Νικήτρια στο γήπεδο η «Σκουάντρα Ατζούρα», ηττημένη σε όλα τα άλλα

Σπάνια πρόκριση είχε τόσο τη γεύση της ήττας όσο η χθεσινή της Ιταλίας με την

Αυστραλία. Ήττα στις εντυπώσεις απέναντι σ’ έναν αντίπαλο γενναίο, αλλά

μακρινό συγγενή με ένα άθλημα που ο ίδιος δεν αποκαλεί καν ποδόσφαιρο. Ήττα

στο στοίχημα της κάθαρσης των εξωγηπεδικών «κατορθωμάτων» ενός ολόκληρου

εθνικού συστήματος μέσω πραγματικών αγωνιστικών κατορθωμάτων της εθνικής

ομάδας – στο Καϊζερσλάουτερν τέτοια κατορθώματα είδαμε μόνο στην άμυνα και

μόνο την ύστατη στιγμή. Ήττα στο μέτωπο της τακτικής, με τον Χίντινγκ να

παίρνει την ταυτότητα του Λίπι φέρνοντας το παιχνίδι στα λιγότερα ποδοσφαιρικά

– και γι’ αυτό πιο προσιτά στους Αυστραλούς μέτρα. Ήττα της ίδιας της μπάλας,

σε ένα παιχνίδι χωρίς ρυθμό, με λίγες και ανολοκλήρωτες φάσεις, με χαμηλό

επίπεδο σε κάθε άλλον τομέα εκτός από την τεχνητή, με ευθύνη των Ιταλών,

αγωνία. Τόσες επιμέρους ήττες για μια εντελώς οριακή τελική επικράτηση, σε μια

φάση απελπισίας περισσότερο παρά δημιουργίας, στο τελευταίο δευτερόλεπτο ενός

αγώνα που φαινόταν καταδικασμένος να κυλήσει σαν την άμμο στην κλεψύδρα της

αδυναμίας: ποτέ η έκφραση «νίκη με μισό γκολ», τόσο προσφιλής ανά τους αιώνες

στους γείτονές μας, δεν βρήκε πιο εύγλωττη αποτύπωση μέσα στο γήπεδο.

Το κλασικό ερώτημα «γιατί ταλαιπωρεί τόσο πολύ τον εαυτό της και τους φίλους

της η Ιταλία» θα μείνει, λοιπόν, για μια ακόμα συνάντηση (για ένα ακόμα

τουρνουά;) αναπάντητο. Τρακαρισμένη, σχεδόν φοβισμένη, χωρίς ιδέες, με λίγες

δυνάμεις, με τον ώς τώρα στυλοβάτη Πίρλο να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του,

με λάθος αρχικό σχήμα και λάθος αλλαγές από έναν Λίπι ερμητικά κλεισμένο στον

εαυτό του (την παραμονή του αγώνα επιτέθηκε με πρωτοφανή τρόπο στους

δημοσιογράφους), η Ιταλία προκρίθηκε με αντιποδόσφαιρο άλλων εποχών. Όσο κι αν

μάλλον αδικήθηκε στην αποβολή του Ματεράτσι (που πάντως άφησε γερό αποτύπωμα,

και όχι τεχνικής, στον αστράγαλο του αντιπάλου του), μια ομάδα που ήρθε να

διεκδικήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν επιτρέπεται να κρυφτεί πίσω από τέτοιες

δικαιολογίες. Ξύλο, ναι, ανταπέδωσε. Πονηριά, ναι, έδειξε στις δύσκολες

στιγμές (ειδικά ο αφανής ώς τότε Γκρόσο, που περισσότερο κέρδισε παρά του

έγινε το νικητήριο πέναλτι). Αποκρούσεις, ναι, ο τερματοφύλακάς της έκανε (ο

Μπουφόν είναι μέχρι στιγμής ο μόνος από τους «στιγματισμένους» αστέρες που

ξεπληρώνει με το παραπάνω το χρέος του). Μπάλα, όμως, τύπου 1982 (αφού αυτή

είναι η αναφορά της ομάδας) ή έστω σαν το παιχνίδι με την Γκάνα (αφού αυτή

είναι η μόνη εμφάνιση του Μουντιάλ που η Ιταλία του Λίπι ήταν η Ιταλία του

Λίπι), δεν έπαιξε. Κι αυτή η ήττα απέναντι σε τέτοιον αντίπαλο και μπροστά στα

μάτια όλου του κόσμου, δεν ισοφαρίζεται από καμία νίκη. Εκτός, εάν, σε δύο

αγώνες, με τη Βραζιλία… (αδέλφια, σταματήστε να ονειρεύεστε).