Θάλαμον και δώμα και αυλήν (Ι λιάδα Ζ 316) Το καλοκαίρι φέρνει μαζί του όλες τις χάρες της κατοίκησης του υπαίθρου, μνήμες που παραπέμπουν σε ένα παρελθόν οριστικά χαμένο.
Ήτανε εκείνες οι νύχτες του καλοκαιριού, όταν η ζωή και η καθημερινότητα μεταφέρονταν συστηματικά από τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού στο ύπαιθρο: φαγητό, ύπνος, παιχνίδι, βεγγέρα, διάβασμα, ψυχαγωγία είχανε τις δικές τους γωνιές για φιλική συντροφιά, περισυλλογή και για την κατοικημένη μοναξιά, όπως ο Μarcel Ρroust χαρακτηρίζει την απόλαυση της ανάγνωσης στο οικογενειακό εξοχικό του σπίτι.
Δεν ήτανε προνόμιο ορισμένων που κατοικούσαν σε μεγάλα σπίτια, περιοχές για υπαίθρια ζωή υπήρχαν- στην κλίμακά τουςκαι στα μικρά σπίτια στην πόλη, στα προάστια ή στην εξοχή.
Η συνολική οργάνωση του χώρου στο μικρό αυτό σύμπαν της κατοίκησης έδινε ιδιαίτερη χαρά σε μας τα παιδιά, καθώς το σπίτι αποκτούσε μια άλλη διάσταση το καλοκαίρι, μια άμεση σχέση με τη φύση, το χώμα, τα δέντρα, τις μυρωδιές των λουλουδιών, τον ουρανό, ήτανε σαν να ζούσαμε το σπίτι μας από την ανάποδη.
Οι συνειρμοί οδηγούν σε αξέχαστες μνήμες: από τη σκοτεινιά του υπογείου με τη διαπεραστική υγρασία της γης μέχρι την ταράτσα με το άμετρο βάθος του ουρανού και τις άπειρες μεταμορφώσεις του φωτός στη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.
Θυμάμαι τις εφήμερες μετακινήσεις για ύπνο στη βεράντα του σπιτιού μας, κοντά στα γνώριμα δέντρα του μικρού κήπου με την ευωδιά του γιασεμιού, είτε στην ταράτσα τις πιο ζεστές νύχτες κάτω από τον έναστρο ή σκοτεινό ουρανό με πανσέληνο ή με αστροφεγγιά.
Θυμάμαι τις βεγγέρες στο καταβρεγμένο
ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ
το ύπαιθρο δημόσιο ή ιδιωτικό όλο και στενεύει, είναι άραγε δυνατό να μεταφέρουμε στις νέες κατασκευές αντίστοιχες ποιότητες;
για δροσιά πεζοδρόμιο, τις φιγούρες των γειτόνων, τις κουβέντες και τα αστεία τους, και μας τα παιδιά να παίζουμε μέχρι τελικής πτώσης στον δρόμο, στις αλάνες- τα άδεια οικόπεδα- με τις μολόχες, τις τσουκνίδες, τα χαμομήλια και τα αγριόχορτα, μια φυτολογία που ακόμα με ακολουθεί.
Κι αυτά τα βραδινά παιχνίδια να διακόπτονται από τις κουβέντες μας στα σκαλοπάτια των σπιτιών, με ταξίδια φανταστικά και με ιστορίες που άρχιζαν συνήθως με την πρόταση: Θα ήτανε λέει ή θα πήγαινα λέει. Αυτή η μαγική λεξούλα λέει, θυμάμαι ακόμα πόσο μας έδινε το ελεύθερο να ανιχνεύουμε περιοχές άγνωστες και να απολαμβάνουμε, με τη φιλική συντροφιά των παιδιών της γειτονιάς, τις δυνατότητες που προσφέρει ο καλπασμός της φαντασίας και η αυθόρμητη διατύπωση της επιθυμίας.
Σε μια εποχή που το ύπαιθρο, δημόσιο ή ιδιωτικό, όλο και στενεύει, είναι άραγε δυνατό να μεταφέρουμε στις νέες κατασκευές αντίστοιχες ποιότητες;
Η εμπορευματοποίηση, το άγονο θεσμικό πλαίσιο και το εχθρικό περιβάλλον των πόλεων οδηγεί στην εσωστρέφεια, στον εγκλεισμό και σε μονοσήμαντες προτάσεις κατοίκησης. Κι όμως, υπάρχουν κάποια αισιόδοξα μηνύματα ανατροπής των στερεοτύπων, καθώς οι νέες τεχνολογίες προσφέρονται για τη βελτίωση του μικροκλίματος των πόλεων. Τα πρόσφατα δημοσιεύματα για πράσινες ταράτσες ήρθαν να διαταράξουν τη λιμνάζουσα πραγματικότητα ως κεραυνός εν αιθρία.
Η κατοίκηση των στεγών ή των δωμάτων παραπέμπει στις αλτάνες, ελαφρές κατασκευές με πέργκολα πάνω στις στέγες των σπιτιών της Βενετίας του 14ου αιώνα, γνώριμες από τις ζωγραφιές του Canalettο ή του Carpaccio, στις οποίες ο Christopher Αlexander στηρίζεται στο βιβλίο του Ρattern Language για να προτείνει μια διαφορετική κατοίκηση του δώματος ή των στεγών στη σύγχρονη αρχιτεκτονική.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του Στοιχεία Αυτογνωσίας με σκίτσα και φωτογραφίες καταγράφει αντίστοιχες κατασκευές στην Ελλάδα στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας. Στις σημειώσεις του ίδιου βιβλίου διαβάζουμε ότι ένας ξένος περιηγητής έγραφε στο οδοιπορικό του: Οι Έλληνες χτίζουν τα σπίτια τους και κοιμούνται έξω.
Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας