Το ραντεβού μας ήταν στον Άγιο Διονύση. Είχε μια κούρσα στη Σόλωνος και μετά θα ερχόταν να με βρει. «Και πώς θα σε γνωρίσω;» τον ρώτησα. «Έχω μια μεγάλη Μercedes» μου απάντησε! Παράξενα πράγματα. Δίπλα μου μερικά παιδιά ντυμένα ομοιόμορφα με πράσινα μπλουζάκια, μαζεύουν υπογραφές για να κλείσει το Γκουαντάναμο. Κι εγώ περιμένω τον Ιρακινό «ταξιτζή μου». Ο Στίβεν όμως δεν ακούει πολιτικά στο ραδιόφωνο. Ακούει μόνο ελληνικά λαϊκά τραγούδια. Χαμηλά, για να ακούγεται και η γυναικεία φωνή από το κέντρο του ραδιοταξί. Όλα γυαλίζουν εδώ μέσα και μοσχοβολούν λεμόνι. Λες και βούτηξε ολόκληρο το ταξί σε ένα μπουκάλι «4711». Μπροστά μας, η οθόνη, δείχνει τη διαδρομή. Επιγραφές στα ελληνικά και στα αγγλικά. Φοράει ζώνη και το ίδιο μου συνιστά να κάνω κι εγώ. Μόνο σημάδι Ανατολής το ωραίο κομπολόι που έχει κρεμάσει χαμηλά στο τιμόνι. Για να το χαϊδεύει στις στάσεις.


Το Στίβεν είναι ιρακινό όνομα; Είναι αμερικάνικο, αλλά τα τελευταία 20 χρόνια το χρησιμοποιούν και στη Βαγδάτη. Ο πατέρας μου δούλευε σε πρεσβεία. Τον γιο του πρέσβη τον έλεγαν Στίβεν και όταν γεννήθηκα με έβγαλαν κι εμένα Στίβεν.

Πότε ήρθες στην Ελλάδα; Αυτό παίζει μεγάλο ρόλο. Στην Αθήνα ήρθα στις 14 Νοεμβρίου του 2000, 19 χρόνια από την ημέρα που γεννήθηκα.

Πώς ήρθες,για πες μου. Είναι μεγάλη ιστορία. Στη Βαγδάτη ήμασταν τρεις φίλοι, μια παρέα πολύ δεμένη. Οι δύο μου φίλοι όμως έφυγαν. Τουρκία, Ελλάδα, Σουηδία και κατέληξαν ο ένας στην Αμερική κι ο άλλος στην Αυστραλία. Μου είπαν όμως ότι χώρα σαν την Ελλάδα δεν υπάρχει. Από τη στιγμή που μου το είπαν, κοιμόμουν και ξυπνούσα με το όνομα Γιουνάν στο στόμα μου. Πόσων χρόνων ήσουν; Δεκαεπτά χρόνων. Και κάθε μέρα παραπονιόμουν στη μητέρα μου για να με αφήσει να φύγω. Φοβόταν, γιατί ήμουν μικρός. Μέχρι που την «έψησα», αλλά με την προϋπόθεση να έλθει μαζί μου και ο αδελφός μου που ήταν 20 χρόνων. Φύγαμε από το Ιράκ με λεωφορείο το 1998. Γιατί δεν υπήρχαν αεροπλάνα.

Τι εννοείς «δεν υπήρχαν αεροπλάνα»; Ήταν τότε που ο Σαντάμ είχε πουλήσει όλα τα αεροπλάνα. Είχαμε το καλύτερο αεροδρόμιο και δεν είχαμε αεροπλάνα.

Έφυγες λοιπόν με το λεωφορείο,για πού; Για την Ιορδανία και μετά με αεροπλάνο πήγαμε Κωνσταντινούπολη. Πέρασα πολύ δύσκολα στην Τουρκία, ζούσαμε σε ένα δωμάτιο 2,5 επί 2,5 μ. Κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, λουτρό, όλα μαζί. Ο αδελφός μου κάθε μέρα μου έλεγε: «Είδες πώς με κατάντησες;».

