«Είχαμε την τύχη να ζήσουμε την εφηβεία και τα νιάτα μας σε μια πλούσια συγκυρία με δυνατά γεγονότα, θετικά ή αρνητικά. Ήρθε και η δικτατορία, που ήταν για όλους μια βαθιά πληγή. Έκανα πολλή παρέα με τα παιδιά τής Καλών Τεχνών. Φτιάχναμε κολιέ με χάντρες, τα φορούσαμε ή τα πουλούσαμε σε μπουτίκ στο Κολωνάκι. Τότε ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι, παράξενα όντα».
Η Λήδα Χαλκιαδάκη έζησε έντονα τη γενιά του ΄60- ΄70, που έχει περάσει στη συνείδηση του κόσμου σαν τη γενιά του χιπισμού, του παγκόσμιου κινήματος για την ειρήνη, που για πολλούς ήταν εκείνη που άλλαξε τον κόσμο. Η Ελληνίδα τραγουδοποιός έντυσε με τις μελωδίες της πολλά από τα τραγούδια της εποχής, τα μηνύματα των οποίων παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα. Το 1972 με τον συνθέτη Σπύρο Βλασσόπουλο δημιούργησαν το συγκρότημα Λήδα & Σπύρος, ενώ μαζί με μια παρέα πολλών αξιόλογων τραγουδοποιών πέρασαν την ελληνική μουσική από τις μπουάτ στο ηλεκτρικό πάλκο, δημιουργώντας και στην Ελλάδα ροκ σκηνή.
Οι ροκάδες των δεκαετιών ΄60-΄70 κατάφεραν μέσα από τα τραγούδια τους να αφήσουν τη δική τους εποχή στην ελληνική μουσική. Ήταν νέοι, γεμάτοι ορμή, δίψα για ζωή, επηρεασμένοι από τα ακούσματα των Βeatles, των Rolling Stones, αλλά και της μεγάλης επανάστασης του Woodstock.
«Παιδιά» των Βeatles.
«Ήταν μια έντονη εποχή. Με τους Βeatles είχε ήδη ξεκινήσει μια τομή στο πριν και το μετά. Υπήρξαν μηνύματα, ποίηση, καλός στίχος. Δημιουργήθηκε όλο το κύμα των τραγουδοποιών. Δημιουργήσαμε την ηλεκτρική σκηνή, όπου ακούγονταν τα τρα γούδια διαμαρτυρίας που ξεκινήσαμε να λέμε, αλλά και διασκευές παραδοσιακών κομματιών σε ροκ μορφή. Άλλα τραγούδια περνούσαν στο ραδιόφωνο, και άλλα όχι, γιατί η δικτατορία τα λογόκρινε. Για εκείνη την εποχή ήταν τρομερό πράγμα να βάλεις στο στίχο σου τη λέξη “πλανήτες”, όπως είχα κάνει εγώ. Ήταν μια εποχή που γράφτηκαν ιερά τραγούδια», λέει στα «ΝΕΑ» η κ. Λήδα Χαλκιαδάκη.
«Μια αγαπημένη συνήθεια ήταν να αγοράζουμε βινύλια από το εξωτερικό. Αλλά πάνω από όλα μας άρεσε να κάνουμε καλή μουσική. Κάναμε πρόβες πρόβες στο “Ροντέο” και μετά πηγαίναμε στο “Ελατήριο”, όπου έπαιζαν οι Ρoll. Ήταν συνήθεια να πηγαίνουμε όλοι σε όλους και τραγουδούσαμε», παρατηρεί η κ. Χαλκιαδάκη. Παρ΄ ότι τα χρόνια πέρασαν, παραμένει πιστή στις ιδέες της εποχής της. Η εξέγερση των μαθητών του περασμένου Δεκεμβρίου έφερε στο μυαλό της κάτι από την ορμή της γενιάς της ενώ, όπως αναφέρει, στα μάτια των σημερινών νέων είδε κάτι από τα οράματα της εποχής της. «Με συγκίνησε η νέα γενιά που αποφάσισε να βγει στον δρόμο και να εκφραστεί. Αυτό δείχνει πως έχουν τη διάθεση να προχωρήσουν μπροστά. Βλέπω πως τα σημερινά παιδιά θα συνεχίσουν τα δικά μας οράματα. Ζούμε την εποχή όπου ξαναγυρνάμε στις ιδέες και που θα “ξανανθίσουν τα λουλούδια”» υποστηρίζει η κ. Χαλκιαδάκη.
