Η πρόσφατη ποινικοποίηση της μη αποδοχής της Αρμενικής Γενοκτονίας από τη
Γαλλική Βουλή είναι πράξη ανιστόρητη, με προφανή ατζέντα να τεθούν εμπόδια
στην τουρκική πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον αποτελεί καταπάτηση
της ελευθερίας της έκφρασης και της γνώμης, κατεξοχήν δικαιώματα με τα οποία
έχουν συνδεθεί η Γαλλία και ο Γαλλικός Πολιτισμός (Διαφωτισμός, Γαλλική
Επανάσταση). Οι προφανείς επισπεύδοντες ήταν βέβαια το πανίσχυρο αρμενικό
λόμπι της Γαλλίας, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται ότι με αυτό τον τρόπο μόνο κακό
κάνει στις τουρκοαρμενικές σχέσεις (Τουρκία – Αρμενία, Τούρκοι – Αρμένιοι στην
Τουρκία), κάτι που, απ’ ό,τι φαίνεται, κατανοεί ο Αρμένιος Πατριάρχης στην
Κωνσταντινούπολη (με ποίμνιο 80.000 στη χώρα αυτή).
Τα νομοθετικά σώματα (εθνικά κοινοβούλια ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) δεν είναι
αρμόδια και δεν νομιμοποιούνται να ορίζουν ποια είναι η ιστορική αλήθεια και
πολύ περισσότερο να ποινικοποιούν την έκφραση γνώμης για ιστορικά γεγονότα.
Ερχόμαστε τώρα στο ανιστόρητο που είπαμε. Οι «αρμενικές σφαγές» (Armenian
massacres), όπως ήταν γνωστές έως το 1945, πρέπει να τίθενται στην
ιστορική τους εποχή και συγκυρία, αυτή της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα.
Έως και το 1945, σε πολλές χώρες, ακόμη και ανεπτυγμένες (π.χ. Γερμανία,
Ιαπωνία, Ιταλία, ΕΣΣΔ ή Γαλλία και Βρετανία στις αποικίες τους ειδικά στην
Αφρική) η ειρήνη, η ανθρώπινη ζωή και τα ανθρώπινα δικαιώματα «μέτραγαν» πολύ
λιγότερο απ’ ό,τι σήμερα. Ειδικά έως την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών
(1919), οι ανηλεείς σφαγές και η «εθνοκάθαρση» που υπέστησαν οι Αρμένιοι στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία (και όχι βέβαια στην Τουρκία) το 1915, δεν ήταν κάτι το
ανήκουστο, όπως μας φαίνεται σήμερα, παρότι και τότε υπήρχε κατακραυγή από τη
διεθνή κοινή γνώμη. Οι απάνθρωπες αυτές επιλογές θεωρούνταν από τις
περισσότερες κυβερνήσεις θεμιτές και πάντες όχι εντελώς αδιανόητες αν
θεωρούσαν ότι διακυβεύεται το εθνικό συμφέρον (λόγοι raisons d’etat,
διατήρηση της εξουσίας και του πολιτεύματος, υπεράσπιση της εδαφικής
ακεραιότητας από αποσχιστικές τάσεις). Έως το 1928 (Σύμφωνο Briand-Kellogg)
ακόμη και ο επιθετικός πόλεμος επιτρεπόταν ως εθνική πολιτική για τα κράτη.
Όσο για τον ίδιο τον όρο «γενοκτονία» καθιερώθηκε – στον απόηχο του Εβραϊκού
Ολοκαυτώματος από τους Ναζιστές (Δίκη της Νυρεμβέργης) – με το διεθνές Σύμφωνο
του ΟΗΕ κατά της Γενοκτονίας του 1948. Η γενοκτονία – το κατεξοχήν έγκλημα
κατά της ανθρωπότητας – ορίζεται ως πράξεις που απευθύνονται εναντίον εθνικών,
εθνοτικών, φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων, είτε πρόκειται για πολίτες της εν
λόγω χώρας ή άλλης χώρας, σε καιρό πολέμου ή σε καιρό ειρήνης (φόνοι, σοβαρές
βλάβες της σωματικής ή διανοητικής ικανότητας, σκόπιμη υποβολή σε συνθήκες
διαβίωσης που επιφέρει πλήρη ή μερική καταστροφή, κ.ά.). Μετά το 1945 οι
κατεξοχήν περιπτώσεις εκτεταμένων γενοκτονιών είναι της Καμπότζης από τους
Κόκκινους Κμερ, της Ουγκάντας από τον Ιντί Αμίν, του Αν. Πακιστάν από τον
πακιστανικό στρατό το 1971, και βέβαια της Ρουάντας και του Μπουρούντι.
Το γεγονός ότι ο όρος γενοκτονία είναι πρόσφατος και δεν ίσχυε νομικά το 1915
δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν είχε διαπραχθεί γενοκτονία από της οθωμανικές
αρχές ή ότι το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να απασχολήσει τους Τούρκους σήμερα και
ειδικά τους ιστορικούς της (κάτι τέτοιο έχει ήδη ξεκινήσει). Η έκταση των
σφαγών και της εθνοκάθαρσης άοπλων Αρμενίων όλων των ηλικιών δεν αφήνει καμία
αμφιβολία ότι (α) υπήρχε συγκεκριμένη απόφαση (σχέδιο) για εξολόθρευση των
Αρμενίων και (β) εφαρμόστηκε το 1915. Το «σχέδιο» το συνέλαβε ένας στενός
κύκλος γύρω από τους κυρίαρχους τότε Ταλάτ και Εμβέρ. Όσο για τον αριθμό των
θυμάτων μάλλον είναι της τάξεως των 800 χιλιάδων (όχι 1,5 εκατομμύριο, όπως
υποστηρίζουν οι Αρμένιοι, ούτε 200 χιλιάδες, όπως λένε πολλοί Τούρκοι
ιστορικοί), αριθμός συγκλονιστικός που σαφέστατα εδραιώνει διάπραξη
γενοκτονίας. Στην ιστορική συγκυρία, αυτό που είχε κάνει τόσο ανελέητους τους
Οθωμανούς ιθύνοντες ήταν ότι το 1914-15 είχαν εξεγερθεί οι Αρμένιοι (η πλέον
«πιστή μειονότητα», που απολάμβανε πολλών προνομίων), ζητώντας ανεξαρτησία, εν
μέσω του Μεγάλου Πολέμου, με τη βοήθεια της επιτιθέμενης Ρωσίας.
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης
Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.