Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 2020 η κατάθλιψη θα αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη ασθένεια παγκοσμίως. Πρόσφατη ανακοίνωση του Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών των ΗΠΑ αναφέρει ότι το 5,4% των Αμερικανών ηλικίας άνω των 12 ετών πάσχουν σήμερα από κατάθλιψη.
Όμως ενώ η κατάθλιψη θεωρείται ιάσιμη νόσος, μόνο ένας στους τρεις ασθενείς επισκέπτεται κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, και από αυτούς, το 30% διακόπτει τη φαρμακευτική αγωγή μόλις μέσα στον πρώτο μήνα, πολύ πριν τα φάρμακα αρχίσουν να δρουν.
Το ποσοστό φτάνει το 50% για τους ασθενείς που διακόπτουν στους δύο πρώτους μήνες της φαρμακευτικής αγωγής.
Η αγωγή με αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικότερη όταν διαρκεί τουλάχιστον 6 μήνες, ενώ λόγω πρόωρης διακοπής της ένας στους δύο ασθενείς παρουσιάζει υποτροπή.
Η έστω μικρή αύξηση της διάρκειας της αγωγής με αντικαταθλιπτικά έχει αποδειχθεί ότι προσφέρει σημαντικά θεραπευτικά οφέλη στους περισσότερους ασθενείς. Αλλά για να λάβει τα οφέλη, ο ασθενής θα πρέπει να παίρνει τα φάρμακά του.
Ποιοι παράγοντες εμποδίζουν τη συμμόρφωση των ασθενών με κατάθλιψη στη λήψη της ψυχοφαρμακευτικής αγωγής;
– Η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης από τους γιατρούς για τη λήψη της αγωγής και τις ενδεχόμενες παρενέργειές της.
– Η μη ανοχή των ασθενών σε παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών (π.χ. ζαλάδα, κεφαλαλγία, ανησυχία, σεξουαλική δυσλειτουργία), οι οποίες συχνά εμφανίζονται πριν ο ασθενής αντιληφθεί κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα. – Τα δύσκολα θεραπευτικά σχήματα με συχνές λήψεις πολλών χαπιών.
– Προηγούμενη αρνητική εμπειρία του ασθενούς με συγκεκριμένο αντικαταθλιπτικό φάρμακο.
– Το υψηλό κόστος της ιδιωτικής φαρμακευτικής περίθαλψης.
– Η ψευδής πίστη του ασθενούς πως δεν χρειάζεται να λάβει αντικαταθλιπτικά και ότι θα θεραπευτεί μόνος του.
– Οι υψηλές προσδοκίες από τον ίδιο τον ασθενή για μια «αστραπιαία» βελτίωση της κατάθλιψης, η οποία όμως δεν είναι ρεαλιστική («πήρα τα φάρμακα για τρεις μέρες και δεν ένιωσα καμία βελτίωση»).
– Τυχαίοι εξωγενείς παράγοντες που κάνουν τον ασθενή να νιώθει προσωρινά καλύτερα ή μηχανισμοί αυθυποβολής («ένιωσα καλύτερα γρήγορα και τα σταμάτησα»).
– Φόβοι ότι ο ασθενής θα εθιστεί μακροπρόθεσμα στη λήψη τους.
– Μύθοι και στερεότυπα για την ψυχική ασθένεια και τη νοηματοδότηση της λήψης ψυχοφαρμάκων, που αναδύονται στη σκέψη ασθενών και τους εμποδίζουν να αποδεχθούν την αναγκαιότητα της φαρμακευτικής θεραπείας (π.χ. «αν παίρνω φάρμακα, τότε είμαι τρελός»).
Σημαντικό εμπόδιο στην αποδοχή της φαρμακευτικής οδού αποτελεί και η ίδια η κατάθλιψη, η οποία εξασθενίζει τις γνωστικές λειτουργίες του ασθενούς, με αποτέλεσμα εκείνος συχνά να παρερμηνεύει ή να ξεχνά τις οδηγίες του γιατρού του.
Τα εμπόδια είναι πολλά, αλλά όχι αξεπέραστα. Ο γιατρός στον οποίο ο ασθενής βασίζει την υπόθεση της ζωής του είναι σημαντικό να μην παίζει τον ρόλο ενός ψυχρού συνταγογράφου, αλλά να επενδύει όσο μπορεί σε μια ουσιαστική επαφή με τον ασθενή.
Για παράδειγμα, εάν ο ασθενής γνωρίζει τις πιθανές παρενέργειες ενός συγκεκριμένου φαρμάκου και κατάλληλους τρόπους διαχείρισής τους, τότε θα μπορεί να «αντέξει» τις πρώτες εβδομάδες της αγωγής.
Παράλληλα, η συμμετοχή του ασθενούς σε κύκλο ψυχοθεραπείας, με στόχο αφενός την αντιμετώπιση της κατάθλιψης και αφετέρου του στίγματος, της ντροπής ή του φόβου που σχετίζεται με την υποκειμενική αντίληψη μιας προσωπικής αδυναμίας που τον καθιστά ευάλωτο, μπορεί να βοηθήσει ιδιαίτερα.
Η Μυρσίνη Κωστοπούλου είναι ψυχολόγοςψυχοθεραπεύτρια (Ρh. D). Εmail: myrsi@hol.gr