γνώριζε τον Ταξιάρχη από τους Δελφούς το 1952 όταν ο Λίνος Καρζής,
γιορτάζοντας τα 25 χρόνια των Δελφικών Γιορτών, είχε σκηνοθετήσει τον
«Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου με διαφορετικούς ξενόγλωσσους ηθοποιούς στον
πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Μάνος Κατράκης κρατούσε τον ρόλο στα ελληνικά, ο Ρόλαντ
στα αγγλικά και υπάρχουν άλλοι δύο στα γερμανικά και τα γαλλικά. Ήταν η πρώτη
μου εμπειρία αρχαίου δράματος αφού είχαμε εκδράμει από τη Λαμία και είδαμε,
βέβαια, τον Κατράκη. Ο Ταξιάρχης κρατούσε τον ρόλο του Ωκεανού, αν θυμάμαι
καλά. Ο Ρόλαντ, λοιπόν, παρεπιδημούσε τότε στη Νέα Υόρκη και ήρθε να
συναντήσει τους Έλληνες ηθοποιούς και τον παλιό του φίλο. H επίσκεψη στα
σκοτεινά παλαιοπωλεία ήταν αποκαλυπτικά μαγική. Αγόρασα ένα μεξικάνικο λαϊκό
πώρινο Τοτέμ, που τύφλα να ‘χουν τα ανάλογα μοντέρνα – του Χένρι Μουρ
συμπεριλαμβανομένου. Αγόρασα όμως και ένα από τα πλέον προσφιλή μου
αποκτήματα: έναν δίσκο μακράς διαρκείας που δεν έχει ποτέ κυκλοφορήσει στην
Ευρώπη (από τα παράξενα της δισκογραφικής ηθικής), με το διάσημο ρεσιτάλ του
Τζον Γκίλγκουντ «Οι ηλικίες του άντρα». Ο Γκίλγκουντ περιέφερε αυτό το μεγάλο
απόσταγμα της πλούσιας σαιξπηρικής του καριέρας ανά τον αγγλόφωνο κόσμο. Και
στην Αμερική ηχογράφησε την παράσταση. Πρόκειται για ένα δεξιοτεχνικά
υποκριτικό ταξίδι στη σαιξπηρική χαρακτηρολογία του ανδρός, από τα μικρά
παιδιά έως τον Λιρ και τον Γκλόστερ. Μια μελέτη σε βάθος των ψυχολογικών,
ιδεολογικών, υφολογικών προβλημάτων, όπως αποτυπώνεται πάνω σε άνδρες της
σαιξπηρικής πινακοθήκης όλων των ηλικιών, των ηθών, των διανοιών, της
καταγωγής και της αγωγής τους.
Φυλάω αυτό το ντοκουμέντο ως κόρην οφθαλμού για λόγους που θα εξηγήσω
παρακάτω. Το εκπληκτικό σ’ αυτό το ντοκουμέντο ήταν ένα κείμενο στο
οπισθόφυλλο. Ένας μεγάλος Αμερικανός κριτικός (όχι του θεάτρου) της μουσικής
ανέλυε την ερμηνεία του Γκίλγκουντ με βάση υη φωνή του. «H φωνή του
Γκίλγκουντ» επέγραφε το άρθρο του «ως μουσικό όργανο». Ακολουθούσε μια
εξαντλητική τεκμηρίωση με κριτήρια ανάλογα με εκείνα που θα χρησιμοποιούσε για
να κρίνει ερμηνείες του Καζάλς, του Όιστραχ ή του Ρουμπινστάιν. Το 1961 δεν
είχα δει τον Γκίλγκουντ στο θέατρο. Εξάλλου η γενιά μου είχε αποθεώσει τον
Ολιβιέ, που τον είχε δει στον Ερρίκο και στον Άμλετ, στο σινεμά. Και ο Ολιβιέ
ανήκε σε αντίθετη Σχολή από τον Γκίλγκουντ… Ο Γκίλγκουντ τραγουδούσε τον
στίχο, κρατούσε τις παύσεις, χτυπούσε το μέτρο, σεβόταν τον στίχο και δεν
ισοπέδωνε τους διασκελισμούς. Το πράγμα ως άποψη γινόταν σαφέστατο, αφού
ανάμεσα στους μονολόγους παρενέβαλλε σαιξπηρικά σονέτα που αναφέρονταν στον
ανδρικό ψυχισμό και τότε διαπίστωνες πως ο τρόπος με τον οποίο μελωδούσε τα
σονέτα δεν διέφερε από τον τρόπο που άρθρωνε τον θεατρικό ποιητικό λόγο.
Οι τρεις φίλοι τότε είμαστε μαθητές του Ροντήρη, που ενώ θαύμαζε τον
Ολιβιέ, δίδασκε τον λόγο των ποιητικών κειμένων με μουσικούς όρους. Τότε
πράγματι συνειδητοποίησα την έννοια της «Σχολής» στο θέατρο. Όταν βλέπεις
μεγάλους σκηνοθέτες να προτείνουν την προσωπική τους άποψη για το ίδιο κείμενο
που το έχεις δει ερμηνευμένο σε άλλη τονικότητα και άλλον υποκριτικό καμβά,
τότε αντιλαμβάνεσαι σε βάθος τη Σχολή. Έτσι έγινε αργότερα, όταν συγκρίναμε,
π.χ., τη Γουίνι της Μαντλέν Ρενό, της Τσίγκου και της Μανωλίδου ή τις «Τρεις
αδελφές» του Λιουμπίμοφ και του Στάιν.
