Ένα αγκάθι για την Αριστερά, η περίπτωση του βενιζελικού Δ. Ψαρρού (1893-1944), απότακτου συνταγματάρχη του κινήματος του 1935, παρουσιάζεται εδώ χωρίς προκαταλήψεις, στο πλαίσιο της προσπάθειας να καταδειχτεί η αδυναμία πραγμάτωσης κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Αντίστασης μιας πολιτικής σύνθεσης που να αγκαλιάζει το κέντρο και την αριστερά(βλ. κυρίως τα άρθρα των Μ. Λυμπεράτου και Τ. Σακελλαρόπουλου). Η Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα διαφοροποιείται έτσι από την παλαιότερη και πρόσφατη αγγλικής έμπνευσης ιστοριογραφία η οποία «πατάει» στην περίπτωση Ψαρρού (και γενικότερα στην αντιπαράθεση μεταξύ ΕΛΑΣ και κεντροδεξιών, θα λέγαμε σήμερα, αντάρτικων σχηματισμών στο διάστημα Απρίλιος 1943 – Φεβρουάριος 1944) προκειμένου να δικαιώσει ηθικά, συλλογικά και αναδρομικά τους δωσίλογους αντιπάλους του ΕΑΜ και να τους συμπαρατάξει στο εθνικιστικό στρατόπεδο του «πρώτου γύρου» του εμφυλίου πολέμου.
Αυτό που φωτίζεται εδώ είναι ότι ο Ψαρρός αντιπροσώπευσε την ατελέσφορη προσπάθεια δημιουργίας ενός ενδιάμεσου αντιστασιακού στρατού μεταξύ των φιλομοναρχικών ομάδων και του ΕΛΑΣ. Επρόκειτο για το 5/42 Σύνταγμα, στρατιωτικό βραχίονα της οργάνωσης ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωσις, ιδρ. Νοέμ. 1942) που έδρασε στην περιοχή της Γκιώνας και απέναντι στο οποίο η ηγεσία του ΕΑΜ κράτησε αμφίθυμη στάση, ώσπου τον Απρίλιο του 1944, ο Ψαρρός σκοτώθηκε σε επιχείρηση εναντίον του από τμήμα του ΕΛΑΣ που ενήργησε χωρίς επίσημη εντολή.
Όπως γράφει ο Μ. Λυμπεράτος, στο κεφάλαιο «Οι οργανώσεις της Αντίστασης», «Ο ΕΛΑΣ, με πρωτοβουλία κάποιων καπεταναίων, διέλυσε τελικά την ΕΚΚΑ, στις 17 Απριλίου 1944, στη θέση Κλήματα, με θύμα τον ίδιο τον Ψαρρό. Ένα τμήμα μαχητών του 5/42 συνελήφθη (12 αξιωματικοί μαζί με 60 άντρες) και ένα άλλο, υπό τους Καπετσώνη και Δεδούση (περίπου 100 άντρες), πέρασε στην Πάτρα όπου συγχωνεύθηκε με τα Τάγματα Ασφαλείας.
» Την ευθύνη του ΕΛΑΣ επιβάρυνε ο αδιευκρίνιστος τρόπος με τον οποίο σκοτώθηκε ο Ψαρρός. Αν και ο ΕΛΑΣ απέδωσε τον θάνατο του Ψαρρού στις συνθήκες της μάχης, κάποιοι μάρτυρες υποστήριξαν ότι σκοτώθηκε ενόσω ήταν αιχμάλωτος από τον ταγματάρχη του ΕΛΑΣ Θύμ. Ζούλα, πράγμα που ο ίδιος ο Ζούλας παραδέχθηκε το 1951 (εξυπηρετώντας πιθανόν ενδοκομματικές σκοπιμότητες). Παρ΄ ότι ο Γουντχάουζ απέδιδε την τραγική κατάληξη σε μια επίδειξη δύναμης του ΕΛΑΣ που ξεπέρασε τα εσκαμμένα, το γεγονός ότι το ΕΑΜ φοβόταν να το παραδεχθεί θεωρήθηκε από τους Βρετανούς χρυσή ευκαιρία να καταχωρηθεί ως ένα από τα εγκλήματα του Βελουχιώτη, του οποίου η παρουσία στην περιοχή (κατευθυνόταν προς την Πελοπόννησο), αν και δεν είχε άμεση εμπλοκή, επηρέασε τις εξελίξεις, αφού ήταν εκείνος που διέταξε το 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ να επιτεθεί κατά του Δεδούση, παρά τις αντιρρήσεις της Γραμματείας Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ. (…)
» Στον βαθμό που το ΕΑΜ είχε αποφασίσει να πάει στον Λίβανο (όπου επρόκειτο να σχεδιαστεί η Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση) στις 5 Μαΐου 1944, με εξαιρετικά διαλλακτικές προθέσεις προς την κυβέρνηση του Καΐρου, η υπόθεση εξελίχθηκε σε κόλαφο εναντίον του. Οι Βρετανοί δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους επειδή ο αρχηγός του ΕΛΑΣ συνταγματάρχης Σπ. Σαράφης δεν θα είχε τίποτα να αντιτάξει στις κατηγορίες για τον φόνο του Ψαρρού ενώ, όπως σημείωνε ο Γουντχάουζ, εξαιτίας των κατηγοριών αυτών οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ λειτούργησαν ως κατηγορούμενοι. Αυτός ο φόνος προκάλεσε αγανάκτηση ακόμη και μέσα στις τάξεις του ίδιου του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος ο Βελουχιώτης, που παραδέχθηκε ότι δεν διέθετε εντολή του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ, κλήθηκε να απολογηθεί, όπως και να υποβληθεί απολογητική έκθεση της ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ για τα γεγονότα. Ωστόσο, ήταν τέτοια η τροπή που πήραν τα πράγματα, που το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ υιοθέτησε αναγκαστικά την άποψη ότι η επίθεση ήταν επιβεβλημένη».