Δουλεύατε; Στην αρχή έπλενα πιάτα σε ένα εστιατόριο. Πολλή βρωμιά. Παντού κυκλοφορούσαν ποντίκια. Έκανα όμως υπομονή. «Μόνο να μη γυρίσω στην πατρίδα μου» έλεγα. Δούλευα λίγο καιρό σε εκείνο το εστιατόριο και ο ιδιοκτήτης όπως πάει να με πληρώσει με ρωτάει: «Είσαι μουσουλμάνος ή χριστιανός;». Μόλις του είπα ότι είμαι χριστιανός, λες και του άναψα φωτιά. Άρχισε να με βρίζει και με έδιωξε από το μαγαζί. Τον καταράστηκα και έφυγα.

Και τότε φεύγεις για την Ελλάδα; Όχι έμεινα δύο χρόνια στην Τουρκία. Για να σε περάσουν στην Ελλάδα χρειαζόσουν πολλά λεφτά. Δούλεψα σε πλυντήριο αυτοκινήτων, έφτιαχνα παιχνίδια. Κάποια στιγμή γνωρίζω έναν άλλο Ιρακινό που ήθελε να έλθει στην Ελλάδα. Οι μαφιόζοι ζητούσαν 2.500 δολάρια, αλλά δόξα τω Θεώ αυτός ο φίλος κανονίζει να πληρώσουμε μόνο 600 ευρώ. Τελικά ο μαφιόζος μόλις συγκεντρώνει 20 άτομα μας λέει: «Φεύγουμε».

Με ένα φορτηγάκι πήγαμε κοντά στον Έβρο, μετά περπατήσαμε δύο ώρες μέχρι που φτάσαμε στα νερά.

Στον Έβρο; Πριν από τον Έβρο. Με ένα φουσκωτό αρχίσαμε να περνάμε το πρώτο αυτό ποτάμισυνολικά θυμάμαι περάσαμε τρία. Ήταν μαζί μας και οικογένειες.

Όλοι Ιρακινοί; Όλοι. Περάσαμε λοιπόν τα ποτάμια, ο Έβρος ήταν το μεγαλύτερο βέβαια, αλλά τα άλλα δύο δεν ξέρω ποια ήταν.

Είχατε κάποιον οδηγό; Οι δύο μαφιόζοι ήταν μαζί μας. Και χωρούσατε 20 άτομα στο φουσκωτό; Όχι, χωρούσαν τρία άτομα μόνο. Και πηγαίνατεπέρα- δώθε… Ναι. Έπειτα από τρεις ημέρες φθάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Ξημέρωνε και ήμασταν σε ένα σημείο πολύ επικίνδυνο. Εγώ ένιωσα τον κίνδυνο. Τους λέω: «Παιδιά, ο βλάχος ξέρει πού βάζει τα αυγά η κότα». Σ΄ αυτήν τη θέση θα μας βρουν εύκολα. Τελικά μόλις ξημέρωσε μας έπιασε η Αστυνομία. Μας πήγαν στο Σουφλί· δεν ήμασταν μόνο εμείς, υπήρχαν κι άλλοι, Πακιστανοί, μαύροι. Μας πήγαν όλους στον Έβρο και μας έδωσαν εντολή να περπατήσουμε προς την Τουρκία. Περπατούσαμε, αναγκαστικά, και 2-3 ώρες μετά μας πιάνει ο τουρκικός στρατός. Μας πήραν τα λεφτά μας. Εγώ ήμουν ο μοναδικός που δεν έδωσε τα λεφτά του, τα είχα κρύψει σε ένα σακουλάκι στο εσώρουχό μου. Και μόλις μας άφησαν πήρα ξανά τον δρόμο για την Ελλάδα.

Πεισματάρης. Μα το είχα πει: Εγώ θα έρθω στην Ελλάδα. Βρήκαμε λοιπόν μια βάρκα ενός ψαρά και περάσαμε τον Έβρο.

Πόσοι αυτήν τη φορά;

Τους βοηθάω τους Ιρακινούς, αλλά τους αποφεύγω κιόλας. Όταν δεν είχα λεφτά δεν μου μιλούσαν και τώρα που έχω με ζηλεύουν.

