«ΣΤΗΝ αντιπολίτευση, αντιπολιτευόμαστε» – γαλλιστί «a l’opposition on

s’oppose». Η κοφτή διαπίστωση ανήκει στον Φρανσουά Μιτεράν. Την έκανε πράξη

καλύτερα από οποιονδήποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδίως το 1990-93, όταν δεν

ήταν λίγοι αυτοί που είχαν ξεγράψει το ΠΑΣΟΚ.

Για τους σοσιαλιστές πολιτικούς της γενιάς του «Τον-Τον» και του Ανδρέα, η

αντιπολίτευση ήταν ό,τι και το κολύμπι για τα ψάρια. Πέρασαν, άλλωστε, το

μεγαλύτερο μέρος της καριέρας τους με τη Δεξιά στην εξουσία. Και μπήκαν στα

κυβερνητικά μέγαρα μετά τα εξήντα.

Τούτο δεν ισχύει για την επόμενη γενιά. Ο Γιώργος Παπανδρέου – αλλά και οι

πολιτικά συνομήλικοί του στο ΠΑΣΟΚ – έζησαν μια εικοσαετία εξουσίας. Σε

πολλούς η αντιπολίτευση είναι άγνωστη ως πρακτική, αφού εξελέγησαν βουλευτές

και έγιναν υπουργοί από τη μια νίκη στις εκλογές στην άλλη. Μάλιστα, το 1996

το ΠΑΣΟΚ άλλαξε άλογο ή τέλος πάντων αρχηγό, περνώντας από τον Ανδρέα στον

Σημίτη, χωρίς να κατέβει από τη σέλα, δηλαδή μένοντας στην κυβέρνηση.

ΟΛΑ αυτά δεν είναι χωρίς συνέπειες από την 7η Μαρτίου του 2004 και

μετά. Το ηττημένο ΠΑΣΟΚ ήταν ένα κόμμα που υπέφερε από κυβερνητισμό, χωρίς να

είναι στην κυβέρνηση. Ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου, πολιτικός με υψηλή

δημοτικότητα, τοποθετημένος στο κέντρο και με προφίλ χωρίς γωνίες, άργησε να

βρει τον βηματισμό του ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι πρώτες

κοινοβουλευτικές του εμφανίσεις σε αυτό τον ρόλο υπέβαλλαν μια αίσθηση

αποπροσανατολισμού.

Τούτο δεν ήταν τυχαίο. Στις αρχές του 2004, εν όψει εκλογών, ο Γιώργος εχρίσθη

αρχηγός με ομοθυμία βάσης και κορυφής για να κρατήσει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο

νεώτερος Παπανδρέου εθεωρείτο εγγύηση συνέχειας, όχι προικισμένος

αντιπολιτευόμενος. Ένας τέτοιος ρόλος θα πήγαινε περισσότερο στον Ευάγγελο

Βενιζέλο που μπήκε, άλλωστε, στο πολιτικό περιβάλλον του Ανδρέα και στο ΠΑΣΟΚ

το δύσκολο 1989-90 και βρίσκεται στο στοιχείο του ως αντιτιθέμενος.

ΑΝ η αναδρομή αυτή έχει κάποια αξία είναι γιατί το 2006 είναι η χρονιά

που το ΠΑΣΟΚ ξανάρχισε να αντιπολιτεύεται, αρχής γενομένης από τον αρχηγό του.

Ο νέος Παπανδρέου πρωτοφάνηκε στην υπόθεση των υποκλοπών πέρσι την άνοιξη. Η

μετάλλαξη επιβεβαιώθηκε στο ξεκίνημα της νέας πολιτικής περιόδου με την

αντεπίθεση του ΠΑΣΟΚ εξ αφορμής των γαλάζιων κουμπάρων. Έκτοτε, το κλίμα έχει

αλλάξει – κάτι που αναγνωρίζουν κατ’ ιδίαν ακόμη και οι κυβερνητικοί.

Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ δεν δημιούργησε αντιπολιτευτικά γεγονότα. Τις υποκλοπές

αποκάλυψε η ίδια η κυβέρνηση με το τριμερές μπρίφινγκ Ρουσόπουλου – Βουλγαράκη

– Παπαληγούρα. Τους γαλάζιους κουμπάρους έδωσε στις διωκτικές αρχές η

εκβιαζόμενη ΜΕΒΓΑΛ. Τη σκυτάλη πήραν, σε αμφότερες περιπτώσεις, τα ΜΜΕ.

Ο Γιώργος Παπανδρέου κάνει καμιά φορά σερφ το καλοκαίρι. Ως πολιτικός

σερφάρισε στον αφρό του κύματος των υποκλοπών. Όταν όμως αυτό τελείωσε, ο

Γιώργος βρέθηκε σε «κοιλάδα» κι έχασε ταχύτητα. Το καλοκαίρι – λίγο οι

δημοσκοπήσεις, λίγο η γκρίνια, λίγο ο Γιάννος και ο Πάγκαλος – ήταν κακό για

το ΠΑΣΟΚ. Χρειάστηκε το κύμα της κουμπαρολογίας για να ξαναβγεί ο σέρφερ στον

αφρό.

Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει στον Παπανδρέου ότι είχε ήδη πάρει φόρα,

ανεβάζοντας τους τόνους – και μιλώντας περί «Σικελών» – πριν έρθει στη

δημοσιότητα το τρίο Κωνσταντινίδη – Αδαμόπουλου – Αναγνωστόπουλου. Η αλμυρή

αντιπολιτευτική γραμμή είναι στρατηγική επιλογή του Παπανδρέου και των

ανθρώπων του. Αυτό είναι ευτύχημα. Γιατί κάθε κύμα κάποια στιγμή τελειώνει. Η

κουμπαρολογία θα εκπνεύσει αναπόφευκτα. Αυτό που θα χρειαστεί είναι μια

επίμονη αντιπολιτευτική γραμμή κατά της κυβέρνησης Καραμανλή για να μπορέσει

το ΠΑΣΟΚ να κάνει το μπρέικ.