Ήταν περίοδος ανόδου διαφόρων ανορθολογισμών. Οι εξεγερμένοι νέοι της μεσαίας τάξης στη Γαλλία ζητούσαν «το αδύνατον», η πληθώρα μαοϊκών κομμάτων στις δυτικές πόλεις οραματιζόταν την Πολιτιστική Επανάσταση κραδαίνοντας το Κόκκινο Βιβλίο του Μάο, η ψυχεδέλεια, συνοδεία μαριχουάνας, κυριαρχούσε στην ποπ αμερικανική κουλτούρα και οι παραδοσιακές αξίες της οικογένειας αμφισβητούνταν έντονα τουλάχιστον από τις νέες και τους νέους των μητροπόλεων του δυτικού κόσμου.


Ο ριζοσπαστισμός της εποχής ήταν γεμάτος οργή, βία, σεξ και πολιτική δράση, συνδυασμός αρκετά εμπρηστικός για να τροφοδοτήσει πολιτικά γεγονότα. Καθρεφτίστηκε ωστόσο όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στις καθημερινές κουλτούρες, απαθανατίστηκε και σε πολλές από τις καλλιτεχνικές εκφράσεις. Πιο ορμητική (ίσως γιατί ήταν και η περισσότερο περιθωριακή, δηλαδή η περισσότερο μακρινή σε καριέρες, προϋπολογισμούς, αμοιβές και απολαβές), η υπόγεια έκφραση των κόμικς, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη- πρωτίστως στη Γαλλία, έπειτα στην Ιταλία (χάρις σε περιπτώσεις όπως η ερωτική Βαλεντίνα του Κρέπαξ και στην κουλτούρα των κόμικς ως κουλτούρα αντισυμβατικής προσέγγισης των πραγμάτων που καλλιέργησε το περιοδικό «Linus»), τριτευόντως και στις άλλες μεγάλες πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου.

Αντεργκράουντ και ΗΠΑ.

Η δεκαετία του 1960 στην Αμερική ήταν, εκτός των άλλων, εποχή άνθησης των κόμικς, κυρίως χάρη στην ανάδυση των επιλογών της εκδοτικής εταιρείας Μarvel και των υπερηρώων της. Το ίδιο διάστημα, υπάρχει τεράστια άνθηση αντίστοιχων μαθητικών περιοδικών στα γυμνάσια- περιοδικών που ξεκινώντας από την αισθητική των υπερηρωικών αφηγημάτων, ξεχωρίζουν για την τόλμη τους στη σάτιρα. Στο Μιζούρι ο Σκιπ Γουίλιαμσον, στο Κουίνς ο Αρτ Σπίγκελμαν (ο μετέπειτα σχεδιαστής του «Μaus»), στην Καλιφόρνια ο Ρόμπερτ Κραμπ, αργότερα στη Νέα Υόρκη ο Σίντνεϊ Σέλτον, σχεδιαστής των τεσσάρων Freak Βrothers που το μόνο για το οποίο νοιάζονται είναι η επιούσιος μαριχουάνα, είναι τέσσερα ονόματα που διαφάνηκε ότι θα κινούνταν με επιτυχία προς αυτήν την κατεύθυνση. Κινήθηκαν και τα κατάφεραν.

Πιο διάσημο περιοδικό αυτής της κατηγορίας, το «Ζap» του Ρόμπερτ Κραμπ (που τον αποκαλούν και Μπρίγκελ του αντερ- γκράουντ). Το έφτιαχνε και το έγραφε μόνος του ο δημιουργός του, το δοκιμαστικό τεύχος του κυκλοφόρησε το 1967, αλλά ένας μανιακός θαυμαστής έκλεψε όλα τα πρωτότυπα του πρώτου τεύχους που βγήκε το 1968. Αντιπροσωπευτικός. O Κραμπ είναι αντιπροσωπευτικός επειδή οι δουλειές του συμπυκνώνουν το επιθετικό χιούμορ των κόμικς του αντεργκράουντ, εκφράζουν τη βίαιη ομορφιά της πρόκλησης. Οι ήρωές του καταπιάνονται με μια τουλάχιστον πτυχή της κρατούσας αντίληψης για τα πράγματα, προτείνοντας την ανατροπή της. Ο Φριτς ο Πονηρόγατος είναι είδωλο του σεξ, ο Μr. Νatural είναι ο μειλίχιος γκουρού-απατεώνας που εκμεταλλεύεται τους αφελείς οπαδούς του ανορθολογισμού των ανατολικών φιλοσοφιών, οι ψηλοκάπουλες γυναίκες του είναι τα είδωλα της σεξουαλικότητας του βουλιμικού αρσενικού φαλλοκρατικού γουρουνιού που ξέρει ότι οι σταρ του σινεμά είναι γι΄ αυτόν άπιαστες οπτασίες…

