«Το επίκεντρο της διήγησης κάθε πρόσφυγα παραμένει το ίδιο. Να γεννιέσαι σε ένα μέρος, να γερνάς σε άλλο. Και να αισθάνεσαι ξένος και στα δύο μέρη»… Η αφήγηση προέρχεται από ανταλλαγείσα μουσουλμάνα που το 1923 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από την Κρήτη στην Τουρκία. Θα μπορούσε, όμως, κάλλιστα, να είναι η αφήγηση της άλλης πλευράς. Θύματα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς ήταν και οι Έλληνες και οι Τούρκοι.


Για την Ελλάδα η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν το αποκορύφωμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για την Τουρκία σηματοδότησε τη συγκρότηση του νέου τουρκικού κράτους. Η Συνθήκη της Λωζάννης σχεδιάστηκε ως αντίδοτο στον πόνο, αλλά προκάλεσε πόνο. Έχουν περάσει 86 χρόνια από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά το φάντασμα των μαζικών απελάσεων χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών στις δύο πλευρές του Αιγαίου δεν έχει αναπαυθεί ακόμα.

Νέες μελέτες διαπιστώνουν ότι η ανταλλαγή- η οποία ως μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης είχε χαρακτηριστεί «επίτευγμα» από τη διεθνή κοινότητα- ήταν το αποτέλεσμα της ιδεολογίας του έθνους- κράτους και το δραστικό μέσο επιβολής της ιδέας του «καθαρού» εθνικού κράτους που προέβαλλε ως επιτακτική ανάγκη στις μέρες του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Μουσταφά Κεμάλ. Για κάποιους αναλυτές, εξηγεί και τη σημερινή παθολογία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η ανταλλαγή. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε και επέβαλε με υποχρεωτικούς όρους ξεριζωμό οριστικοποιώντας αλλά και μεγιστοποιώντας τις συνέπειες της προσφυγιάς που είχε ήδη προηγηθεί. Η συζήτηση για την ανταλλαγή δεν άρχισε το 1923. Είχε πρωτοσυζητηθεί το 1914 και αργότερα στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919. Το 1914 ο Βενιζέλος είχε προτείνει στο μνημόνιό του, αν οι εδαφικές διεκδικήσεις του δεν ικανοποιούνταν, περισσότεροι από 900.000 Έλληνες που έμεναν στην Τουρκία, να ανταλλαχθούν εθελούσια με τους περίπου 1.000.000 μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες. Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν τη Σύμβαση υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, επιβάλλοντας την υποχρεωτική μετακίνηση για τους ελληνορθόδοξους της Τουρκίας και τους μουσουλμάνους της Ελλάδας με κριτήριο τη θρησκεία. Η ανταλλαγή επισφραγίστηκε με την ελληνοτουρκική σύμβαση της 10ης Ιουνίου 1930, σύμφωνα με την οποία εκκαθαρίστηκε οριστικά το περιουσιακό ζήτημα των ανταλλαγέντων.

Η ανταλλαγή είχε αμοιβαίο όφελος: την τόνωση των «εθνικά» ερημωμένων περιοχών και την αποδέσμευση από «εθνικά αλλότρια στοιχεία». Ο ίδιος ο όρος, σημειώνει ο Κ. Τσιτσελίκης («Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών», Κριτική), παραπέμπει στην ιδέα της αμοιβαίας παραχώρησης πραγμάτων από τους ιδιοκτήτες τους. Αυτή, στην ελληνοτουρκική περίπτωση, αποφασίστηκε και διεκπεραιώθηκε με όρους ηγεμονικούς: «Ελλάδα και Τουρκία πάγωσαν για λίγο την ιστορία, εφάρμοσαν σχέσεις μη νεωτερικές στους πολίτες τους, τους οποίους αντιμετώπισαν ως “υπηκόους”, ώστε αμέσως μετά την Ανταλλαγή να εφαρμόσουν το εθνικό/νεωτερικό πρόγραμμα στο πλαίσιο της σχέσης κράτους/έθνους πολίτη».

Τα άρθρα 2 και 14. Για πολιτικούς λόγους που αφορούσαν Ελλάδα και Τουρκία, το άρθρο 2 της Σύμβασης της Λωζάννης εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, η οποία είχε ήδη προσαρτηθεί στην Ελλάδα, και τους ελληνορθόδοξους της Κωνσταντινούπολης. Με το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης, οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Ίμβρου και της Τενέδου συμπεριλήφθηκαν στην εξαίρεση. Ο Ισμέτ πασάς επεδίωξε οι τουρκομουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, ώστε να υπάρχει αντίβαρο στην εξαίρεση των ελληνορθόδοξων της Πόλης. Με σύγχρονους όρους, η ανταλλαγή δεν ήταν παρά η επισημοποίηση μιας ανθρωπιστικής καταστροφής. Ήταν ο ξεριζωμός εκατομμυρίων ανθρώπων αναπόφευκτη λύση δεδομένων των συνθηκών της εποχής; «ΤΑ ΝΕΑ» έθεσαν το ερώτημα σε τρεις ανθρώπους που ξέρουν από αναγκαστικούς «χωρισμούς»: έναν Βορειοϊρλανδό (Μπρους Κλαρκ), έναν Έλληνα (Κωνστ. Τσιτσελίκη) κι έναν Τούρκο (Μπασκίν Οράν).

