Η οικονομική κρίση του 1929-1932 στην Ελλάδα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ελάχιστες ομοιότητες παρουσιάζει με τη σημερινή- εάν εξαιρέσουμε ίσως τον βαθμό σοβαρότητας- αλλά επίσης ελάχιστες ομοιότητες διαθέτει και με τον τρόπο με τον οποίον η κρίση εξελίχθηκε σε άλλες χώρες. Φυσικά, η αφετηρία ήταν ίδια- η παγκόσμια κρίση, που στο μυαλό όλων μας έχει ταυτιστεί με τους απελπισμένους που πηδούσαν από τα παράθυρα στη Νέα Υόρκη ή με τις ουρές για ένα πιάτο σούπα στην Αμερική.


Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι την αντιμετωπίζουν με όρους πολιτικούς – είναι αυτή που, για παράδειγμα, έθεσε τέλος μάλλον κακό στην πολιτική σταδιοδρομία του χαρισματικού Ελευθερίου Βενιζέλου. Για άλλους, είναι αυτή που άνοιξε τον δρόμο στον Ιωάννη Μεταξά και τη δικτατορία, όπως έγινε με τον Μουσολίνι στην Ιταλία και με τον Χίτλερ στη Γερμανία. Και για κάποιους τρίτους, είναι αυτή που έθεσε τα θεμέλια του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Όλα τα παραπάνω αναμφίβολα ισχύουνόμως δεν είναι τα μόνα. Διότι μια οικονομική κρίση πρώτα και κύρια έχει χαρακτηριστικά οικονομικά, μετά κοινωνικά και μετά, βεβαίως, πολιτικά. Η Ελλάδα, με κάποια χρονική καθυστέρηση, υποχρεώθηκε τελικώς να εγκαταλείψει τον κανόνα χρυσού – το σύστημα που καθόριζε τότε τις ισοτιμίες- και να υποτιμήσει τη δραχμή. Προέβη σε στάση πληρωμών των χρεών της και οδηγήθηκε σε ένα σύστημα σχεδόν πλήρους προστατευτισμού- έλεγχος εισαγωγών, μεγάλοι δασμοί, στροφή σε αγροτικές παραγωγές που απαιτούνταν για την εγχώρια κατανάλωση, ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας. Δημιουργήθηκε έτσι μια ανάπτυξη αυτόνομη, η οποία με κλασικούς όρους δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «οικονομική κρίση».

Ολέθρια πολιτική. Ωστόσο, η αδυναμία του κράτους να αναλάβει παρεμβατικό ρόλο στην κατανομή των κερδών που προέκυπταν από αυτήν την ανάπτυξη- διατηρώντας και στις νέες συνθήκες την προ του Κραχ αντίληψη που ονομάστηκε laissez faire (σ.σ. κάτι σαν «αφήστε τις δυνάμεις να αυτορυθμιστούν)- είχε ολέθριες συνέπειες. Άλλωστε, η επιλογή ενός προστατευτικού συστήματος έγινε μάλλον εξ ανάγκης και τυχαία, παρά από τη συνειδητή ιδεολογική και οικονομική επιλογή των κατεστημένων κομμάτων, των Φιλελευθέρων και του Λαϊκού Κόμματος, που ουδέποτε διακρίθηκαν για τις διαφορές τους ως προς τα οικονομικά, αλλά για το αβυσσαλέο μίσος που έμεινε στην Ιστορία ως Διχασμός.

Ο πλούτος συγκεντρώθηκε στα χέρια ολίγων- βιομηχάνων «νέας εσοδείας» ως επί το

Στον αντίποδα των εργατικών εξεγέρσεων εμφανίστηκαν φασιστικές οργανώσεις, που επένδυσαν στους φόβους της αστικής τάξης και οδήγησαν στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου

πλείστον, καθώς η Ελλάδα δεν διέθετε παραδοσιακή μεγαλοαστική τάξη. Μεταξύ 1930 και 1935 οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 13% και η ταχύρρυθμη βιομηχανική μεγέθυνση είχε άμεση εξάρτηση από τα φθηνά εργατικά χέρια σε μεγάλο βαθμό. Το φορολογικό σύστημα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, φέρνονται αγρότες και εμπόρους σε σαφώς καλύτερη θέση από τους εργάτες. Ναυτεργάτες, καπνεργάτες, επιπλέον, είχαν οργάνωση χάρη στα Ταμεία Αλληλοβοήθειας, σε αντίθεση με τους απλούς εργάτες. Από την άλλη μεριά, μεταξύ 1925 και 1934 η συνολική παραγωγή σιγαρέτων στις «Νέες Χώρες» μειώνεται από το 36% στο 4%.

Ο Βενιζέλος υποχώρησε στις απαιτήσεις βιομηχάνων και επιχειρηματιών και δεν θέσπισε ούτε την κοινωνική ασφάλιση ούτε το επίδομα ανεργίας. Κινητοποιήσεις, απεργίες, ταραχές που έφθασαν στα όρια της εξέγερσης ξέσπασαν σε διάφορα σημεία της χώρας- και ανέλαβαν να τις καταστείλουν διάφοροι θαυμαστές του Μουσολίνι, όπως ο μετέπειτα πραξικοπηματίας Κονδύλης, με τη στήριξη παρακρατικών που είχαν προσλάβει οι κατά τόπους βιομήχανοι. Η άνοδος των τιμών, όμως, οξύνει περισσότερο τα πνεύματα. Και στον αντίποδα των εργατικών εξεγέρσεων εμφανίζονται φασιστικές οργανώσεις, που παίζουν με τα αισθήματα της φοβισμένης αστικής τάξης.

Στις 4 Αυγούστου του 1936 εκδηλώνεται η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά- και με τον τρόπο αυτόν η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου κατορθώνει να σημαδέψει και την μεταπολεμική Ιστορία της Ελλάδας.

Διότι, όπως σημειώνει κι ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, «πίσω από την κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε μετά το 1932, δεν βρισκόταν η οικονομική στασιμότητα, αλλά η απροθυμία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να αναγνωρίσει ότι σε μια κλειστή οικονομία, το κράτος, με τη δράση ή την αδράνειά του, καθορίζει ποιος θα απολαμβάνει τα ευεργετήματα της μεγέθυνσης».