Γι΄ αυτό δεν κάνω παρέα με τους Ιρακινούς. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι Έλληνες

Τέσσερις. Τους υπόλοιπους τους αφήσαμε, τους λέω: «Παιδιά, είμαστε πολλοί και θα μας πιάσουν. Τουλάχιστον να διαλυθούμε». Ούτε ο αδελφός μου ήρθε. Φθάσαμε στην Αλεξανδρούπολη, 4.30 με 5 ή ώρα το βράδυ. Κρυφτήκαμε σε ένα παλιό νεκροταφείο και κατά τις 7 βγήκαμε στην πόλη. Ο μαφιόζος ήξερε καλά ελληνικά, πήγε και έβγαλε εισιτήρια για Θεσσαλονίκη. Πλήρωνα εγώ με τα 500 δολάριά μου. Πήραμε το τρένο και κρυφτήκαμε στις τουαλέτες. Γιατί ανέβαινε η Αστυνομία και έψαχνε. Στη Θεσσαλονίκη κόψαμε άλλα εισιτήρια για την Αθήνα.

Δεν σας έλεγξαν; Στη Θεσσαλονίκη δεν ελέγχουν. Υπήρχε δρομολόγιο Αλεξανδρούπολη- Αθήνα, αλλά δεν πήραμε αυτό το τρένο, γιατί θα μας έβρισκαν σίγουρα. Μόλις φθάσαμε στον Σταθμό Λαρίσης κάθησα κάτω από την πρώτη κολόνα. Λέω, το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Δέκα λεπτά ήμουν σε αυτό το σημείο καθιστός. Τα παιδιά μού έλεγαν: «Πάμε να φύγουμε». Ψιλοδάκρυσα, αλλά εντάξει. Τέλος πάντων, πήγαμε στο σπίτι του παιδιού και κάτσαμε δύο μέρες να ξεκουραστούμε.

Ποιου παιδιού; Του μαφιόζου, στον Βοτανικό. Μετά βρήκα δουλειά σε ένα μοναστήρι που χτιζόταν στο Περιστέρι, ψηλά. Στην αρχή ήταν πολύ καλά, αλλά μετά είχα προβλήματα με έναν παπά. Δεν ήταν απλός παπάς, πιο μεγάλος ήταν, έρχονταν παπάδες και φυλούσαν τα χέρια του. Αλλά δεν ήταν καλός χριστιανός.

Και πώς κατέληξες να γίνεις ταξιτζής; Όταν έφυγα βρήκα έναν κύριο που ήθελε να βάψει το σπίτι του στο Αιγάλεω και να χτίσει ένα δωμάτιο στην ταράτσα. Μου βάλανε ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Έμενε και η μάνα του εκεί. Όταν είδε τι δουλευταράς είμαι, μου λέει: «Πήγαινε φέρε τα πράγματά σου για να μείνεις με τη μάνα μου, να της κάνεις παρέα». Η μάνα του ήταν 80 χρόνων, ανάπηρη. Μου έδωσε μια αποθηκούλα, ίσα ίσα που χωρούσε το κρεβάτι, αλλά είπα: «Δόξα σοι ο Θεός, υπάρχουν καλοί άνθρωποι».

Τότε έβγαλες και χαρτιά; Ο άνθρωπος αυτός, ο κ. Στέφανος, είχε κάτι γνωστούς και με βοήθησε πάρα πολύ. Πήγαμε, τρέξαμε και μου έβγαλε πράσινη κάρτα, άδεια εργασίας, όλα. Εγώ βέβαια όλη μέρα δούλευα. Έπλενα αυτοκίνητα σε βενζινάδικο, μετά στο φυσικό αέριο. Σηκωνόμουν στις 3.30 το πρωί και γυρνούσα κατά τις 7 με 8 το βράδυ.