«Η ανταλλαγή αποτέλεσε ριζική λύση στο εθνικό θέμα»


Ήδη πέρασαν 85 χρόνια από την υλοποίηση της αμφιλεγόμενης «ανταλλαγής ελληνοτουρκικών πληθυσμών» και η συζήτηση σχετικά με τα αίτια που την προκάλεσαν, τους όρους διεξαγωγής της, ή τους ανθρώπous που καθόρισε, φαίνεται ότι σιγά σιγά αλλάζει περιεχόμενο. Η ανταλλαγή προσφέρει ελκυστικές ερμηνευτικές αναζητήσεις και αναλύσεις ορισμένων πτυχών της που θεωρούνται ακόμα και σήμερα ταμπού. Μιας ιστορικής περιόδου κατά την οποία Ελλάδα και Τουρκία αναγκάστηκαν από κοινού να λύσουν τον γόρδιο δεσμό του μειονοτικού φαινομένου και να διασφαλίσουν την εθνική τους συγκρότηση.

Πολιτικός ρεαλισμός που οδήγησε στην ειρήνη ή καταπάτηση των δικαιωμάτων τoυ ανθρώπoυ; Πώς χρησιμοποιήθηκε το δίκαιο και οι εθνικές ιδεολογίες για την εξάλειψη και την προστασία των μειονοτήτων; Πώς αντιμετωπίστηκαν αυτοί που έμειναν και αυτοί που έφυγαν; Η ελληνική και τουρκική βιβλιογραφία κατά κανόνα εστίασε η κάθε μία στους ανταλλαχθέντες/ πρόσφυγες της «δικής της» πλευράς σύμφωνα με τη λογική του «εθνικού συμφέροντος». Για τη μία πλευρά, εάν οι Έλληνες πρόσφυγες είναι οι ήρωες και τα θύματα του ξεριζωμού, οι άνθρωποι που ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία αγνοούνται. Για την άλλη πλευρά, οι μουσουλμάνοι, δυνάμει Τούρκοι, συρρέουν από την καταρρέουσα Αυτοκρατορία για να συμβάλουν στην συγκρότηση της νέας Τουρκίας. Το παρελθόν τους αποσιωπάται, όπως και οι πολιτισμικές και γλωσσικές ετερότητές τους. Στις εθνοκεντρικές βιβλιογραφίες η ανταλλαγή εξετάζεται μονόπλευρα: Για τους Έλληνες αυτό γίνεται στο πλαίσιο της Καταστροφής, δηλαδή, της ματαίωσης της Μεγάλης Ιδέας. Για τους Τούρκους, αποτελεί το σημείο αναφοράς της νέας Τουρκίας, η οποία απαλλάχθηκε από το βάρος των μη μουσουλμάνων και της στρατιωτικής απειλής των γειτόνων. Η θυματοποίηση στην Ελλάδα και η λήθη του βαλκανικού παρελθόντος στην Τουρκία, αποτελούν τα παράλληλα μοτίβα τα οποία «αριστερή» και «δεξιά» βιβλιογραφία αναπαράγουν μέσω μιας ανομολόγητης ιδεολογικής σύμπνοιας.

Η Σύμβαση της Λωζάννης εφάρμοσε επίσημα και μέσω του δικαίου εθνοκαθαρτικές πολιτικές στα αποκαΐδια τις αποτυχημένης «μικρασιατικής εκστρατείας» ή του πετυχημένου «πολέμου της ανεξαρτησίας», αμφισβητούμενης, ωστόσο, νομιμότητας. Από την άλλη πλευρά δεν θα ήταν άστοχο να ισχυριστεί κανείς ότι η ανταλλαγή πληθυσμών αποτέλεσε μια ριζική λύση στο εθνικό θέμα, το οποίο ήταν συνυφασμένο με στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και πολέμους. Στο πλαίσιο αυτό, η ανταλλαγή εξυπηρέτησε την ομογενοποίηση του κράτους προτάσσοντας την «εθνική ασφάλεια». Ωστόσο, θα ήταν ολισθηρό το επιχείρημα ότι η Ανταλλαγή υπήρξε αποτρεπτική σχετικά με τις μελλοντικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς η εθνοθρησκευτική ετερότητα δεν αποτελεί αφ΄ εαυτής αιτία σύγκρουσης, αλλά πεδίο στο οποίο ασκούνται πολιτικές ανταγωνισμών. Εάν το πεδίο αυτό εκλείψει δεν συνεπάγεται ότι εξαλείφονται και οι πιθανότητες σύγκρουσης.

