Το Νέο Μουσείο Ακρόπολης είναι ο νέος πρωταγωνιστής; Το κτίσμα είναι σημαντικό λόγω του περιεχομένου ή εξαιτίας της αρχιτεκτονικής του μορφής; Είναι αντίθετο στο ύφος της περιοχής Μακρυγιάννη που έχασε το χρώμα της γειτονιάς ή ανοίγει διάλογο με το μνημείο του Παρθενώνα; Το έργο των Μπερνάρ Τσουμί και Μιχάλη Φωτιάδη έγινε η αφορμή για πολλές αντιπαραθέσεις και αρχιτεκτονικές κόντρες ως θέμα συμβίωσης με τις αθηναϊκές πολυκατοικίες και με τα νεοκλασσικά της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ενώ ο γυάλινος όγκος του ήταν άλλο ένα σημείο συζητήσεων μεταξύ των κατοίκων της πόλης. Αυτή η «νέα άφιξη» δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. «ΤΑ ΝΕΑ» φιλοξενούν πέντε αρχιτέκτονες που εκφράζουν τις απόψεις τους γι΄ αυτόν τον νέο «συγκάτοικο».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
«Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;»
(γνωστού ποιητού)
Εύκολες οι λοιδορίες κι οι κομπασμοί, οι ατάκες κι οι σαρκασμοί. Πόσα ελαττώματα και παραλείψεις, αλήθεια, θα μπορούσε κανείς να υπενθυμίσει ή και να επινοήσει (μεγάλη τέχνη κι αυτή) καθώς αναπολεί όσα μεσολάβησαν από την πρώτη στιγμή που αποφασίστηκε να ανεγερθεί αυτό το μουσείο. Κι απ΄ όλες τις πλευρές, ναι, ανεξαιρέτως. Πόσες στραβοτιμονιές, πόσες αθλιότητες και πόσοι συμβιβασμοί. Και πόση μεταμέλεια- οπωσδήποτε, άφθονες δόσεις κι απ΄ αυτήν ιδιωτικά, ποτέ δημόσια.
Αλλά και πόσες στιγμές έξαρσης, έστω μεταποιημένης πάνω στην απέλπιδα προσπάθεια αναστροφής του αρνητικού κλίματος. Όλα αυτά, απέναντι σ΄ ένα κοινό που ακούει πότε αυτή και πότε την άλλη σειρήνα, ίδια αγέλη να σέρνεται πάντα ελπίζοντας. Ο κυρίαρχος λαός παρηγορείται όταν τον βάζουν ανεύθυνα στο παιχνίδι, έστω σαν ακροατή, και του σφυρίζουν πότε για τα χαμένα μάρμαρα, πότε για τις ανασκαφές θυσία στον μεγαλοϊδεατισμό, πότε για τις πολυκατοικίες- μπιζού που θέλουν οι κακοί να γκρεμίσουν. Για να ξεχνάει τα πολιτικά του χάλια.
Διψούσαμε για κάτι να μας ξεγελάσει, κάτι σαν το 2004, να νιώσουμε εθνικά υπερήφανοι, ότι οπωσούν τραβούμ΄ εμπρός. Για κάτι τέτοιο προοριζόταν κι αυτό το υπέρτατο μουσείο των μουσείων. Όμως ο κομπασμός για τον περιούσιο λαό, για το μνημείο παγκόσμιας εμβέλειας, για το ύψος του «Επιτάφιου» του Περικλέους, για κάθε επιτέλους σημαδάκι της μυθικής εκείνης παρουσίας πάνω σ΄ αυτό το χώμα, τώρα θα επέστρεφαν σαν μπούμερανγκ για να κρίνουν ζώντες και νεκρούς. Όταν το φαντασιακό ίχνος του ποδιού του Αριστοτέλη έχει μεγαλύτερη σημασία από τα τρέχοντα πάντα «επιτακτικά» προβλήματα του τόπου, από τις «ριζοσπαστικές λύσεις» που δεν πρόκειται ποτέ να δούμε, θα έπρεπε να το περιμέναμε. Γιατί και τέλος πάντων, να, τραβούμ΄ εμπρός.
● Ένα μουσείο σφηνωμένο ανάμεσα σε κτίρια και πάνω σε αρχαία μπαζώματα είναι καλύτερο από ένα μουσείο στο πουθενά, ας πούμε στον Ιππόδρομο.
