Ο τυραννόσαυρος… ομολόγησε
Η αλήθεια είναι πως δεν του φαίνεται, αλλά είναι πλέον αποδεδειγμένο: το κοτόπουλο κατάγεται από τον τυραννόσαυρο Ρεξ, τον αποκαλούμενο βασιλιά των δεινοσαύρων. Τη σημαντική ανακάλυψη έκαναν επιστήμονες στην Αμερική, που κατάφεραν από τα απολιθωμένα οστά ενός Τι-Ρεξ (όπως είναι το χαϊδευτικό του) να πάρουν ίχνη πρωτεΐνης σε άριστη κατάσταση παρά τα 68 εκατομμύρια χρονάκια του. Αναλύοντας τον μαλακό ιστό, ανακάλυψαν ότι μοιάζει πολύ με αυτόν της κότας. Πρόκειται για την πρώτη γενετική απόδειξη της συγγένειας πτηνών και δεινοσαύρων.
«Ανοίγει ένα νέο, τεράστιο κεφάλαιο στην έρευνα ειδών που έχουν εξαφανιστεί», εξηγεί ο Μάθιου Καράνο, ειδικός στους δεινοσαύρους, από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Σμιθσόνιαν. Η ανακάλυψη ήταν απρόσμενη γιατί οι επιστήμονες γνωρίζουν πως η πρωτεΐνη διατηρείται, το πολύ, έως ένα εκατομμύριο χρόνια. Μετά ο μαλακός ιστός αποσυντίθεται. «Τα οστά των δεινοσαύρων μελετώνται εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, πάντοτε νομίζαμε πως δεν διατηρούνται σε μοριακό ή κυτταρικό επίπεδο», λέει η Μέρι Χίγκμπι Σβάιτζερ από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας. Μαλακός ιστός! Η ίδια, προς μεγάλη της έκπληξη ανακάλυψε μαλακό ιστό από ένα οστό Τι-Ρεξ που βρέθηκε στη Μοντάνα το 2003. Ερευνητές από το Ιατρικό Κέντρο της Βοστώνης μπόρεσαν να εξαγάγουν και να αναλύσουν πρωτεΐνη από τον συγκεκριμένο ιστό. Ο γενετικός κώδικας που κατευθύνει την ανάπτυξη ενός ζωντανού οργανισμού είναι το DΝΑ, αλλά καθώς αυτό είναι πιο ευαίσθητο, δεν κατάφερε να διασωθεί. «Οι πρωτεΐνες όμως κωδικοποιούνται από το DΝΑ, δηλαδή είναι κάτι σαν ξαδελφάκια», εξηγεί η Σβάιτζερ. Την ανάλυση της πρωτεΐνης έκανε η ομάδα του Τζον Ασάρα που ανακάλυψε κολλαγόνο, ένα είδος ινώδους συνδετικού ιστού, το οποίο αποτελεί τμήμα του οστού. Οι επιστήμονες συνέκριναν τον ιστό πολλών ζώων και βρήκαν πως από όσα πλάσματα ζουν σήμερα η κότα είναι ο κοντινότερος συγγενής του τυραννόσαυρου Ρεξ.
Συγγένεια με τα πτηνά.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα πτηνά αποτελούν εξέλιξη των δεινοσαύρων, αλλά βασίζονται στην αρχιτεκτονική των οστών. Με τη δική μας ανακάλυψη μπορούμε να πούμε πως πράγματι είναι συγγενείς, γιατί συγγενεύουν οι αλληλουχίες τους». Και μόνο το γεγονός ότι κατάφεραν να βρουν πρωτεΐνη είναι σημαντικό για τους ερευνητές, σύμφωνα με τον Τζον Χόρνερ από το Πανεπιστήμιο της Μοντάνας, ο οποίος βρήκε τα οστά του τυραννόσαυρου το 2003. Πλέον, οι ερευνητές θα αναζητούν τα καλύτερα διατηρημένα οστά, τα οποία συχνά κρύβονται θαμμένα στην άμμο.
Κάνοντας έρευνα για τον καρκίνο, ο Ασάρα χρησιμοποίησε μια προχωρημένη μέθοδο φασματομετρίας για να εντοπίσει πεπτίδια (θραύσματα πρωτεΐνης) σε όγκους. Όταν άκουσε ότι η Σβάιτζερ βρήκε μαλακό ιστό στον τυραννόσαυρο, αποφάσισε να ψάξει για πρωτεΐνες. Ανακάλυψε επτά διαφορετικές πρωτεΐνες και τις συνέκρινε με ζωντανούς οργανισμούς. Οι τρεις «ταίριαξαν» με κότα, οι δύο με αρκετά είδη, ανάμεσά τους και πτηνά, μία με σαλαμάντρα και μια άλλη με βάτραχο. Η εξέλιξη των ειδών. Η δουλειά της ομάδας του βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο. Ο Λούις Κάντλεϊ της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ σημειώνει πως όταν η τεχνική τελειοποιηθεί, θα βρεθούν περισσότερες πρωτεΐνες και θα γίνουν περισσότερες αναλύσεις για να βρεθούν κι άλλοι οργανισμοί που ταιριάζουν. «Το ερώτημα της εξέλιξης των ειδών είναι ένα από τα σημαντικότερα της επιστήμης» λέει.
Οι επιστήμονες κράτησαν τον τυραννόσαυρο Ρεξ της Μοντάνας θαμμένο στην άμμο για να εμποδίσουν την αποσύνθεση. Στη συνέχεια, πήραν λίγα γραμμάρια υλικού από το οστό του μηρού και το έστειλαν στο εργαστήριο του Τζον Ασάρα. Εκεί, το υλικό κονιορτοποιήθηκε ώστε να μπορεί να μελετηθεί από τον φασματογράφο, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιείται στη διάγνωση καρκινογόνων γονιδίων σε όγκους.
Η στεγνή άμμος σε συνδυασμό με το πάχος του δεινόσαυρου επέτρεψαν τη διατήρηση της ελάχιστης πρωτεΐνης που απέσπασαν από το οστό. «Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε πως δεν μπορεί να διατηρηθεί καθόλου ιστός. Τώρα ξέρουμε πως απομένουν πολλά που δεν γνωρίζουμε για τα απολιθώματα», λέει ο παλαιοντολόγος Τόμας Χολτζ από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ.
Ένα από τα μεγαλύτερα σαρκοφάγα
Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣΑΥΡΟΣ Ρεξ είναι ένα από τα μεγαλύτερα σαρκοβόρα που έζησαν την ύστερη Κρητιδική περίοδο, περίπου πριν από 85- 65 εκατομμύρια χρόνια. Ο Τι-Ρεξ έζησε σε υγρά ημιτροπικά κλίματα, σε μεγάλα δάση με ποτάμια και βάλτους. Το μήκος του έφτανε τα 12,5 μέτρα, το ύψος του τα 6 μέτρα και το βάρος τους 5- 7 τόνους.
Είναι από τους τελευταίους δεινοσαύρους που έζησαν στον πλανήτη πριν από την απότομη και οριστική εξαφάνιση του είδους. Οι επιστήμονες έχουν βρει περισσότερους από 30 σχεδόν ολοκληρωμένους σκελετούς τυραννόσαυρου σε όλο τον κόσμο, αρκετούς καλά διατηρημένους, κάτι που διευκολύνει την έρευνα γι΄ αυτούς. Οι διατροφικές συνήθειες και η ταχύτητα που μπορούσαν να αναπτύξουν παραμένουν θέματα διαφωνίας ανάμεσα στους ειδικούς.
Οι κρεμαστές γέφυρες των Ίνκας
Όταν τις αντίκρυσαν οι Ισπανοί κατακτητές το 1532, σάστισαν.
Πουθενά στην Ευρώπη δεν είχαν ξαναδεί τόσο μεγάλες κρεμαστές γέφυρες. Τις είχαν φτιάξει οι Ίνκας για να μπορούν να διαβαίνουν τις βαθιές χαράδρες στα τροπικά δάση των περουβιανών Άνδεων.
