Η Αχερουσία έχει μαύρα νερά, και πάνω πλέει ένα καΐκι χωρίς να προχωρά και οι
άνθρωποι είναι κάπως παραξενεμένοι, αλλά ήρεμοι πολύ. Μπορεί και να είναι ο
Αχέροντας. Ο δημοσιογράφος, που μόλις έχει πεθάνει, ακουμπά στα ξάρτια και
πιάνει συζήτηση με μια νεαρή. Και το κοινό γελά, γιατί λίγη ώρα αργότερα ο
δημοσιογράφος πάει στον Χάρο και προσπαθεί να τον λαδώσει. Το καΐκι είναι
παλιό, από εκείνα τα μεγάλα ψαράδικα που κάποτε έβλεπες στα λιμάνια, με τη
στενή ψηλή καμπίνα στη μία άκρη, σαν ανάμνηση σημερινού εξηντάρη. Μπορεί ο
Γούντι Άλεν να ταξίδεψε στο Αιγαίο όταν ήταν μικρός, ή τα καΐκια να ήταν
παντού ίδια. Να υπήρχαν σε κάθε λιμάνι, όπως υπάρχει η εικόνα αυτή σε τόσες
μυθολογίες, ο Χάρος με το πλεούμενο φορτωμένο ψυχές. Κι αν δεν είδε το Αιγαίο,
άκουσε σίγουρα τις ιστορίες για τους περαματάρηδες των σκοτεινών λιμνών, κι
ίσως να τρόμαζε, όταν ήταν παιδί, μ’ αυτό το ταξίδι. Αλλά μεγάλωσε και γερνά
και αφού πάντα πλησίαζε τα πράγματα με σκοπό να τα κάνει πιο ελαφριά, έβαλε
και στο καΐκι του Αχέροντα την κάμερά του. Ορίστε, δεν είναι τίποτα
τρομακτικό, ο ρεπόρτερ παραμένει ρεπόρτερ, κι ο ταχυδακτυλουργός απολαμβάνει
να μαγεύει με τα κόλπα του τους συνταξιδιώτες. Οβολός δεν χρειάζεται, η
επιβίβαση γίνεται δωρεάν, προφανώς κατά τα αμερικανικά πρότυπα, όπως το φέρι
μπόουτ στη Νέα Υόρκη που σε πάει τσάμπα απέναντι, στο Στάτεν Άιλαντ. Υπάρχουν
σύγχρονες νότες στην αρχαία παράδοση, αλλά η εικόνα της ήταν απαραίτητη αφότου
δώσαμε το όνομα του Αχέροντα σε αληθινό ποταμό – κάνουν και ράφτινγκ – και η
Αχερουσία, νομίζω, αποξηράνθηκε για καλλιέργειες.