Ναι,αλλά πώς βρέθηκες να οδηγείς ταξί; Πάντα μου άρεσε να οδηγώ μεγάλα αυτοκίνητα. Και μια μέρα καθόμασταν με τον κ. Στέφανο και του λέω «θέλω να κάνω μια δουλειά δική μου». Μου λέει «ταξί σου αρέσει;». Λέω «δεν ξέρω τους δρόμους». «Θέλεις;» με ρωτάει. Λέω «ναι». Πήγαμε σε ένα μαγαζί, ρωτήσαμε για άδειες και για αυτοκίνητο, μας είπαν περίπου 200.000 ευρώ. Καλά, του λέω, είσαι τρελός; Είναι 45 χρόνων αλλά του μιλάω σαν φίλος. Με ρωτάει: «Θα το δουλέψεις;». Του απαντώ: «Ναι». Πήγε, έβαλε δύο σπίτια υποθήκη και πήραμε το ταξί. Το έχει βάλει στο όνομά του και δουλεύω εγώ.

Και πώς έμαθες τους δρόμους; Σιγά σιγά. Την πρώτη μέρα που πήρα το ταξί, ανέβηκε μια κυρία, μου λέει «Παγκράτι». Ρωτάω: «Πώς θα πάω»; «Καλά, ταξιτζής είσαι και δεν ξέρεις πώς θα πας;» απόρησε. Της είπα πως μόλις έπιασα το τιμόνι και πως ήταν η πρώτη κούρσα. Όταν φθάσαμε στο Παγκράτι το ρολόι έγραφε 6,40 και μου άφησε 10 ευρώ!

Δουλεύεις όλη μέρα; Δουλεύω από τις 3 το πρωί ώς τις 6 το απόγευμα. Καμιά φορά το παίρνει και ο κ. Στέφανος, είναι παλιός ταξιτζής.

Πόσα λεφτά βγάζεις; Εξαρτάται, δουλεύω σε ένα ραδιοταξί που είναι, πώς να σου πω, κυριλέ, δουλεύει κυρίως με ξενοδοχεία και μερικά σπίτια. Και βγάζω 200 ευρώ την ημέρα. Από 170 ώς 250. Εξαρτάται. Πόσα λεφτά του δίνεις; Δεν του δίνω λεφτά, πληρώνω μόνο το δάνειο.

2.700 ευρώ τον μήνα. Με βοηθάει γιατί με συμπαθεί. Με έχει σαν παιδί του. Είναι χωρισμένος και το παιδί του, την κόρη του, την έχει η μάνα της. Την έχει χάσει σχεδόν.

Αν σου ζητήσει βοήθεια ένας συμπατριώτης σου,τι θα κάνεις;

Τους βοηθάω, αλλά τους αποφεύγω κιόλας. Όταν δεν είχα λεφτά δεν μου μιλούσαν και τώρα που έχω με ζηλεύουν. Γι΄ αυτό δεν κάνω παρέα με τους Ιρακινούς. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι Έλληνες.

Γιατί πήρατε Μercedes και δεν πήρατε ένα μικρό αμάξι;

Γιατί το όνειρό μου ήταν να πάρω Μercedes. Οι πελάτες πώς σε αντιμετωπίζουν;Δεν ξαφνιάζονται;

Υπάρχουν μερικοί που μου δίνουν συγχαρητήρια και άλλοι που με βρίζουν. Μια κυρία μου λέει: «Το παιδί μου έχει 8 μήνες άνεργο». Της λέω «τι φταίω εγώ που ο γιος σου δεν θέλει να δουλέψει;». Έβριζε. «Ήρθατε εσείς οι ξένοι και δεν αφήσατε δουλειές». Της λέω «δουλειές υπάρχουν, αλλά ο γιος σου δεν έχει όρεξη να ψάξει». Δεν το κρύβεις πάντως πως είσαι Ιρακινός; Ποτέ. Δεν ντρέπομαι. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Η Ελλάδα ήταν το όνειρό μου, κάποια στιγμή όμως θα γυρίσω στη Βαγδάτη.