Σήμερα, επιστήμονες από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) χρησιμοποιούν τα ίδια υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι Ίνκας και υφαίνουν μεγάλα σχοινιά επιχειρώντας να φτιάξουν και οι ίδιοι αντίστοιχες γέφυρες, με σκοπό να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά που γνώριζαν οι αυτοδίδακτοι μηχανικοί της προ-κολομβιανής Αμερικής.
Αξεπέραστοι τεχνίτες. Επί εκατοντάδες χρόνια πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων κατακτητών, οι γέφυρες αυτές έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην ευημερία της τεράστιας αυτοκρατορίας των Ίνκας. Οι ιθαγενείς της Αμερικής δεν είχαν ανακαλύψει τις πετρόχτιστες γέφυρες με καμάρες, ούτε τα τροχήλατα οχήματα. Ήταν όμως αξεπέραστοι τεχνίτες ως προς τη χρήση φυσικών ινών για την κατασκευή υφασμάτων, πλοιαρίων και όπλων όπως οι σφενδόνες. Έτσι λοιπόν οι γέφυρες που έφτιαχναν από συνθετικά σχοινιά, ορισμένα εκ των οποίων είχαν πάχος όσο ένας ανθρώπινος κορμός, αποτελούσαν τη μόνη τεχνολογική λύση για να ενωθούν μεταξύ τους τεράστια κομμάτια ξηράς που διαχωρίζονταν από τα φαράγγια των ποταμών.
Και παρά το γεγονός ότι αρκετοί ειδικοί είχαν μελετήσει στο παρελθόν τον ρόλο που έπαιξε το οδικό δίκτυο των Ίνκας στη συγχώνευση και τον έλεγχο της προ-κολομβιανής αυτοκρατορίας, ωστόσο κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μελετήσει σοβαρά την υπόθεση με τις κρεμαστές γέφυρες. Όπως αναφέρει στην εφημερίδα «Τhe Νew Υork Τimes» o Τζον Όχσεντορφ από το ΜΙΤ, «ιστορικοί και αρχαιολόγοι έχουν αγνοήσει εντελώς τον ρόλο των γεφυρών».
ΕΦΤΙΑΧΝΑΝ σχοινιά με ίνες από βαμβάκι, χορτάρι, δενδρύλλια και από μαλλί λάμα και αλπακά
Μήκος 50 μέτρα. Οι κρεμαστές γέφυρες των Ίνκας σχημάτιζαν τόξα που έφθαναν σε μήκος τουλάχιστον τα 50 μέτρα. Τόσο μεγάλο άνοιγμα τόξου δεν υπήρχε σε καμία ευρωπαϊκή γέφυρα εκείνη την εποχή. Μάλιστα η μεγαλύτερη ρωμαϊκή γέφυρα που υπήρχε τότε στην Ισπανία διέθετε καμάρες όπου τα κοίλα μέρη της είχαν μήκος 30 μέτρα. Και φυσικά καμία από αυτές τις γέφυρες δεν είχε ανεγερθεί πάνω από κάποιο φαράγγι.
Σύμφωνα με τον δρα Όχσεντορφ, οι ιθαγενείς του Περού ανακάλυψαν από μόνοι τους τον τρόπο να κατασκευάζουν τις γέφυρες με σκοινιά από ίνες, χωρίς να δεχτούν κάποιον εξωτερικό επηρεασμό. Οι γέφυρες αυτές όμως δεν είναι οι πρώτες στο είδος τους που φτιάχτηκαν στον κόσμο ούτε αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση για την κατασκευή μοντέρνων κρεμαστών γεφυρών όπως αυτές στη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο.
