Η άνοιξη έρχεται φυσώντας δυνατά και ανακατώνει τα κλαριά, γεμίζει σκόνες τα ματάκια του πιτσιρίκου που κάνει στο πάρκο τα πρώτα βήματα. Κάθεται στα μαλακά πάνω στην πάνα του, κάνει να κλαψουρίσει, η μαμά του κουβεντιάζει λίγο πιο πέρα. Πώς να αντισταθείς στον πειρασμό να σκύψεις να τον ενθαρρύνεις καθώς περνάς, να χαζέψεις το σπάνιο θέαμα, ένα νηπιακό προσωπάκι, τις πολύτιμες στιγμές, τη γνωριμία του με τον άνεμο, τον ήχο των κλαριών, το πατημένο χώμα όπου κάποτε φύτρωνε γκαζόν, τον ήλιο που τον λούζει. «Έλα, σήκω», του λέω. «Μην κλαις». Με κοιτάζει με γκριμάτσα δισταγμού, να φωνάξει ή όχι; Ένα μεγαλύτερο παιδί τον πλησιάζει γελώντας.
«Έλα, σήκω», του λέει, τον πιάνει, πέφτουν ξανά κάτω μαζί, ξεκαρδίζονται. Η μαμά πλησιάζει αργά, τα μαλώνει στη γλώσσα της.
Δεν είναι ντόπια η μαμά, από κάποια βαλκανική χώρα μετανάστρια, παλεύει να διδάξει τη δική της γλώσσα, αλλά τα νήπια έχουν κιόλας ξεφύγει προς τα ελληνικά, στο αθηναϊκό πρώην γκαζόν που μεγαλώνουν, στον ήλιο που τα λούζει, στον ξαφνικό ασυνήθιστο αέρα, στο περιβάλλον που απλώνουν τα χεράκια τους. Το οποίο περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται, τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα δεν παίρνουν ελληνική υπηκοότητα. Πώς να χαμογελάσεις τώρα στο μωρό αυτό, πώς να το βοηθήσεις να στήσει τα ποδαράκια του στον χώρο που του αρνείται επισήμως να υπάρχει; Όσο καιρό δεν τα ήξερες αυτά ήταν καλύτερα. Πώς να ακούσεις τα παιδικά του ελληνικά, τη δροσερή φωνούλα, χωρίς να νιώσεις ένα τσίμπημα, ταυτισμένος, εσύ ο γνήσιος Έλληνας με το κράτος σου, που του γυρίζει την πλάτη; Σε λούζει το κράτος σου με την ντροπή της άρνησής του, απομακρύνεσαι με τη χαρά καμωμένη δηλητήριο.