H σαιξπηρική μύηση ενός σπουδαστή υποκριτικής στην Αγγλία απαιτεί τη γνώση
ολόκληρου του σαιξπηρικού σώματος (από στήθους), ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας
ρόλου. Ο πρώτος ρόλος που έπαιξε ο Ολιβιέ μόλις πάτησε τη σκηνή ήταν η
Κατερίνα στο «Ημέρωμα της στρίγγλας»!! Αργότερα έπαιζαν με τον Γκίλγκουντ
εναλλάξ τις βραδιές Οθέλλο και Ιάγο.
Σήμερα στην αγγλική σκηνή έχει κυριαρχήσει η ρεαλιστική απόδοση του
σαιξπηρικού κειμένου που εισηγήθηκε ο Ολιβιέ. Αντί να ακολουθεί ο ηθοποιός τον
ρυθμό του στίχου και τα δομικά του στοιχεία, ακολουθεί το νόημα και τις
ψυχαγωγικές διακυμάνσεις που συχνά χρειάζεται να παραβιάζουν και τον ρυθμό,
και τις τομές, και τη στιχουργική αυτονομία. Από τον Μπάρτον, τον Γιακόμπι,
τον ΜακΚέλεν – αλλά και παλαιότερα τον Σκόφιλντ – η Σχολή αυτή επικράτησε, για
να γίνει ισοπεδωτική με τον Μπράνα.
H Σουζάνα Γιορκ είχε στα νιάτα της σημαδευτεί από το ρεσιτάλ του
Γκίλγκουντ. Και τόλμησε, ύστερα από μισόν αιώνα, να επαναλάβει το εγχείρημα
του μεγάλου Δασκάλου. Περιφέρεται ανά τον κόσμο εκτελώντας δομικά το ίδιο
σενάριο. Μονόλογοι γυναικών, βεβαίως, στους οποίους παρεμβάλλονται ερωτικά
σονέτα. H διαφορά είναι πως εστιάζει το περιεχόμενο των μονολόγων στις
ποικιλίες του ερωτικού γυναικείου φάσματος. Αγάπη και έρωτας, πόθος και μίσος,
απώθηση και έλξη, χλεύη, ειρωνεία, απελπισία, προσδοκία, ματαίωση, απόρριψη,
στρατηγικές και ελιγμοί των ερωτευμένων γυναικών. H Σουζάνα Γιορκ ανήκει στη
μεγάλη Σχολή της αγγλικής σαιξπηρικής υποκριτικής, χωρίς πιθανόν προσωπικό
κώδικα, αλλά με αξιοθαύμαστα τεχνικά εφόδια, μουσική δόμηση του λόγου και τη
γνωστή απόσταση που κρατάει ο Άγγλος ηθοποιός από μια νατουραλιστική
πειστικότητα. H σκηνική αλήθεια δεν έχει να κάνει με την τρέχουσα,
αναγνωρίσιμη καθημερινή εικόνα της πραγματικότητας, αλλά είναι μια αισθητική
Αναφορά. Ακόμη και η χαρακτηρολογική αγροικία, η δραματική χυδαιότητα, έχει
μέγεθος αφού διατυπώνεται με τελείως αφύσικο τρόπο. Κανένας στη ζωή δεν μιλάει
με ιάμβους, παρηχήσεις και υπερβατά σχήματα.
H Σουζάνα Γιορκ, στον υπέροχο χώρο που μας χάρισε φέτος το Ελληνικό Φεστιβάλ
(στην οδό Πειραιώς 260), ξεκίνησε από την ερωτευμένη Ιουλιέτα, την αθώα έφηβη
που ανακαλύπτει μαζί με τον έρωτα και το σώμα της, και αφού πέρασε από άλλες
ερωτευμένες γυναίκες – κυρίως των σαιξπηρικών κωμωδιών – έφτασε στις τραγικές
νέες ώριμες γυναίκες μητέρες, ερωμένες, φιλόδοξες και ματαιόδοξες, τις
χαροκαμένες και τις τραγικά προδομένες.
Φοβίες, αναστολές, αναβολές
Αυτή η λιπόσαρκη, νευρώδης γυναίκα με το εφηβικό σφρίγος ανέβηκε την κλίμακα
των ερωτικών βαθμίδων με χιούμορ, πάθος, καθαρότητα, σαφήνεια. H
κινηματογραφική της εμπειρία την οδήγησε να τροποποιήσει κάπως τον αυστηρό
κώδικα της μουσικής Σχολής που ακολουθεί και να παρεμβάλει ρεαλιστικές σφήνες
και επικοινωνιακές με το κοινό παύσεις! Το ενδιαφέρον του πράγματος, που
αποτελεί και μάθημα γενικότερο – και ειδικότερα για νέους ηθοποιούς -, είναι
τα συνδετικά της κείμενα, καθαρά αυτοβιογραφικά, που μιλάνε με ειλικρίνεια για
τις φοβίες της, τις αναστολές της, τις αναβολές της μπροστά στα μεγαθήρια της
σαιξπηρικής ποιητικής, τα υποκριτικά βουνά που έπρεπε να ανεβεί. Μάθημα για
κάποια θρασύτατα μειράκια, που ξεσκίζουν τον λόγο των ποιητών του θεάτρου,
στρεβλώνουν τους χαρακτήρες, πιθηκίζουν την τηλεοπτική σάχλα και καυχώνται πως
εκμοντερνίζουν τα κείμενα.