«Χάρηκα όταν έπεσε ο Σαντάμ, αλλά τώρα λυπάμαι»


O Στίβεν δεν μασάει τα λόγια του.Αυτό δεν το περίμενα. Σκεφτόμουν ότι θα έχει τον φόβο του ξένου.Ότι το βλέμμα του θα τρεμοπαίζει ψάχνοντας τις λέξεις.Και έκανα λάθος. Όταν έπεσε ο Σαντάμ χάρηκες;

Μπορώ να σου πω ότι χάρηκα, αν και είχα τη μητέρα μου που δούλευε σε ένα από τα σπίτια του.

Η μητέρα σου; Βεβαίως. Καθάριζε και η γιαγιά μου έφτιαχνε πίτες. Στο Ιράκ τρώμε πίτες, δεν τρώμε ψωμί.

Τι γνώμη είχες τότε για τον Σαντάμ; Να σου πω την αλήθεια, όταν έβγαινε στους δρόμους ήταν καλός. Δηλαδή έμπαινε σε σπίτια, σε κουζίνες, άνοιγε τις κατσαρόλες και κοιτούσε τι έχουν μαγειρέψει. Αλλά όταν γυρνούσε στην καρέκλα του, ήταν άλλος άνθρωπος. Έκανε πολέμους, καταπίεζε τον κόσμο.

Έζησες εσύ πόλεμο; Τον πατέρα μου τον έχω χάσει στον πόλεμο Ιράκ- Ιράν. Ήμουν 11 μηνών. Οκτώ χρόνια κράτησε αυτός ο πόλεμος.

Πώς ήταν η ζωή στο Ιράκ πριν φύγεις; Τα τελευταία χρόνια ήταν πάρα πολύ άσχημα. Το Ιράκ μετά το ΄91 διαλύθηκε. Αλλά και τώρα βλέπεις τι γίνεται. Ό,τι δεν είχε καταστρέψει ο Σαντάμ, καταστράφηκε τώρα με τους Αμερικανούς. Η περιοχή όπου μεγάλωσα, μου λέει η μητέρα μου, έχει ισοπεδωθεί. Μιλάς με τη μητέρα σου; Φυσικά, κάθε εβδομάδα. Η μάνα μου έφυγε από τη Βαγδάτη, είναι σε ένα ήσυχο χωριουδάκι μαζί με άλλους χριστιανούς, κοντά στο Κουρδιστάν, εκεί δεν υπάρχει κίνδυνος. Και η αδελφή μου παντρεύτηκε, έχει κάνει παιδιά και δεν τα έχω δει.

Τι πιστεύειςότι θα γίνει τελικά στο Ιράκ; Απ΄ ό,τι μου λένε, θέλουν να το χωρίσουν, αυτό με πονάει πολύ. Να σου δώσω να καταλάβεις, έχω δορυφορική στο σπίτι μου και δεν το βάζω σε αραβικό κανάλι για να μη βλέπω αυτά που γίνονται στο Ιράκ. Κάθε μέρα σκοτώνονται σουνίτες και σιίτες. Οι άνθρωποι πεθαίνουν σαν τα σκυλιά στον δρόμο.

Πάντα υπήρχε αυτό το μίσος ανάμεσα στους σουνίτες και τους σιίτες;

Πάντα, αλλά δεν τολμούσαν να κάνουν τίποτα γιατί υπήρχε ο Σαντάμ. Οι σιίτες είναι περισσότεροι από τους σουνίτες. Ο Σαντάμ όμως ήταν σουνίτης και ισορροπούσαν κάπως τα πράγματα.

Τελικά,έπρεπε να φύγει ο Σαντάμ; Έπρεπε να φύγει, αλλά όχι και να γίνονται όλα αυτά που βλέπουμε. Αν ξέραμε ότι θα γινόταν όλο αυτό το κακό, θα τον κρατούσαμε ακόμα τον Σαντάμ, σου μιλάω ειλικρινά.

Το Ιράκ μετά το ΄91 διαλύθηκε. Αλλά και τώρα βλέπεις τι γίνεται. Ό,τι δεν είχε καταστρέψει ο Σαντάμ, καταστράφηκε τώρα με τους Αμερικανούς. Η περιοχή όπου μεγάλωσα, μου λέει η μητέρα μου, έχει ισοπεδωθεί