Οι «μαλλιάδες». «Το ροκ ως προϊόν εισαγωγής είχε συνδεθεί στη συνείδηση της πλειονότητας με το μήκος της αντιαισθητικής κόμης των Βeatles και των Stones και οι νέοι, που γοητευμένοι ακολουθούσαν το παγκόσμιο ρεύμα αποκαλούνταν από τους κάθε λογής “ορθόδοξους” περιφρονητικά “μαλλιάδες” και “γιεγιέδες”. Το ποτάμι όμως δε γυρνούσε πίσω και ροκ μπάντες άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού. Το όνειρο για κάθε πιτσιρικά ήταν μια κιθάρα stratocaster κι ένας ενισχυτής marshall με πολλά γκάζια», λέει στα «ΝΕΑ» ο τραγουδοποιός Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
Στις μουσικές σκηνές και ιδιαίτερα στο «Κύτταρο», που ήταν ο χώρος αναφοράς της ηλεκτρικής σκηνής, κάθε βράδυ έξι μέρες της εβδομάδας, γινόταν χαμός. «Στις μπουάτ και στις ταβέρνες παίζανε στη ζούλα και κανένα του Θεοδωράκη, εμείς όμως δε νιώθαμε αυτή την ανάγκη, γιατί περνούσαμε ό,τι θέλαμε μέσα από τα δικά μας τραγούδια. Τραγουδούσα τότε “… Παλιοκουφάλες, ανάληψη μυρίζει ο αέρας”, “… δεν ήταν χέρια καθαρά επάνω στο τιμόνι, κι όταν πλακώσανε τα τανκς ήμασταν πάλι μόνοι”, “… είμαστε όχλος, λαός, πληθυσμός, δε μας χρειάζεται αρχηγός”. Κι όλα αυτά με την ανοχή της αστυνομίας που τα παρακολουθούσε, αλλά σπάνια επενέβαινε. Αν ήθελε, θα μας εξαφάνιζε όλους εν μια νυκτί. Έτσι ακριβώς όπως έκανε ο Ιωαννίδης αμέσως μετά το Πολυτεχνείο. Αμόλησε την ΕΣΑ και σφράγισε σχεδόν όλα τα μαγαζιά.
Τo τοπίο άλλαξε οριστικά.
Κι ύστερα, ήρθε η μεταπολίτευση που τα σάρωσε όλα», καταλήγει ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
«Μόνο η μουσική μάς ένοιαζε»
Το Woodstock υπήρξε σημείο αναφοράς για όλους, ωστόσο, όσον σχετικά με την καθαρά μουσική εξέλιξη δεν έχουν κρατήσει όλοι καλές αναμνήσεις. «Η μουσική αυτή άρχισε να μπαίνει δυνατά μετά το Woodstock. Βγήκε τότε η ατημελησία με πιο ακραίες καταστάσεις. Ήμασταν λάτρεις της μουσικής, το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να καλυτερεύουμε τα τραγούδια μας. Ήμασταν πολύ μικροί για να περάσουμε μηνύματα. Και τότε και σήμερα υπήρχαν κοινωνικές ανισότητες, πλούσιοι και φτωχοί. Ο κόσμος δεν έχει αλλάξει σε αυτό και ο καθένας κουβαλάει τη δική του κληρονομιά. Η μουσική καταβαραθρώθηκε μετά το Woodstock», σημειώνει ο Λάκης Παπαδόπουλος.
Έγινε γνωστός με τους Dragons, οι οποίοι διαλύθηκαν, όταν έπρεπε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. «Ο δίσκος των Υes “Relayer” άλλαξε τη ζωή μου. Περίμενα με αγωνία στο γήπεδο του Πανιωνίου να έρθουν και τελικά η συναυλία ακυρώθηκε γιατί δεν είχαν μαζευτεί ούτε 200 άτομα», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος, ο οποίος, ωστόσο, αποποιείται τον χαρακτηρισμό του ροκά. «Υπηρετώ τη ροκ, αλλά είμαι λάτρης της καλής μουσικής», αναφέρει, ενώ πιστεύει πως δεν έχουν αλλάξει πολλά μέχρι τις μέρες μας. «Σήμερα η πιτσιρικαρία βγάζει πράγματα, αλλά δεν μπορεί να τα αλλάξει. Δεν υπάρχει κανένας να μάθει στον κόσμο να ακούει τη σωστή μουσική. Πρέπει να αντιληφθούμε πως όσο αξίζει η “Φραγκοσυριανή” του Βαμβακάρη, την ίδια αξία έχει και το “Ξύπνα, αγάπη μου” του Γιαννίδη».
