Σώματα αγαλματένια, σαν χτισμένα σε εντατικά γυμναστήρια, αλλά μάλλον θα τα είχαν αποκτήσει στην οικοδομή, σκεφτήκαμε για τους ηθοποιούςμετανάστες του έργου «Ένας στους δέκα» που πήγαμε να δούμε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Από τη ζωή τους μεταφερμένα στη μικρή σκηνή, περιστατικά που λίγο πολύ τα ξέρουμε όλοι, το όνομα που αλλάζει, η ταλαιπωρία, η αποφασιστικότητα ωστόσο, η βία, το ξεπούλημα της δουλειάς και του κορμιού, οι εξευτελισμοί, η αλλοτρίωση του ξένου. Το πιο σπουδαίο είναι να βλέπουμε ότι κατάφεραν να περάσουν από τη βουβαμάρα στην έκφραση, να αποκτήσουν φωνή. Κι ανάμεσα στις ιστορίες τους, που τις ξέρουμε, βγήκε στο θέατρο και το παρελθόν τους, που κοντεύουμε να το ξεχάσουμε. Οι αναμνήσεις τους από τις παρελάσεις των παιδικών τους χρόνων, στην Κόκκινη Πλατεία. Στις Κόκκινες Πλατείες.
Εμβατήρια που έχουν τραγουδηθεί και στην Ελλάδα, και μουσκέψει με πολλά δάκρυα εδώ, από τους ηττημένους αριστερούς.
Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά: εκεί ήταν επίσημο άσμα στις παρελάσεις, εδώ ήταν αναμνηστικό ενός χαμένου εμφυλίου. Και ύστερα η Διεθνής- εκεί κρατικός ύμνος, εδώ αναμνηστικό μιας εποχής προσδοκιών που φάνταζαν απολύτως δίκαιες και δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία απλώς να εφαρμοστούν.
Εποχή άγνοιας ή αθωότητας; Οι νέοι στη σκηνή σάρκαζαν τα καθεστώτα που τους εξαθλίωσαν, που κατέρρευσαν από την ίδια τη φτώχεια που δημιούργησαν, και τους έστειλαν τελικά εργάτες κακοπληρωμένους στην πλούσια «δυτική» μας χώρα. Συνειδητοποίησα ότι χωρίς να το θέλουμε είχαμε γιορτάσει, πηγαίνοντας να δούμε το έργο αυτό, την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, που επέμεναν να μας θυμίσουν νοσταλγοί από εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και διά ζώσης, πουλώντας πρωινιάτικα εφημερίδες στο πάρκο.