Μη με αγριοκοιτάτε που τρέχω με τις σακούλες των μαγαζιών να ξεφεύγουν ένθεν κακείθεν και να χτυπάνε όπου βρουν στον δρόμο εμπόδιο κινούμενο, συνάνθρωπο δηλαδή. Δεν είμαι μανιακή της κατανάλωσης, εντάξει; Όχι περισσότερο από τον μέσο όρο του φυσιολογικού τουλάχιστον, μετρήθηκα πέρσι. Το ξέρω ότι δεν μετριέται, άμα μετριόταν όμως; Δώρα αγοράζω.
Είναι οι μέρες που σου έρχεται σφήνα στον νου το φιλικό, το αγαπημένο ή το μισητό, ενίοτε κι αυτό, πρόσωπο και νοερά αναμετριέσαι μαζί του. Με την επιθυμία του, που ανακαλύπτεις ότι την αγνοείς. Με την ευχαρίστησή του, που παραδέχεσαι ότι δεν την ελέγχεις καθόλου.
Μπορεί να σε βομβαρδίζουν πανταχόθεν με διαφημίσεις και διαβεβαιώσεις, το τάδε είναι καταπληκτικό, θα χαρεί, αλλά ξέρεις ότι δεν υπάρχει καμιά εγγύηση για το αποτέλεσμα.
Όσο οι δικές σου λαχτάρες είναι ξεκάθαρες και κραυγαλέες, πιεστικές και απλούστατες, τόσο του πλησίον οι λαχτάρες είναι αδιαπέραστο μυστήριο.
Προσπαθείς να θυμηθείς πληροφορίες, τι του αρέσει, τι του λείπει, σε τι θα έστεργε να δώσει σημασία, τι θα τον έκανε στ΄ αλήθεια να χαμογελάσει; Τι θα μπορούσε να γεννήσει εκείνη τη μικρή αναπήδηση στο στήθος, τη γνήσια ευχαρίστηση; Πώς να μη διανύεις χιλιόμετρα καταστημάτων, να μην ατενίζεις εκατομμύρια αντικείμενα, να μην ψαχουλεύεις υφάσματα και εξώφυλλα, να μην ανοίγεις κουτιά και να μη χαλάς βιτρίνες, για να μπορέσεις να φανταστείς τη στιγμή της προσφοράς; Τόση καταναλωτική φρενίτιδα, κι όμως δεν αρκεί, τόση προσφορά και ποικιλία, κι όμως πρέπει να γίνεις εξερευνητής, να βρεις τον σπάνιο θησαυρό, για να κάνεις ένα απλό δωράκι. Δεν είναι σόπιν θέραπι αυτό, είναι θεραπεία των σχέσεων ή μάλλον κάτι σαν διάγνωση.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο πράγμα η σκέψη του άλλου, οι επιθυμίες του, η ευχαρίστησή του…