Από τον 3ο αι. π.Χ. Όπως έγραψε προσφάτως σε μια μελέτη του ο δρ Όχσεντορφ, «οι Ίνκας ήταν ο μόνος αρχαίος αμερικανικός πολιτισμός που κατασκεύασε κρεμαστές γέφυρες». Παρόμοιες γέφυρες υπήρξαν και σε άλλες ορεινές περιοχές του κόσμου, κυρίως στα Ιμαλάια και την αρχαία Κίνα, όπου από τον 3ο π.Χ. αιώνα κατασκευάζονταν κρεμαστές γέφυρες από σιδερένιες αλυσίδες.
Η πρώτη από τις μοντέρνες κρεμαστές γέφυρες κτίστηκε στη Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα, κατά την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα σήμερα βρίσκεται στην Ιαπωνία και συνδέει δύο νησιά. Το μήκος που έχουν οι καμάρες της από πύργο σε πύργο φθάνει τα 2 χιλιόμετρα.
Χρησιμοποιούσαν σχοινιά και ξύλο. Σύμφωνα με Ισπανούς περιηγητές που αντίκρυσαν τέτοιες γέφυρες το 1604, οι Ίνκας έπλεκαν τις ίνες σε σχοινιά που είχαν το απαραίτητο μέγεθος για την κατασκευή της γέφυρας. Τρία από αυτά τα σχοινιά ήταν πλεγμένα μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ένα μεγαλύτερο σχοινί και στη συνέχεια άλλα τρία τέτοια σχοινιά μπλέκονταν μεταξύ τους για να δημιουργήσουν ένα ακόμη μεγαλύτερο σχοινί. Τα χοντρά σχοινιά στερεώνονταν με τη βοήθεια μικρότερων, στις αντικρινές πλευρές του φαραγγιού. Τρία από τα μεγάλα σχοινιά αποτελούσαν το πάτωμα της γέφυρας που είχε πλάτος τουλάχιστον 1,5 μέτρου. Άλλα δύο χρησίμευαν για κιγκλίδωμα. Κομμάτια από ξύλο τοποθετούνταν στα τρία σχοινιά για να δημιουργήσουν το πάτωμα της γέφυρας και κομμάτια από κλαδιά χρησιμοποιούνταν για να συσφίγξουν το ξύλινο δάπεδο ώστε να πατάνε σταθερά τα υποζύγια. Επιπλέον, ειδικά κομμένο ξύλο τοποθετείτο κατά μήκος του κιγκλιδώματος και ήταν τόσο καλά φτιαγμένο που μπορούσε να συγκρατήσει ακόμη και ένα άλογο αν έχανε την ισορροπία του.
Τεστ αντοχής σε ομοίωμα αρχαίας γέφυρας
ΣΤΟ ΜΙΤ τώρα, 14 φοιτητές με τη βοήθεια των καθηγητών τους επιχειρούν να φτιάξουν ένα αντίγραφο κρεμαστής γέφυρας με σχοινιά, μήκους 30 μέτρων και πλάτους έως ένα μέτρο.
Χρησιμοποιούν υλικά που είχαν και οι Ίνκας στη διάθεσή τους, εκτός από έναν σπάγκο μήκους 70 χιλιομέτρων που έχει φτιαχτεί από το φυτό σισαλανή οι ίνες του οποίου είναι ισχυρότερες από εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι ιθαγενείς του Περού. Οι φοιτητές υποβάλλουν σε εξαντλητικά τεστ αντοχής κάθε κομμάτι της γέφυρας που σιγα σιγά κατασκευάζουν.
Χρησιμοποιούν ακόμη και ακτίνες Χ. Όπως λέει ο καθηγητής επιστήμης των υλικών στο ΜΙΤ, Λιν Χομπς, «υποβάλλουμε σε δοκιμές κάθε κομμάτι της γέφυρας που κατασκευάζουμε». Και προσθέτει: «Αν η γέφυρα των φοιτητών αντέξει, το μάθημα που θα έχουν πάρει θα είναι ότι η μηχανική, όπως στην αρχαιότητα έτσι και τώρα, είναι η μέθοδος εκείνη που ακολουθούμε για να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις του περιβάλλοντος και της κουλτούρας».