Θεματολογία ενός ροκ σταρ; Ακριβώς. Γι΄ αυτό, άλλωστε, ο Κραμπ (που παρά την επιτυχία του «Ζap», επί της ουσίας ήταν ένας μικροεκδότης, κομμάτι μιας ευρύτερης αλλά περιθωριακής συλλογικότητας, που τα κουτσοκατάφερνε), σύντομα βρέθηκε να σχεδιάζει εξώφυλλα για δίσκους διάσημων ροκ σταρ. Το πρώτο: το εξώφυλλο του άλμπουμ «Cheap thrill» της Τζάνις Τζόπλιν, που κυκλοφόρησε επίσης το 1968.

«Τα κολλημένα παιδιά και πώς να τους ανοίξεις τα στραβά τους;»


«Κάποτε βρέθηκα στη Γερμανία, μου φαίνεται, έπειτα από μια διάλεξη, στην οποία ο Ρόμπερτ Χιουγκ με αποκάλεσε “Μπρίγκελ του τελευταίου μισού της τελευταίας εβδομάδας” ή κάτι τέτοιο (σ.σ.

Πέτερ Μπρίγκελ, ο πρεσβύτερος, 1525-1569, ζωγράφος της Ολανδικής Αναγέννησης). Όμως το κοινό γούσταρε το σόου και μου φώναξαν “ε, έχουμε εδώ μερικές αναπαραγωγές από ζωγραφιές του Μπρίγκελ και θα τις βάλουμε να τις συγκρίνουμε δίπλα στις δικές σας”. Πώς να γλιτώσεις; Άσ΄ το, δεν γίνεται! Ξαφνικά, άρχισα να μην αισθάνομαι τόσο άνετα. Τι κολλημένα παιδιά και πώς να τους ανοίξεις τα στραβά τους; Είχαν ήδη αποδεχτεί ότι η ζωή τους θα ήταν να κάθονται στην καρέκλα τους και όλη την ώρα θα δουλεύουν. Είχαν μεγαλύτερες προσδοκίες από αυτές που είχαμε εμείς, που επιδιώκαμε απλώς να περνάμε καλά. Ο Μπρίγκελ… Πέθανε όταν ήταν 44 χρονών ή περίπου 44. Φαντάζεστε, όλο του το έργο ήταν ήδη έτοιμο πριν κλείσει τα 44 του; Πφου! Σήμερα ζούμε σε ένα διαφορετικό κόσμο- έχουμε περισσότερη διασκέδαση, πολλές επιλογές. Δεν πιστεύω στη διασκέδαση. Είμαι πολύ ψυχαναγκαστικός για να διασκεδάζω. Η διασκέδαση είναι για κανονικούς ανθρώπους. Καμιά φορά, αν την πατήσω και βρεθώ σε κανένα πάρτι, αρκεί να παρατηρήσω γύρω μου και την έκανα με τη μία, λέγοντας “κοίτα τι μαλάκες έχει εδώ, που διασκεδάζουνε κιόλας». Είναι παλαβό. Είναι τόσο καλοκουρδισμένοι ώστε να διασκεδάζουν σε αυτό το καλαμπούρι με τη δυνατή μουσική και τον πολύν κόσμο…».

Από μια δημόσια συζήτηση με τον Βρετανό γελοιογράφο Στιβ Μπελ στο Νational Film Τheatre του Λονδίνου, 18/3/2005.

