ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΟΥΝΤΕΡΑ».
ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΜΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ
ΕΘΙΜΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΑΠΟΙΕΣ ΧΩΡΕΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Τις μέρες που ξέσπασε η σκανδαλοθηρική και δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του Μίλαν Κούντερα, βρισκόμουν στην Περσία. Είχα προσκληθεί για να μιλήσω με γαλλόφωνους συγγραφείς, φοιτητές και καθηγητές για το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα. Πολλές φορές, χωρίς να το επιδιώξω, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το έργο του Κούντερα. Και βέβαια τον είχαν διαβάσει. Και βέβαια τον εκτιμούσαν. Αλλά στα λόγια τους και το βλέμμα τους υπήρχε και κάτι παραπάνω: τον αισθάνονταν πολύ δικό τους, τον ξεχώριζαν από τα άλλα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας των ημερών μας. Επιστρέφοντας λοιπόν στο Παρίσι, το πρώτο μου μέλημα ήταν να του τηλεφωνήσω. Εξάλλου, η συνάντησή μας ήταν ήδη προγραμματισμένη: πριν να φύγω του είχα υποσχεθεί να του πω τις εντυπώσεις μου από τη χώρα την οποία η δυτική προπαγάνδα έχει βαλθεί να συκοφαντεί με περίσσιο ζήλο τα τελευταία χρόνια.

Το ακουστικό το σήκωσε η Βέρα, η γυναίκα του. Φωνή παράξενη. Σπασμένη. Σαν να ερχόταν από τον άλλο κόσμο. Τρόμαξα.

– Τι συμβαίνει; Το μυαλό μου πήγε στα συνηθισμένα δυσάρεστα, στο δυστύχημα και την αρρώστια…

– Πώς, τι συμβαίνει; Θέλουν να συντρίψουν τον Κούντερα.

– Ποιοι, γιατί; Τα έχασα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι αγνοούσα τα πάντα. Ύστερα μου πέρασε τον ίδιο. Μου φάνηκε λιγότερο πανικόβλητος από τη Βέρα, όμως βαθιά πικραμένος. Ανταμώσαμε μερικές μέρες αργότερα. Ναι, η εντύπωσή μου δεν ήταν λαθεμένη: βαθιά πικραμένος.

Στο μετα- ξύ προσπάθησα να ενημερωθώ. Διέτρεξα τον Τύπο από τη μέρα που ξέσπασε το σχετικό σκάνδαλο μέχρι τη μέρα της επιστροφής μου. Ένα περιοδικό στην Τσεχία δημοσιεύει την έρευνα μιας ομάδας σχετικά με το μακρινό παρελθόν του Κούντερα και ένα έγγραφο- του οποίου δεν εγγυάται κανένας την εγκυρότητασύμφωνα με το οποίο ο Κούντερα, το 1950, ετών 21, καταδίδει στην Ασφάλεια της χώρας του έναν ομήλικό του στρατολογημένο από τις μυστικές υπηρεσίες των Δυτικών. Ο νεαρός «πράκτορας» συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από το κομμουνιστικό καθεστώς. Σήμερα ζει στη Σουηδία και αρνείται να μιλήσει για την υπόθεσή του. Άλλοι μάρτυρες δεν υπάρχουν. Μόνον κάποια ηλικιωμένη κυρία, η οποία ήταν, υποτίθεται, αναμεμειγμένη στη σύλληψή του και η οποία, ας υπογραμμιστεί, δεν έχει γνωρίσει ποτέ προσωπικά τον Κούντερα, εμφανίζεται να συνηγορεί υπέρ αυτών που πασχίζουν ν΄ αποδείξουν την ενοχή του. Ας σημειώσει εδώ ο αναγνώστης ότι μιλάμε για πράγματα που συμβαίνουν πριν από 58 χρόνια. Ας σημειώσει επίσης ότι τούτη η περίφημη έρευνα, όπως και πλήθος άλλων, λαμβάνει χώρα σε καθεστώς πλήρους νομικής ασυδοσίας και ολοκληρωτικής έλλειψης σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αρκεί κάποτε να ήσουν κομμουνιστής, αρκεί ακόμα να συνεργάστηκες με τους κομμουνιστές, αρκεί, τέλος, να μη συμπάθησες ποτέ τον κόσμο που αντιπροσωπεύει η λεγόμενη Δύση, για να είσαι αιωνίως υπόλογος, για να μπορεί ν΄ ανακηρυχθείς ανά πάσα στιγμή ένοχος από τους Σαβοναρόλες του εξαμερικανισμού.

Συμπαράσταση

Η συκοφαντία και η μνησικακία ήταν πολύ εξόφθαλμες για ν΄ αφήσουν αδιάφορους συγγραφείς και κοινό σε όλον τον κόσμο. Ποτέ το σπιτικό των Κούντερα δεν γνώρισε σε τέτοιο βαθμό τη θέρμη και τη συμπάθεια των αναγνωστών. Φίλοι και άγνωστοι δεν είναι, απ΄ ό,τι φαίνεται, διατεθειμένοι ν΄ αφήσουν τους ανεύθυνους δημοσιογραφίσκους, που έσπευσαν περιχαρείς να μεταδώσουν τη «φοβερή» είδηση, ν΄ αμαυρώσουν το πρόσωπο του συγγραφέα του Αστείου και της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι. Η Γιασμίνα Ρεζά γράφει στη «Μonde» για να στηλιτεύσει το σκανδαλοθηρικό πνεύμα των μίντια. Ο Μπενουά Ντιτέρτρ γράφει στη «Figaro» για να μας θυμίσει ότι ο Κούντερα αρνήθηκε να συνταχθεί με τον κόσμο της θεοποίησης της αγοράς στον οποίο υπέκυψε η χώρα του. Ο Φρανσουά Ταγιαντιέ γράφει στην «Ηumanite» για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον συγγραφέα που του έμαθε, λέει, να βλέπει γύρω του. Ο Φερνάρντο Αραμπάλ γράφει στην «Εl Ρais» για να καταγγείλει το καταστροφικό έργο των σκουληκιών της ασημαντότητας και του αντεκδικητικού μένους. Πρόκειται για ομοβροντία αντιδράσεων. Μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα, αυθόρμητα, η αγανάκτηση εναντίον αυτών που προσπαθούν να μειώσουν την παρουσία του Κούντερα στην τέχνη και τη σκέψη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Προσπάθησαν να σπείρουν τη διχόνοια και να κλονίσουν τα αισθήματα αγάπης του κοινού. Θέρισαν ένα ευθύ και κατηγορηματικό «ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!».