Το ίδιο υποστηρίζει και ο τραγουδοποιός Γιώργος Ρωμανός. Το 1970 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Δυο μικρά γαλάζια άλογα» που καταγράφηκε στους σημαντικότερους ροκ δίσκους.
Παρ΄ όλα αυτά, δεν δηλώνει ροκάς. «Ουδέποτε έκανα ροκ. Άλλοι αποφάσισαν να μου κολλήσουν αυτήν την ταμπέλα. Εγώ κάνω τραγούδια με ελληνικό στίχο που ήταν της εποχής μου, χωρίς εφέ», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Ρωμανός, ο οποίος θυμάται πολλά από τα χαρακτηριστικά της εποχής. «Υπήρξε μια παγκόσμια κινητοποίηση, η ενέργεια της οποίας πήγε παντού. Όλοι ένιωσαν πως πράγματι κάτι άλλαξε, πως έγινε κάτι μεγάλο».
Ζωντανοί στο «Κύτταρο»
Εμβληματική μορφή της εποχής ήταν και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Αρχηγός των συγκροτημάτων ΜGC και Εξαδάκτυλος, ο «γέρος», όπως τον αποκαλούν σήμερα οι φίλοι του, πέρασε στην ελληνική μουσική τα ψυχεδελικά στοιχεία που είχε στη μουσική του ο Χέντριξ και οι υπόλοιποι μεγάλοι μουσικοί του Woodstock. «Αυτές οι καταστάσεις δεν περιγράφονται. Αν δεν τις έχεις ζήσει, δε θα μπορέσεις να τις καταλάβεις. Όλες οι εποχές είναι έντονες, όμως, όσα και να πεις, δεν μπορείς να χωρέσεις τα συναισθήματα», θυμάται ο Δημήτρης Πουλικάκος.
Η ελληνική ροκ σκηνή μεγάλωσε μέσα σε ιστορικούς χώρους που γέμιζαν κάθε βράδυ από νεανική ορμή. Το «Ροντέο» ήταν η πρώτη ηλεκτρική σκηνή, όπου εμφανίζονταν μεγάλα ονόματα, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Δημήτρης Πουλικάκος, η Δέσποινα Γλέζου. Στο «Ελατήριο» έπαιζαν οι Ρoll του Κώστα Τουρνά και του Σταύρου Λογαρίδη. Από το club «Ιgloo» ξεκίνησε την καριέρα του ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες της ροκ, ο Έρικ Κλάπτον, ο οποίος, αντικατέστησε τον κιθαρίστα των Juniors, Αλέκο Καρακαντά, έπειτα από ένα σοβαρό τροχαίο. Κοιτίδα, ωστόσο, του ελληνικού ροκ υπήρξε το θρυλικό «Κύτταρο». Από τη σκηνή του πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Εικόνες της εποχής έχει καταγράψει ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης στην ταινία του «Ζωντανοί στο “Κύτταρο”- Σκηνές ροκ», η οποία, μάλιστα, απέσπασε το β΄ Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
«Η αγάπη μου για την ελληνική ροκ μουσική με οδήγησε στο να κάνω αυτή την ταινία. Υπήρχαν πολλοί μουσικοί με άποψη, παρ΄ όλο που πολλοί τα σνομπάρουν. Εγώ, με την ίδια χαρά που αγόραζα δίσκους των Who, αγόραζα και της Μαρίζας Κωχ ή του Πουλικάκου. Ανακάλυψα ανθρώπους μέσα από την έρευνα για την ταινία που δεν τους γνωρίζαμε, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν πολλά να πουν μέσα από τη μουσική τους», εξηγεί ο κ. Μποσκοΐτης.
Οι Έλληνες ροκάδες έζησαν τη ζωή τους μέσα από τα ιδανικά και τα οράματα της εποχής τους. Οι περισσότεροι παραμένουν ακόμα και σήμερα ίδιοι, όπως, όταν μέσα τους κυριαρχούσε η νεανική ορμή. «Πάρα πολλοί από την παρέα μου ζουν και σήμερα με τον ίδιο τρόπο. Δεν έχουν προσπαθήσει να γίνουν κατεστημένο. Έχουν γράψει βιβλία, ζουν μια ήρεμη ζωή. Είναι άνθρωποι που δεν κραυγάζουν. Είμαι περήφανη που ζω ακόμα έτσι. Κανείς από μας δεν έγινε πλούσιος, γιατί δεν ήθελε να προδώσει τις ιδέες του», σημειώνει η κ. Λήδα Χαλκιαδάκη.