● Ένα κλιματιζόμενο μουσείο που αναπαράγει πιστά εκείνο που βλέπεις έξω από τα παράθυρά του είναι το απόγειο του μυωπικού πραγματισμού.
● Ένα μουσείο γεμάτο «γύψινα αντίγραφα» που ξύνουν πληγές είναι η υπέρτατη υπενθύμιση πως κάποιοι σου χρωστάνε, ενώ εσύ δεν χρωστάς σε κανέναν.
● Ένα μουσείο- κιβωτός θα έπρεπε να λατρεύεται αυτοτελώς για το περιεχόμενό του κι όχι για το φθαρτό του περίβλημα, οσοσδήποτε χρυσός κι ελεφαντοστούν ξοδεύτηκε για την ανέγερσή του.
● Ένα μουσείο που θέλει να είναι σύμβολο κινδυνεύει να ποδοπατηθεί από τους αφελείς που απαιτούν το όραμα τώρα.
ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Το Μουσείο είναι βιωματική εμπειρία
Τρία ζητήματα για τα οποία ασκήθηκε κριτική είναι αυτά που καθιστούν το Νέο Μουσείο Ακρόπολης μια επιτυχημένη αρχιτεκτονική εμπειρία. Το πρώτο είναι η αρχιτεκτονική μορφή. Αφορά τη μη χρήση μορφολογικών στοιχείων του νεοκλασικισμού στο κτίριο του μουσείου. Ο Παρθενώνας, αν και πραγματικό αρχιτεκτονικό αντικείμενο, ανήκει πλέον στον κόσμο του ιδεατού. Κάθε προσπάθεια μίμησης των μορφών του Παρθενώνα και χρησιμοποίησή τους για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του νέου μουσείου θα ήταν ευθύς εξαρχής καταδικασμένη να αποτύχει.
Γιατί θα φαινόταν ως κακέκτυπο του πρωτοτύπου.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η σχέση του μουσείου με την πόλη. Η διαφάνεια του κτιρίου που δημιουργείται από την εκτεταμένη χρήση γυάλινων εξωτερικών επιφανειών σχετίζεται με τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας άμεσης οπτικής σχέσης με το Μνημείο της Ακρόπολης. Το κτίριο επιδιώκει να αναστείλει τον χρόνο αναιρώντας κάθε οπτικό εμπόδιο που θα θύμιζε τη συνεχή κατοίκηση της πόλης γύρω από το μνημείο της. Η προσπάθεια να δημιουργηθεί όμως αυτή η ψευδαίσθηση αποτυγχάνει. Οι γυάλινες επιφάνειες που θα απέκοπταν την πραγματικότητα της πόλης, είναι ακριβώς αυτές που την κάνουν πανταχού παρούσα. Στις εξωτερικές επιφάνειες η πόλη καθρεφτίζεται ως η πραγματική όψη του μουσείου. Στο εσωτερικό, μόλις ο επισκέπτης ανέβει στον πρώτο όροφο, τα αρχαϊκά αγάλματα “πλέουν” στον χώρο με φόντο τις σύγχρονες πολυκατοικίες. Οι γυάλινες επιφάνειες των όψεων είναι σχεδιασμένες να λειτουργούν ως μηχανισμός απώθησης της αστικής πραγματικότητας. Όμως, όπως γνωρίζουμε από τον Φρόυντ και την ψυχανάλυση, είναι μέσω του ίδιου του μηχανισμού απώθησης που το απωθημένο επιστρέφει πάντα αναπάντεχα. Η διαμόρφωση του χώρου της εισόδου με τη χρήση αφενός του διαφανούς δαπέδου και αφετέρου της τοποθέτησης του σε μεγάλο ύψος από το υποκείμενο έδαφος προετοιμάζει και εισάγει βιωματικά τον επισκέπτη σε αυτό που θα ακολουθήσει. Δημιουργεί μια σωματική εμπειρία αιώρησης και προετοιμάζει τον επισκέπτη να εγκαταλείψει το σταθερό έδαφος του παρόντος για να εισέλθει στον ίλιγγο της ιστορικής εμπειρίας. Ταυτόχρονα ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας και κατά συνέπεια την εγρήγορση και ικανότητα συγκέντρωσης του επισκέπτη. Τον προετοιμάζει δηλαδή και τον ασκεί σε μια κατάσταση νοητικής επιφυλακής και συγκέντρωσης η οποία είναι απαραίτητη για την απόκτηση κάθε γνώσης.
ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Αμηχανία μιας συμβιβασμένης πραγματικότητας
«Ενώ η αρχιτεκτονική αξίωση είναι για έναν Παρθενώνα που συνομιλεί άμεσα με το Μουσείο του, προϊόν της Αθήνας του σήμερα- μιας πόλης με προβληματική διαχείριση τόσο από πολίτες όσο και από αρχές-, στην ουσία εκφράζει την αμηχανία μιας συμβιβασμένης πραγματικότητας», σημειώνει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο Νίκος Αναστασόπουλος.
Το Μουσείο προκάλεσε βίαιη αλλαγή κλίμακας. Με την κατεδάφιση παρακείμενων πολυκατοικιών ελάφρωσε μία πυκνή περιοχή. Κάτι που ιστορικά μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί. Η μορφή του Μουσείου είναι ένα πλήρως κλειστό σχήμα που δεν αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης με το άμεσο περιβάλλον και εντάσσει μόνο το αρχαιολογικό υπέδαφος και την ίδια την Ακρόπολη.
Τα άλλα κτίρια στο πλαίσιο του μεγάλου τετραγώνου όπου εντάσσεται το Μουσείο, ιδιαίτερα μετά την κατεδάφιση των πολυκατοικιών της πίσω όψης, αποτελούν αναπόφευκτα όχληση ή παραφωνία. Η επιδιωκόμενη καθαρότητα της μορφήςκαι της λειτουργίας του Μουσείου συμβιβάζεται επίσης αμήχανα με την περίπτωση που αφορά ένα εντελώς αδιάφορο αρχιτεκτονικά και ιστορικά εκκλησάκι στον άξονα της εισόδου του Μουσείου.
Στο μεταξύ το στέγαστρο- εξέδρα του Μουσείουκοιτάει προς την Ακρόπολη, ενώ παρεμβάλλεται η πίσω όψη των δύο επίμαχων κτιρίων. Το στέγαστρο πάντα θα «εμβολίζει» τις πολυκατοικίες επιδιώκοντας να φτάσει την Ακρόπολη (το αντικείμενο του πόθου).
Στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ο πεζός κάνει τις εξής διαπιστώσεις: Μια τέλεια συνθήκη θα ήταν η απρόσκοπτη ενατένιση και ο διάλογος ανάμεσα στον Παρθενώνα και το Μουσείο του, την κυριολεκτική αντανάκλασή του. Ένας τέτοιος πλατωνικός διάλογος διακόπτεται από το μπαλκόνι της πίσω όψης μίας ιστορικής έστω πολυκατοικίας. Ας μη γελιόμαστε όμως. Σε αυτήν την πόλη η μοναδικά πανίσχυρη οντότητα είναι η πολυκατοικία και όχι ο Παρθενώνας. Έτσι, το Ηρώδειο «συνομιλεί» με την Πνύκα μέσα από μία αρχιτεκτονικά ύποπτη νεόδμητη ιδιωτική κατοικία πολυτελείας, το οδόστρωμα φαίνεται αξιοσημείωτα φθαρμένο, ο πεζόδρομος- σημείο στοχασμού για το κλέος της κλασικής Αθήνας- διακόπτεται από το τρενάκι της χαράς, το μαρσάρισμα των μηχανών και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ενώ ο Πικιώνης στου Φιλοπάππου βιώνει μια εποχή λήθης.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ
Μία κοινωνία που δεν τολμά αλλά αμύνεται
Η ένταση που προκαλεί το Νέο Μουσείο Ακρόπολης δεν αφορά το ίδιο το μουσείο. Αλλά το μουσείο στάθηκε η αφορμή να βγουν βαθύτερα ζητήματα που υπάρχουν στην ελληνική αρχιτεκτονική. Συγκεκριμένα την ξενοφοβία και την απουσία διαλόγου που το ένα τροφοδοτεί το άλλο», υπογραμμίζει ο αρχιτέκτονας που με τη Μαρία Κοκκίνου συνυπέγραψαν τη δημιουργία του Μουσείου Μπενάκη της Πειραιώς. «Όσο λιγότερο συζητάς τόσο λιγότερο σκέφτεσαι και περισσότερο φοβάσαι. Απόδειξη είναι τα όσα ακούστηκαν και για το στέγαστρο του Καλατράβα. Ανεξάρτητα από την επιτυχία του ενός ή του άλλου εγχειρήματος, φανερώνεται μία κοινωνία που δεν τολμά αλλά αμύνεται.
