«Κάντε τον κόπο, σταθείτε στη μέση του αγωνιστικού χώρου και αφουγκραστείτε», γράφει ο Ουρουγουανός πεζογράφος Εντουάρντο Γκαλεάνο στα «Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» (Ελλ. Γράμματα).
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο γεμάτο από ένα άδειο γήπεδο. Στο Γουέμπλεϊ αντηχούν ακόμα οι πανηγυρισμοί από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ΄66, όταν κέρδισε η Αγγλία, αλλά αν ακούσει κανείς πιο προσεκτικά μπορεί να ακούσει τους θρήνους του ΄53, όταν οι Ούγγροι κατατρόπωσαν την αγγλική ομάδα. Το Μαρακανά κλαίει ακόμα τη βραζιλιάνικη ήττα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ΄50. Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ΄74, όταν κέρδισε η Γερμανία, παίζεται νυχθημερόν στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου. Το στάδιο του βασιλιά Φαχντ στη Σαουδική Αραβία έχει θεωρείο από μάρμαρο και χρυσάφι και οι κερκίδες έχουν χαλιά, αλλά ούτε μνήμη έχει ούτε κάτι αξιόλογο να διηγηθεί». Το γιατί το ποδόσφαιρο αγγίζει τόσο την καθημερινότητά μας, γιατί παθιάζει ανθρώπους κάθε τάξης και οικονομικής επιφάνειας, ποια είναι η θέση του στις κοινωνίες μας από πολλές διαφορετικές σκοπιές, είναι το αντικείμενο ενός πρωτότυπου για τα ελληνικά δεδομένα βιβλίου 300 σελίδων με τίτλο «Ανατομία των ποδοσφαιρικών παθών», που συνέγραψαν δύο πανεπιστημιακοί και που απευθύνεται τόσο σε φοιτητές όσο και στο ευρύτερο κοινό.

«Μικρός, στην Ηγουμενίτσα, πρωτοπήγα στο γήπεδο για να παρακολουθήσω τον τοπικό Θεσπρωτό. Μετά παρακολουθούσα τον θρυλικό, τότε, ΠΑΣ Γιάννινα και αργότερα που κατέβηκα στην Αθήνα πήγαινα συχνά στη Νέα Σμύρνη και το “Καραϊσκάκης”», λέει στα «ΝΕΑ» ο Παντελής Κυπριανός, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας σήμερα στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ο ένας από τους δύο συγγραφείς του βιβλίου. Ο άλλος, ο Μανώλης Χουμεριανός, που σήμερα διδάσκει Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνιολογία του Αθλητισμού στο Πάντειο, ως έφηβος ήταν αθλητής στίβου του Εθνικού και αργότερα συστηματικός παρατηρητής των τεκταινομένων στους συνδέσμους των οπαδών. Η έρευνά τους περιλαμβάνει ακόμη και συνεντεύξεις οργανωμένων οπαδών διαφόρων ομάδων. «Πηγαίναμε στα γήπεδα και μαζεύαμε στοιχεία εδώ και 15 χρόνια», λέει ο Μανώλης Χουμεριανός. «Έβλεπα συγκεκριμένους συνδέσμους του Εθνικού και του Παναθηναϊκού, πήγαινα σε στέκια φιλάθλων του Εθνικού, του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ. Θέλαμε να εντοπίσουμε τα κεντρικά τους μοτίβα, τα εργαλεία που χρησιμοποιούν. Βέβαια, όλα αυτά τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς. Το τι παίζεται σε μια κερκίδα συνεχώς αλλάζει», λέει.

Και η… «παράγκα»; Είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο; «Και στην Αγγλία ακούς να λένε ότι η διαιτησία ευνοεί τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή βλέπεις να πιάνουν παίκτες που παίζουν παράνομα στοιχήματα», λέει ο Παντελής Κυπριανός. «Ωστόσο “παράγκες”, δηλαδή οργανωμένες κλίκες που καθοδηγούν παρασκηνιακά τα πράγματα, δεν υπάρχουν. Θα έλεγα ότι οι “παράγκες” συνδέονται με την εξουσία και είναι φαινόμενο χωρών με λιγότερη δημοκρατία και άνισα κατανεμημένη εξουσία. Είναι, δηλαδή, θέμα δημοκρατίας και θεσμών».

Τι λένε οι έρευνες

Σύμφωνα με τη μόνη εκτεταμένη έρευνα για το ποδόσφαιρο που έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα (από την εταιρεία VΡRC, το 2000): Το 79,4% παρακολουθεί κάποιο άθλημα. Η πρώτη επιλογή όσων παρακολουθούν είναι:

32,8% ποδόσφαιρο, 24,2% μπάσκετ, 15,9% στίβος, 6,5% γυμναστική, 5,3% άρση βαρών, 4,9% κολύμβηση/καταδύσεις, 3,3% τένις, 5,7% άλλα αθλήματα. Αυτό έχει προφανώς να κάνει και με τη συγκυρία. Μετά την κατάκτηση του «ΕURΟ 2004» τα ποσοστά για το ποδόσφαιρο θα ήταν ασφαλώς αυξημένα, λένε οι συγγραφείς. Και εξηγούν για τη μεγάλη του διάδοση: «Το ποδόσφαιρο, από τη φύση του ανακαλεί βασικές αρχές των φιλελεύθερων δυτικών δημοκρατιών. Έναν κόσμο ισότητας, ανοιχτό σε όλους, αξιοκρατικό, όπου όλα είναι πιθανά. Πρόκειται για διακηρυκτικές αρχές, το φαντασιακό θα λέγαμε των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες βέβαια απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.

Οι οπαδοί στην Ελλάδα:

(Σύμφωνα με μέτρηση του 2004)

2 εκατ. υποστηρίζουν τον Ολυμπιακό

1,5 εκατ.

τον Παναθηναϊκό

800.000

την ΑΕΚ

600.000

τον ΠΑΟΚ

260.000

τον Άρη

[ ΙΝFΟ ]

Παντελής Κυπριανός, Μανώλης Χουμεριανός, «Ανατομία των ποδοσφαιρικών παθών», Εκδόσεις Διόνικος, σελ. 316, τιμή: 20 ευρώ

Οι συγκρούσεις των οπαδών και η «μάχη της Αλαμάνας»


ΣΤΗ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ της Θύρας 7, «κεντρική θέση κατέχουν οι εκτεταμένες και γενικευμένες συγκρούσεις με οπαδούς του Παναθηναϊκού στην Πάτρα, αλλά και σε διάφορα σημεία της Εθνικής Οδού (Ισθμός, Ξυλόκαστρο, Αίγιο, Κιάτο) τον Σεπτέμβριο του 1981», με αφορμή μια «προδοτική» μεταγραφή. Ιστορική όμως για τη βίβλο των «κατορθωμάτων» των οπαδών, λένε οι Κυπριανός και Χουμεριανός, είναι η «μάχη της Αλαμάνας» τον Ιούνιο του 1985. Μετείχαν 150 εκδρομείς του Ολυμπιακού που επέστρεφαν από τη Λάρισα και περίπου 600 του ΠΑΟΚ που επέστρεφαν από την Αθήνα. Η συνάντηση των πούλμαν στην περιοχή της Στυλίδας κατέληξε σε οκτάωρη σύγκρουση. Επίσημος απολογισμός:

160 τραυματίες, 20 συλληφθέντες οπαδοί. Η αφήγηση, και από τις δυο πλευρές, είναι «ηρωική» και περνάει από γενιά σε γενιά των οπαδών. Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή των οπαδών του Ολυμπιακού, «οι δικοί τους» συναντήθηκαν με πολυπληθέστερους οπαδούς του ΠΑΟΚ που τους επιτέθηκαν χωρίς να σεβαστούν το αριθμητικό μειονέκτημά τους. Σύμφωνα με την αφήγηση οπαδού που μετείχε στη «μάχη», οι ολυμπιακοί, αν και συντριπτικά λιγότεροι, κατατρόπωσαν τους αντιπάλους και τους κυνήγησαν μέσα στα χωράφια. «Οι παοκτζήδες δεν υπολόγισαν τη μαγκιά των γαύρων». Έτσι η «Αλαμάνα» καταγράφηκε ως «χρυσή σελίδα» στην ιστορία των φανατικών ολυμπιακών. Αργότερα, η αφήγηση γέρνει προς τον εξευτελισμό του αντιπάλου. Οι νεώτεροι θεωρούν πως «μπροστά στην ορμητικότητα των δικών μας, οι παοκτζήδες κιότεψαν».

Η εκδοχή των παοκτζήδων είναι αντίστροφη και αποδίδει τη «νίκη» τους στις οργανωτικές τους ικανότητες και την εκπόνηση στρατηγικού σχεδίου. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, οι παοκτζήδες ήταν πολύ λιγότεροι, κατάφεραν σε πρώτη φάση να μην έχουν απώλειες μέσω μιας τακτικής υποχώρησης στα γύρω χωράφια, μέχρι να ειδοποιηθούν και να έρθουν ενισχύσεις οι οποίες αιφνιδίασαν τους αντιπάλους και τους κυνήγησαν συντεταγμένα.

«Αυτές οι αφηγήσεις», λένε ο Κυπριανός και ο Χουμεριανός, «δραματοποιούνται και ανατροφοδοτούνται αενάως στο πλαίσιο συγκρότησης ταυτοτήτων. Η λέξη-κλειδί είναι το “δίκαιο” της ομάδας, μια νοερή κατασκευή με υπερφυσικές πτυχές, που επέχει θέση απόλυτης αλήθειας».

Από τη βρετανική ελίτ στα λαϊκά εργατικά στρώματα


ΙΣΤΟΡΙΚΑ, πάντως, το ποδόσφαιρο ξεκίνησε διαφορετικά: «Τα περισσότερα σπορ στις απαρχές τους ήταν αριστοκρατικά. Το ποδόσφαιρο αναπτύχθηκε αρχικά στα ελιτίστικα βρετανικά public schools την εικοσαετία 1820-1840, σύντομα όμως το αγκάλιασαν τα εργατικά στρώματα και έγινε συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού μετατρέπεται σε λαϊκό άθλημα. Στην Ελλάδα, στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ποδόσφαιρο- χωρίς να είναι αριστοκρατικό όπως η ιππασία, το τένις και η ξιφασκία- περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στα αστικά στρώματα των μεγάλων πόλεων», λένε οι συγγραφείς. Όπως έχει γράψει και η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη, «ο αριθμός των εισιτηρίων από το 1906 έως το 1922 ήταν ακόμη αρκετά χαμηλός και η απήχηση του ποδοσφαιρικού θεάματος σχετικά περιορισμένη».

«Το ποδόσφαιρο περνάει στα λαϊκά στρώματα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, κυρίως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή» λένε οι συγγραφείς, επικαλούμενοι και τον ιστορικό Χρήστο Χατζηιωσήφ που έχει γράψει: «Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας, δύο ημέρες προτού καταθέσει την εξουσία στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, πραγματοποίησε την τελευταία δημόσια εμφάνισή του ως αρχηγός της Επανάστασης την Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 1923 μπροστά στις μάζες που παρακολουθούσαν τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αθήνας- Πειραιά στο τότε ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου. Οι πρόσφυγες, εξαθλιωμένες μάζες στα μάτια των γηγενών αστών, υιοθέτησαν αυτό το ομαδικό άθλημα ιδρύοντας με ενθουσιασμό ποδοσφαιρικά σωματεία που θα γίνονταν από τα πιο μαζικά της χώρας (ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Απόλλων Αθηνών, Πανιώνιος κ.λπ.)».