Χιούμορ βλάσφημο, μισάνθρωπο, κακό


Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Γαλλία, είχε προηγηθεί, επίσης από το 1960, το περιοδικό«Ηara-kiri». Ένα περιοδικό που αντιμετώπιζε με χιούμορ τα γεγονότα και με διαφορετική οπτική από την τρέχουσα το χιούμορ.

Για τους συντελεστές του, κυρίως για τον εμπνευστή και στυλοβάτη του, τον εκκεντρικό σαρκαστή Καβανά (που είχε ξεκινήσει φτιάχνοντας ένα περιοδικό που πουλιόταν στον δρόμο από τους ίδιους τους συντελεστές του, το «Ζero», πριν καταλήξει να υποδυθεί τον σεξομανή και ανατροπέα των πάντων καθηγητή Σορόν), το «Ηara-kiri» έφερνε έναν άλλο αέρα στο χιούμορ και την πολιτική σάτιρα.

Το περιοδικό πραγματευόταν θέματα ταμπού με τον πιο ωμό, προκλητικό και επιθετικό τρόπο: βασικός στόχος του, η διεκδίκηση της χειραφέτησης. Ο ερωτισμός αλλά και η πορνογραφία (λευτεριά στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα), τα ναρκωτικά, η ομοφυλοφιλία, η κριτική σε ρατσιστικές συμπεριφορές, η άρνηση του καταναλωτισμού έγιναν τα κύρια σημεία κριτικής των συνεργατών του. Το «Ηara-kiri» έγινε, εκ των πραγμάτων, ένας από τους καθρέφτες της ανερχόμενης κουλτούρας της αμφισβήτησης που προετοίμασε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τον Γαλλικό Μάη του 1968.

Η κουλτούρα της αμφισβήτησης, συχνά υπερβολική στην απορριπτικότητά της, είχε προετοιμαστεί σε εργαστήρια όπως το «Ηara-kiri». Στο έντυπο που, ήδη, είχε προσθέσει στο λογότυπό του το επεξηγηματικό: «περιοδικό απαίσιο, κακό, κακίστου γούστου». Ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια να υπονομευθεί, με σκατολογία και σεξιστικά αστεία, με χοντροκοπιές, υπονοούμενα, θράσος και μια συνολική άρνηση της πολιτικής, η ευπρέπεια, ο καθωσπρεπισμός των «καθεστωτικών» εντύπων αλλά, κυρίως, των «καθεστωτικών» φωνών.

Αν και τον τόνο της ωμής, ισοπεδωτικής σάτιρας τον έδινε ο Cavanna, ως καθηγητής Σορόν, το βασικό όπλο του περιοδικού ήταν τα κόμικς, ευτυχώς πολύ πιο έντεχνα από τη φτηνή προβοκάτσια. Μέσα στα κόμικς αυτά χωνεύτηκαν οι «ελευθεριακές» ροπές που ανέδειξε ο Μάης- κι από εκεί εξαπλώθηκαν.

«Δεν θέλω να πεθάνω ηλίθιος».

Ειδικά ο Reiser, σε αυτό το κλίμα, έγινε ο αγαπημένος των εξεγερμένων. Το χιούμορ του ήταν παράξενο, δεν είχε όρια. Στις πιο χαρακτηριστικές εκδοχές του έμοιαζε με το χιούμορ των σόκιν κυνικών ανεκδότων. Σε ορισμένες άλλες, ήταν ο ορισμός αυτού που σήμερα θα λέγαμε «πολιτικώς μη ορθό». Η σιωπηρή πλειοψηφία τον θεωρούσε βλάσφημο, μισάνθρωπο, κακό. «Κακός;», αναρωτιόταν ο Cavanna. «Όχι κακός. Άγριος. Και πώς να μην είσαι άγριος όταν είσαι ευαίσθητος και αθώος, όταν είσαι ένα παιδί; Ο Reiser μισούσε τη βλακεία. Κι ολόγυρά μας η βλακεία θριάμβευε». «Πιστεύω στο επιθετικό χιούμορ», έλεγε εξηγώντας τα κίνητρα του χιούμορ του, το ίδιο εκείνο διάστημα, ο Reiser. «Το να λυπάσαι τους ανθρώπους ισοδυναμεί σε πνεύμα βοδιού. Το χιούμορ είναι αναπόφευκτα επιθετικό».

