Μόλις είχα σηκωθεί από το κρεβάτι μου, ύστερα από έναν βαθύ ύπνο τριών- τεσσάρων ωρών, τις πρωινές ώρες. Σερνόμουνα. Κι ο νους μου ήταν επικεντρωμένος σ΄ ένα φλιτζάνι καφέ, που θ΄ άχνιζε, θα γέμιζε την κουζίνα με την υπέροχη μυρωδιά του και με την πρώτη γουλιά θ΄ άρχιζε να με φέρνει στα συγκαλά μου. Προχώρησα μερικά βήματα και με τα μάτια μισόκλειστα ακόμη, ακούω, ξάφνου, το κουδούνι της εξώπορτας.

Πατάω το κουμπί του θυροτηλέφωνου και βλέπω το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που δεν είχα ξαναδεί. «Ποιος είναι, παρακαλώ;» ρώτησα βραχνά. «Τον κύριο Παπαδόπουλο θέλω…». «Εγώ είμαι. Τι θέλετε;». «Ανοίξτε μου, πρώτα… Δεν μπορώ να μιλάω απ΄ τον δρόμο…». Του άνοιξα. Μπήκε. Ήταν ένας ψηλός, εύσωμος άντρας, με τα μαλλιά του κότσο.

«Ορίστε, παρακαλώ», του μίλησα, με συμπαθητικό τρόπο, μολονότι το πρωινό ξύπνημα, χωρίς καφέ, είναι πάντοτε ο κακός μου σύμβουλος. Κάθησε σε μια πολυθρόνα, στον διάδρομο, και μού έσπρωξε το αίτημά του: «Ξέρετε, σας είδα προ ημερών στην τηλεόραση με τον κ. Πασχάλη…». «Ποιον Πασχάλη;».

«Τον Τερζή. Τον τραγουδιστή. Καλός τραγουδιστής! Λαϊκός…».

«Ωραία, κύριε… θα μπορούσα, όμως, να ρωτήσω για ποιο λόγο ήρθατε εδώ, στο σπίτι μου, πρωί-πρωί, οχτώμισι η ώρα; Για να μού πείτε ότι ο Τερζής είναι καλός τραγουδιστής;». Φαίνεται ότι είχα πάρει κάποιες ανάποδες, κρίνοντας από τη φωνή μου, που πια δεν ήταν και τόσο μελιστάλαχτη… «Όχι. Αυτό ήταν η αρχή. Για να γνωριστούμε…». «Εντάξει. Γνωριστήκαμε. Πείτε μου, τώρα, τι θέλετε από μένα;».

Τα μάτια του αγρίεψαν, κάπως. Έβγαλε από μια τσάντα, που κρεμόταν από τον δεξί του ώμο, ένα μάτσο χειρόγραφα. Τα ίσιωσε, τα έστρωσε και προχώρησε στα περαιτέρω: «Σας έχω φέρει μερικά ποιήματα, που έχω γράψει για την Αλλαγή.

Παρακαλώ να τα διαβάσετε και νά ΄χω όσο γίνεται πιο γρήγορα τη γνώμη σας, γιατί βιάζομαι να τα εκδώσω σε βιβλίο…». Κάθησα κι εγώ απέναντί του. «Ξέρετε, κύριε, ότι μόλις είχα ξυπνήσει και δεν έχω πιει ακόμη καφέ;» του τόνισα, φανερά ζοχαδιασμένος.

«Ούτε εγώ έχω πιει καφέ!.. Αν δεν σας ενοχλεί, θα τον πιούμε μαζί και θα κουβεντιάσουμε…». Τα νεύρα μου τά ΄νιωθα να τεντώνουν όλο και περισσότερο… Με συγχωρείτε, κύριε, αλλ΄ αυτό που ζητάτε δεν είναι δυνατόν να γίνει, αυτή την ώρα, τουλάχιστον… Έχω δουλειά, καταλαβαίνετε; Τηλεφωνήστε μου, να δώσουμε ένα ραντεβού και να κοιτάξω τα ποιήματά σας…».

Ξανάβαλε, θυμωμένος, τα χειρόγραφα στην τσάντα του. Και χωρίς να μού πει άλλη κουβέντα, έκανε μεταβολή, άνοιξε την εξώπορτα, την έκλεισε με πάταγο πίσω του, και έφυγε. Έτρεξα να τον προφτάσω. «Ελάτε», του είπα μαλακά. «Θα τα δούμε τα ποιήματά σας, παρέα…». Γύρισε και με κοίταξε, με μάτια αγριεμένα, απολύτως εχθρικά. «Δεν χρειάζεται, κύριε!», μού απάντησε. «Εγώ ήρθα, πρωί- πρωί να σας διαβάσω ποιήματά μου, για να ομορφύνω τη μέρα σας και σεις με αποπήρατε! Δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου στο σπίτι σας! Και πρέπει να ξέρετε ένα πράγμα: Είμαι μεγάλος ποιητής! Ένας ο Ρήγας Φεραίος και δεύτερος εγώ». Έκανα τον σταυρό μου, ψιθύρισα «ήμαρτον Θεέ μου» και ξαναμπήκα στο σπίτι μου…