Έναν τεράστιο κρατήρα από μετεωρίτη, ο οποίος παρέμενε κρυμμένος στον πυθμένα του Ευβοϊκού Κόλπου για τουλάχιστον 14.000 χρόνια, αντίκρυσαν πριν από λίγο καιρό Έλληνες επιστήμονες, σε βάθος 80 μέτρων!
Είναι η πρώτη φορά που στον βυθό των ελληνικών θαλασσών ανακαλύπτεται η ύπαρξη ενός τέτοιου φυσικού συμβάντος και μάλιστα με διαστάσεις που ξεπερνούν κάθε φαντασία! Ο μετεωρίτης που εκείνη την εποχή προσέκρουσε με σφοδρότητα στην περιοχή του Ευβοϊκού
ΗΤΑΝ ΞΗΡΑ!
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η σύγκρουση έγινε πριν από 14.000 χρόνια, όταν η περιοχή ήταν ακόμη ξηρά
Κόλπου- τότε ήταν ακόμη στεριά- δημιούργησε έναν κρατήρα με διάμετρο 100 μέτρων και βάθος 50 μέτρων. Το γεγονός αυτό άλλωστε έκανε τους Έλληνες επιστήμονες του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) να μην υποψιαστούν από την πρώτη στιγμή ότι επρόκειτο για κρατήρα από μετεωρίτη αλλά να θεωρήσουν ότι επρόκειτο για ένα γεωλογικό φαινόμενο που συσχετιζό- ταν με την ύπαρξη υποθαλάσσιων σεισμικών ρηγμάτων στην περιοχή.
Η αναπάντεχη ανακάλυψη έγινε όταν οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ με επικεφαλής τον θαλάσσιο γεωλόγο Δημήτρη Σακελλαρίου βρίσκονταν με το ωκεανογραφικό σκάφος «Αιγαίο» στην περιοχή ανάμεσα στη Λάρυμνα και το όρος Κονδύλι με σκοπό να χαρτογραφήσουν τα ενεργά ρήγματα και τις υποθαλάσσιες κατολισθήσεις. Ανάμεσα στα ερευνητικά όργανα υπήρχε και το ηχοβολιστικό μηχάνημα πλευρικής σάρωσης (σόναρ) το οποίο αποτύπωνε τον πυθμένα. Σε κάποια στιγμή, η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή με την οποία ήταν συνδεδεμένο, εμφάνισε ένα μεγάλο άνοιγμα σαν πηγάδι, στον γενικά επίπεδο πυθμένα.
«Μεγάλη έκπληξη»
«Εκείνη τη στιγμή, αυτό που είδαμε στο μόνιτορ μάς προκάλεσε μεγάλη έκπληξη», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Δημήτρης Σακελλαρίου. «Ο λόγος ήταν ότι τα επιστημονικά δεδομένα που είχαμε για τη γεωλογία της περιοχής δεν δικαιολογούσαν την ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου κοιλώματος». Οι επιστήμονες γνώριζαν ότι ο πυθμένας του βόρειου Ευβοϊκού Κόλπου αποτελείται από αρκετές στρώσεις ιζημάτων, οι οποίες έχουν πάχος εκατοντάδες μέτρα. Ο Κόλπος έχει και στις δύο του πλευρές σεισμικά ρήγματα τα οποία και τον δημιούργησαν εξαιτίας της δραστηριότητάς τους πριν από χιλιάδες χρόνια. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ύπαρξη του κρατήρα φάνταζε ανεξήγητη.
Έτσι η πρώτη ερμηνεία που «δώσαμε ήταν ότι επρόκειτο για κάποια γεωθερμική πηγή από την οποία αναβλύζει ζεστό νερό. Στην περιοχή υπάρχουν θερμές πηγές, όπως στην Αιδηψό, τον Άγ. Κωνσταντίνο, και μάλιστα αυτές οι πηγές διέρχονται μέσα από ρήγματα». Το σενάριο αυτό όμως αποκλείστηκε και τη θέση του πήρε η άποψη ότι ίσως να επρόκειτο για κρατήρες διαφυγής αερίων, οι οποίοι εκλύουν μεθάνιο. Οι κρατήρες αυτοί όμως βρίσκονται συνήθως σε ομάδες και επιπλέον τα επιστημονικά όργανα των ειδικών δεν ανίχνευσαν κανένα είδος αερίου. «Μπορεί όμως να είναι κρατήρας ηφαιστείου!», ακούστηκε αμέσως μετά μια άλλη άποψη. Ούτε όμως και αυτό συνέβαινε επειδή στην περιοχή δεν υπάρχει καμία ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητας και το πιο κοντινό ηφαίστειο, οι Λιχάδες, είναι ανενεργό εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.
Αφού λοιπόν απέκλεισαν όλα τα ενδεχόμενα, οι Έλληνες ειδικοί οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κρατήρα μετεωρίτη που είχε προσκρούσει στο έδαφος κατά την εποχή της Τελευταίας Παγετώδους Περιόδου. Συνθέτοντας κάθε διαθέσιμη πληροφορία σε συνδυασμό με την ανάλυση δειγμάτων του πυθμένα που έλαβαν από τομογράφους και πυρηνολήπτες, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε πως το σημείο όπου έπεσε ο μετεωρίτης ήταν ξηρά πριν από 14.000 χρόνια και βρισκόταν στις παρυφές μιας μεγάλης λίμνης. Ο μετεωρίτης φαίνεται ότι προσέκρουσε σε μια πεδιάδα και σίγουρα προκάλεσε πολύ μεγάλη καταστροφή. Μια δεύτερη αποστολή που σχεδιάζεται στην περιοχή, ενδεχομένως θα φωτίσει περισσότερο το τι ακριβώς συνέβη τότε.