O λόγος στους αναγνώστες Ο Οδ. Μανωλίτσης, Κολοκοτρώνη 23, Λευκάδα, γράφει:

«Ο χρόνος που τόσα δαμάζει είχε τη μακροθυμία να μην ξεθωριάσει “από τα πρώτα (σου) χρόνια τ΄ αξέχαστα” τις αναμνήσεις. Λες και ήταν μεθυστικό ποτό, “μέθυσες” από αυτές και με τον τρόπο που εσύ ξέρεις, μας τις αφηγήθηκες, σε όλη τους τη φρεσκάδα στα δύο αφηγήματα “Οι παλιοί συμμαθητές” και “Είναι γλεντζές, πίνει γάλα”.

Παρ΄ όλες τις δυσκολίες εκείνων των χρόνων (Κατοχή, Εμφύλιος, στερήσεις κάθε είδους) υπάρχει και στα δυο σου έργα μια νοσταλγία για “το χρυσό χελιδόνι της νιότης”.

Διαχρονική αυτή η νοσταλγία. Από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και σήμερα, πολλοί και με πολλούς τρόπους τραγούδησαν “το γλυκό πουλί της νιότης” αλλά και θρήνησαν την παράδοσή της στη φθορά και τον μαρασμό.

Σχετικά με το θέμα αυτό, αναφέρομαι σε μερικές χαρακτηριστικές σκέψεις: ο “από σκηνής φιλόσοφος” και μεγάλος τραγικός Ευριπίδης, στην τραγωδία του “Ηρακλής μαινόμενος” βάζει στο στόμα του Χορού τούτα τα λόγια “Α νεότας μοι φίλον/ άχθος δε το γήρας αιεί/ βαρύτερον Αίτνας σκοπέλων…/ Το δε λυγρόν φόνιόν τε γήρας μισώ”. Μεταφράζει ο Κ. Βάρναλης. “Η νιότη μού είναι αγαπητή/ κ΄ αιώνια αγγάρεια τα γηρατειά/ βαρύτερ΄ απ΄ της Αίτνας τους σκοπέλους/… Μα τα φονικά κι ολέθρια γηρατειά μισώ”.

Αναπολώντας τα χρόνια της νεότητας κι ο Αλεξανδρινός ποιητής μιλάει για το “άλγος της φθοράς” για τα “παλιά”, “φθαρμένα σώματα” που “βαριούνται την ζωή την άθλια” στο ποίημά του “Η ψυχές των γερόντων”. Και σε άλλο του ποίημα θα γράψει μελαγχολικά: “Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου/ είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι”.

Από διαφορετική οπτική γωνία, ο Χρήστος Γιανναράς στο βαθυστόχαστο έργο του “Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων” γράφει:

“Ηλιοκαμένο αγόρι, με το ζαρκαδίσιο κορμί και τα αλατισμένα ματόκλαδα, τι σχέση έχεις εσύ με τον αυριανό εαυτό σου, τον γέροντα… με τα τρεμάμενα μέλη, κυρτωμένος, εύθραυστος, κι αδύναμο φως στα σακουλιασμένα του μάτια”.

Κι ένα μικρό δείγμα από τη Δημοτική μας ποίηση. Κλαίνε τρεις αετοί. Ο ένας έπιε πολύ κρασί και του πόνεσε το κεφάλι. Ο άλλος έχασε τα πουλιά του. Ο τρίτος γέρασε κι έπεσαν τα φτερά του. “Γυρίζ΄ ο παραγέροντας και τους παρηγοράει:

Εσύ πού ΄πιες πολύ κρασί, πιες κι άλλο για να γιάνεις/ Και συ πόχασες τα πουλιά, πουλί ΄σαι κι άλλα κάνεις Αλλιά σ΄ εμέ το γέροντα πόπεσαν τα φτερά μου”».

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ: Δεν είναι δυνατόν, αγαπητή μου κ. Γλυκοφρύδη, να δημοσιεύσω την επιστολήκαταγγελία σας, που καλύπτει… 39 σελίδες «αναφοράς». Η στήλη έχει περιορισμένο χώρο, όπως βλέπετε και πρέπει να καλύψει επιστολές εκατοντάδων αναγνωστών.

Λυπάμαι.