Λες να μας δώσουν συντάξεις στα εξήντα; με ρώτησε η ανταποκρίτριά μου στα όρη και τα χωριά της μητρικής καταγωγής, νομίζοντας ότι κάτι θα ξέρω παραπάνω.
Ζώντας μέσα στα γνήσια χρώματα του βουνού, μόνο το χρώμα του χρήματος δεν έχει δει στα χέρια της. Όλα τα άλλα ναι, τα φρούτα που μαζεύει όλες τις εποχές στο Πήλιο, τα ντόπια γαλακτοκομικά και κρέατα, τα οικιακά όλων των αποχρώσεων. Ο άνδρας της πέθανε δουλεύοντας την πέτρα, βάζοντας πλάκες Πηλίου στη σκεπή ενός καινούργιου σπιτιού. Αυτό το βουνό το έχουν ζυμώσει με τον μόχθο τους.
Παντρεμένη σε εφηβική ηλικία, είναι γιαγιά την εποχή που στην πόλη οι συνομήλικές της είναι ακόμα μητέρες παιδιών του Δημοτικού ή νηπίων.
Βιάζεται το χωριό να ρουφήξει φρέσκους τους χυμούς των γυναικών, μη δεν προλάβει, κουρδισμένο σε ρυθμούς παλιούς. Έχει εγγόνια, αλλά δεν μπορεί ούτε μια σοκολάτα να τους πάρει, γιατί δεν έχει φράγκο. Αφότου πέθανε ο άντρας της μένει με την κόρη της, κρατά το σπίτι και περιμένει να γεράσει, να φτάσει τα εξήντα πέντε, να δει στην παλάμη μερικά ευρώ. Θα έχουν μεγαλώσει και τα εγγόνια τότε, θα έχουν πιάσει κι αυτά δουλειά, από μικρά στα βάσανα, κληρονόμοι της ορεσίβιας βαριάς μοίρας.
Θα έπρεπε αλλιώς να υπολογίζονται τα χρόνια γι΄ αυτές τις γυναίκες, αλλά πώς να περάσει τέτοια εποχή η πρόταση να δίνεται νωρίτερα η σύνταξη στις αγρότισσες; Ναι, αυτές νωρίτερα τα κάνουν όλα, τόσο που δεν βρίσκουν ποτέ καιρό να μάθουν πώς να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Ή να μετρήσουν πόσο λίγο θα κόστιζε στον σπάταλο προϋπολογισμό η σύνταξή τους. Αυτό, μέσα στη βιασύνη να αναλάβουν υπηρεσία, δεν το μαθαίνουν ποτέ.