Το όραμα και το «άγγιγμα»


Αποφασιστική, εκστασιακή όσο και ιερή είναι η στιγμή κατά την οποία ο ζωγράφος σηκώνει το πινέλο του και ακουμπά το χρώμα στην άδεια επιφάνεια. Μοιάζει πολύ, μιμείται, τη στιγμή που ο Θεός ακουμπά τον πηλό για να τον ενανθρωπίσει, στον περίφημο πίνακα του Μιχαήλ Άγγελου, ή – αλλιώς- σαν το πρώτο βήμα του ανθρώπου στη Σελήνη. Από τη μια πλευρά ενεργεί μια θέληση και ένα όραμα που αποζητά να πάρει φόρμα, από την άλλη το χρώμα, το πινέλο, η γραφίδα ή και τα άλλα υλικά, που αντιστέκονται στη μεταμόρφωση και προβάλλουν την ιδιοσυστασία τους.

Τη λέξη «άγγιγμα»

(touche) την εισήγαγαν οι τεχνοκριτικοί μιλώντας για τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής- ιδίως της αφαιρετικής. Πρόκειται ακριβώς γι΄ αυτήν την πρώτη κίνηση με την οποία ο καλλιτέχνης «κάνει δική του την ύλη», εμφυσώντας στην επιφάνεια το δικό του όραμα, τη «σημείωση» θα έλεγαν οι φαινομενολόγοι, ένα σχήμα που απέκτησε πλέον ένα μεταδόσιμο νόημα.

Θεολογικής φύσεως μοιάζουν όλα αυτά, και δεν είναι τυχαίο, αφού η απεικόνιση είναι εξ αρχής μια ιερή στιγμή, μια πρόταση για κάτι που θα πάψει να είναι ύλη και θα γίνει ιδέα διαχρονική. Σ΄ αυτό ακριβώς το γνώρισμα της τέχνης επενδύει το γούστο – και το χρήμα- του ο θεατής κατόπιν.

Δύο εκθέσεις των ημερών έχουν έντονα αυτόν τον χαρακτήρα και τις συνδυάζουμε εδώ, έστω κι αν ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος είναι κατ΄ εξοχήν ζωγράφος παραδοσιακών εργαλείων («με πινέλα και μπογιές»), ενώ ο Κώστας Τσόκλης έχει απλώσει την εκφραστική του γκάμα σε κάθε λογής υλικό, ακόμη και σε σκουπίδια και σε ηλεκτρονικά βίντεο.

Ο πρώτος αντιπροσωπεύει τη μεγάλη παράδοση, που ξεκινά από τον Παναγιώτη Ζωγράφο και συνεχίζεται με τον Γιάννη Τσαρούχη, ενώ μεταπολεμικά προεκτείνεται με τον Αλέκο Φασιανό και τονπρόωρα χαμένο- Πάνο Φειδάκη, τον «συστρατιώτη»

ΙΝFΟ

● Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, «Γυμνά και Τοπία», Αίθουσα «Σκουφά», Σκουφά 4, τηλ. 210-3643.025, μέχρι 14 Απριλίου ● Κώστας Τσόκλης, «Προσχέδια και πίνακες», «Εικαστικός Κύκλος», Καρνεάδου 20, τηλ. 210-7291.642, μέχρι 14 Απριλίου

του Παπατριανταφυλλόπουλου, είναι η παράδοση της ιερής πινελιάς που ζωογονεί σαν προζύμι που «φουσκώνει» πάνω στο πλάσιμο.

Στις περιοχές του γαλλικού Νέου Ρεαλισμού του 1960 ο Τσόκλης, με εμμονή αρχικά στα «σκουπίδια της μαζικής κοινωνίας» (όπως ο Βλ. Κανιάρης ή ο Ν. Κεσσανλής), γρήγορα άφησε να αναβλύσει από μέσα του η λυρική φωνή εναντίον της κριτικής κι έτσι οι τσαλακωμένες εφημερίδες έγιναν σύμβολα τρυφερότητας, όπως άλλωστε και τα «ξακρισμένα» τυπογραφικά χαρτιά του Παύλου έγιναν λουλούδια. Ο Τσόκλης, ωστόσο, επεξέτεινε ακόμη περισσότερο αυτή την «αναστάσιμη» λειτουργία της ζωγραφικής του, ξαναζωντάνεψε τη λειτουργία της παραδοσιακής πινελιάς, έδειξε τη μαγική δύναμη που έχει ο ίδιος πάνω στο χρωματικό υλικό, ακόμα κι όταν είναι αυτοαναφορικό, αφαιρετικό. Το βλέπουμε τώρα και στα εκθέματα- προσχέδια και πίνακες- από την περυσινή εμπειρία της «εγκατάστασης με αντανακλάσεις» στην Τήνο: ο ζωγράφος αυτός μετουσιώνει οτιδήποτε σε ποιητική φωνή, κάνει την ύλη ενέργεια, πολλαπλασιάζοντας έτσι το βεληνεκές της.

Στους πίνακες του Παπατριανταφυλλόπουλου βλέπουμε παραδοσιακά θέματα, ανδρικά ή γυναικεία γυμνά κορμιά, τοπία εσωτερικά και εξωτερικά. Τα βλέπουμε άραγε; Σχεδόν άμεσα το βλέμμα του θεατή λησμονεί την οπτική αφορμή και χάνεται στο φως πίσω από τα χρώματα, στην υγρή διάφανη ατμόσφαιρα που δημιουργείται σε κάθε πίνακα, σαν να βλέπονται όλα «για πρώτη φορά», μέσα από το βλέμμα ενός νεογέννητου, αθώου από την εμπειρία. Η νοσταλγία της αθωότητας είναι κοινή συνισταμένη στους ζωγράφους σαν τον Παπατριανταφυλλόπουλο- ο Θεόφιλος εικόνισμά τους. Ώριμος, εξομολογητικός στις πινελιές του, σαν να προσεύχεται- καθεμιά, σαν κίνηση του παπά πάνω στο κρασί που μετατρέπει σε αίμα-, ο προικισμένος αυτός αλλά και σεμνός ζωγράφος αναδεικνύεται στο νέο κεντρικό πρόσωπο μιας μεγάλης «δικής μας» παράδοσης.