Λίγο μετά το Μάη, πιο έμπειροι πια, πιο ώριμοι, οι γαλουχημένοι από το χιούμορ της «χαρούμενης εξέγερσης» σχεδιαστές όπως ο Reiser και ο Wolinski εγκατέλειψαν το «Ηara-kiri» για πιο καθαρόαιμες κόμικς δραστηριότητες. Συνέβαλαν στη δημιουργία του περιοδικού «Charlie» και του «Charlie Ηebdo». Σε αυτά τα έντυπα, προσανατολισμένα απολύτως στο καθαρόαιμο χιουμοριστικό κόμικς με κοινωνικοπολιτικές αιχμές, οι σκιτσογράφοι πήραν τον δρόμο τους και ξεχώρισαν. Ο Reiser εξελίχθηκε σε ανηθικολόγο- και έφτιαξε σχολή, με σημαντικούς επιγόνους (όπως ο Vuillemin). Ο Wolinski (που βρήκε δουλειά ως γελοιογράφος στην εφημερίδα του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, την «Ηumanite», στην οποία παραμένει και σήμερα), περισσότερο πολιτικός, στην πορεία έγινε ο γελοιογράφος του μικροαστισμού- και των κλισέ του. Μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968 έγραψε ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Δεν θέλω να πεθάνω ηλίθιος». Σήμερα, συνεχίζει να μη θέλει να πεθάνει ηλίθιος.

Η ώρα του life style. Το 1970, όταν η «τάξη» είχε επανέλθει οριστικά στη Γαλλία, μια άλλη ομάδα ζωηρών εξέδωσε το περιοδικό «Αctuel», μια απόπειρα να παραμείνει ζωντανή στην καθημερινή ζωή η κουλτούρα της εξέγερσης. Ο ωμός ριζοσπαστισμός του «Ηara-kiri» ανταμώθηκε με την ανερχόμενη κουλτούρα του καταναλωτισμού, εκφράστηκε σε ένα στυλάτο έντυπο με μικρής έκτασης κείμενα δροσερής προσωπικής γραφής, που στην αρχή χαιρετίστηκε ως η βίβλος της «νέας δημοσιογραφίας», στην πορεία όμως ο ριζοσπαστισμός του ενσωματώθηκε στην τρέχουσα, «ορμητική», «κατακτητική» δράση των νέων, ωραίων και σέξι εκφραστών του life style και των προτύπων του. Η κουλτούρα της ανατροπής του γαλλικού Μάη ήταν πια κατεστημένο. Οι αιχμές της ήταν ορατές, ατυχώς όμως, συχνά, εξίσου ορατές ήσαν και οι αδυναμίες της, τα κενά της, οι αμηχανίες της. Επίλογος: Ο Reiser πέθανε νωρίς. Το «Ηara-kiri» έκλεισε το 1986. Ο καθηγητής Σορόν (που πέθανε κι αυτός το 2005) δεν είχε πια θέση σε μια κοινωνία που ανακάλυπτε τη γυαλιστερή πρόσοψη της τηλεοπτικής κοινοτοπίας- και στην πορεία είχε ενσωματώσει στην καθημερινότητα τους δικούς του κάποτε βλάσφημους (και στην εποχή μας, αλίμονο, μάλλον γραφικούς) τρόπους.

«Ήξερα ότι ο Μάης δεν θα πετύχει»


Ο κόσμος με θεωρεί αριστεριστή, αλλά δεν έκανα τίποτα το 1968.

Κρατήθηκα εντελώς στο περιθώριο.

Ήμουνα στη Σορβόννη και αντέδρασα από την πρώτη στιγμή. Είδα παιδιά αστών που έκαναν την επανάσταση. Αμέσως κατάλαβα ότι δεν θα πετύχαινε».

Από συνέντευξη στο περιοδικό «Rock and Folk»,Απρ.1983