Για κάθε έργο αρχιτεκτονικής, it takes two (σ.σ.: χρειάζονται δύο). Δεν αρκεί ο αρχιτέκτονας, χρειάζεται ο “ιδιοκτήτης”, ενώ τον πολιτισμό “των δύο” εκπροσωπεί το κτίσμα. Στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης η αμφιθυμία του “ιδιοκτήτη”, τα συνεχή πισωγυρίσμτα, θέλω- δε θέλω, διατηρώ- κατεδαφίζω δημιούργησαν μία ασταθή βάση για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής πρότασης. Ένας “ιδιοκτήτης” ο οποίος δεν τολμά, φοβάται, δεν ξεκαθαρίζει, “διατηρεί” το κτίριο Βάιλερ (σιγά τα αυγά), δεν είναι ο ιδανικός “ιδιοκτήτης” για να βοηθήσει την ανάπτυξη μίας νέας αρχιτεκτονικής. Τολμώ σημαίνει ρισκάρω. Κάθε ρίσκο εκτιμάται εκ των υστέρων. Είτε τα θετικά στοιχεία είτε τα λάθη βοηθούν να προχωρήσει κανείς μπροστά.
Θα σταθώ σε ένα επιμέρους κρίσιμο ζήτημα. Το ζήτημα της κλίμακας. Η καταγγελία της μεγάλης κλίμακας του μουσείου απέναντι στη μικρή της πολυκατοικίας και του νεοκλασικού, όπως και ο χαρακτηρισμός της μεγάλης κλίμακας ως φασιστικής ευτελίζουν ένα από τα ουσιαστικότερα ζητήματα της αρχιτεκτονικής και του νοήματός της. Κάθε ουσιαστική προσέγγιση αυτού του ζητήματος μας υποχρεώνει να παρακάμψουμε τα εύκολα κλισέ για να ανακαλύψουμε το κρυφό νόημα που προκύπτει μέσα από τις εντάσεις της αρχιτεκτονικής κλίμακας. Αυτά χρειάζονται ψυχραιμία και συζήτηση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ
Η αρχαιότητα του σύγχρονου
Η σχεδιαστική λογική του νέου μουσείου έγκειται στο «πνεύμα της γεωμετρίας, της κατασκευής και της σύνθεσης». Ο Γαλλοελβετός Τσουμί με τον Έλληνα συνεργάτη του Μιχάλη Φωτιάδη ανέδειξαν στο έπακρο την προτεραιότητα της όρασης και της κίνησης, δηλαδή της σκηνοθεσίας.
Ιδού η ιδρυτική πράξη του Νέου Μουσείου, που μοιάζει να καθιστά «ανεδαφικά» τα μέλη του ιστορικού μνημείου που βρίσκεται μόλις δίπλα του.
Οι διαφωνίες που προκαλεί το Νέο Μουσείο δεν έχουν τόσο να κάνουν με την αρχιτεκτονική του. Περισσότερο δηλώνουν την αμφιθυμική σχέση που έχουμε με το άγχος της αρχαίας κληρονομιάς. Ο Παρθενώνας και το εκτεταμένο αρχείο θραυσμάτων της Ακρόπολης των Αθηνών στοιχειώνουν το δυτικό φαντασιακό, εγκλωβίζοντάς μας στο δέος του πρωταρχικού κανόνα του δυτικού πολιτισμού. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και συμπυκνώνεται στην απέλπιδα αδυναμία σύγκρισης και στην πολιτιστική ανορεξία του σύγχρονου. Πρόκειται για τον κυριολεκτικό προπάτορα και ευνουχιστή της δυτικής σκέψης που δυναστεύει όλους τους επιγόνους.
Ως αδύναμο σημείο του Νέου Μουσείου θα επεσήμανα το αμήχανο στέγαστρο της κεντρικής εισόδου επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το «επιθετικό αμόνι», όπως το αποκαλούν μερικοί. Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του, ο συνωστισμός του με τις αθηναϊκές πολυκατοικίες που το περιβάλλουν. Κι αυτό γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να θεωρήσουμε το Νέο Μουσείο σαν ένα είδος μεσιτείας ανάμεσα στο αρχαίο μνημείο και αυτήν τη σχεδόν ασπόνδυλη και περιφρονημένη πλευρά της σύγχρονης ζωής μας.