Ο Κ. Τσιτσελίκης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, επιμελητής του συλλογικού τόμου «Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών: πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης» (εκδ. Κριτική)

«Τρομερή τραγωδία, αλλά απέτρεψε ακόμη χειρότερες»


Ηυποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν μια φοβερή τραγωδία για όλους όσοι επηρεάστηκαν άμεσα από αυτήν. Στη σύγχρονη αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απαράδεκτο να αναγκάζεις ανθρώπους να αφήσουν τη χώρα κατοικίας τους επειδή έχουν «λάθος» θρησκεία. Ακόμη και την εποχή που γινόταν η διαπραγμάτευση για την ανταλλαγή, τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη αναγνώριζαν ότι υπήρχε κάτι επαίσχυντο στην ιδέα της υποχρεωτικής ανταλλαγής. Κάθε μέρος προσπαθούσε να κατηγορήσει κάποιον άλλο για την ιδέα του καταναγκασμού, παρ΄ ότι κάθε μέρος είχε τους δικούς του λόγους που ήθελε την υποχρεωτική ανταλλαγή.

Η ελληνική πλευρά ήθελε να διώξει το μεγαλύτερο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της, επειδή έβλεπε τον χώρο και την ιδιοκτησία που καταλάμβαναν οι μουσουλμάνοι ως χώρο για να μεταφερθούν οι χριστιανοί ορθόδοξοι πρόσφυγες που συνέρρεαν στην Ελλάδα και απειλούσαν με απόλυτη κοινωνική διάλυση. Δεν ήταν μόνο ζήτημα φυσικού χώρου για τους πρόσφυγες. Η κυβέρνηση ήλπιζε να λάβει ένα μεγάλο διεθνές δάνειο με την υποστήριξη της Κοινωνίας των Εθνών, για τη φροντίδα των προσφύγων. Για να λάβει το δάνειο, η Ελλάδα έπρεπε να προτάξει ορισμένα απτά στοιχεία, όπως η ασφάλεια και η περιουσία που οι μουσουλμάνοι θα άφηναν, τα οποία ήταν η μόνη ασφάλεια που ρεαλιστικά μπορούσε να προσφέρει η κυβέρνηση.

Για την τουρκική πλευρά, η υποχρεωτική ανταλλαγή ήταν μια ελκυστική πρόταση, γιατί προσέφερε νομιμοποίηση και έκανε αξιοσέβαστη μια πράξη που θεωρούσε αναπόφευκτη- την εκδίωξη όλων, ή σχεδόν όλων των χριστιανικών οθωμανικών πληθυσμών, με την αιτιολογία ότι είχαν συνεργαστεί με τους Έλληνες κατακτητές της Ανατολίας. Παρ΄ ότι το νέο τουρκικό κράτος ήταν αποφασισμένο να εκδιώξει τις χριστιανικές μειονότητες, ήταν ταυτόχρονα ιδιαίτερα ευαίσθητο στην κριτική των δυτικών δυνάμεων καθώς υποπτευόταν ότι αυτή η κριτική θα τις διευκόλυνε να πιέσουν με απαιτήσεις τους σε άλλους τομείς, όπως η οικονομία και το εμπόριο. Η ανταλλαγή ήταν για την Τουρκία μια κατάσταση win-win: απουσία των χριστιανών και οποιασδήποτε αιτιολογίας βάσει της οποίας η Τουρκία θα μπορούσε να επικριθεί. Ταυτόχρονα, «προσκαλώντας» τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας, το νέο τουρκικό κράτος θα συμπλήρωνε τα κενά σε ανθρώπινο δυναμικό που θα δημιουργούσε η απομάκρυνση των χριστιανών.

Για τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν ένα ακόμη βήμα προς τον κοινό στόχο: τη δημιουργία συμπαγών εθνών- κρατών, όπου θα κυριαρχούσαν μία γλώσσα, μία θρησκεία και μία εθνική συνείδηση. Από την άποψη όλων όσων πήραν τις αποφάσεις, η ανταλλαγή εκπλήρωσε αυτές τις προσδοκίες. Συνέβαλε πράγματι στη δημιουργία, και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, σχετικά ομοιογενών εθνώνκρατών που ζούσαν σε τυπική αντίθεση το ένα απέναντι στο άλλο, αλλά δεν επιδίωκαν ενεργά εδαφικές διεκδικήσεις έναντι αλλήλων. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η ανταλλαγή ήταν μια τρομερή τραγωδία για τους ανθρώπους που επηρέασε. Η μόνη βάση στην οποία μπορεί να την υποστηρίξει κανείς είναι ότι απέτρεψε ακόμη χειρότερες τραγωδίες. Ο Μπ. Κλαρκ είναι αρχισυντάκτης στον «Εconomist», συγγραφέας του βιβλίου «Δυο φορές ξένος: Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία» (Εκδ. Ποταμός)

«Για την εποχή, ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να γίνει»


«Η ανταλλαγή πληθυσμών ήταν μια αμοιβαία εθνοτικοθρησκευτική εκκαθάριση. Αλλά, εκείνη την εποχή, ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να γίνει, επειδή τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, το απεχθές “έθνος- κράτος” γνώριζε επιτυχία μέσα σε μια ατμόσφαιρα πολεμική. Ο ορισμός μου για το έθνος- κράτος είναι: “Ένας τύπος κράτους που απαιτεί το έθνος του να είναι ομοιογενές, και εφαρμόζει πολιτική αφομοίωσης και/ή εθνοτικής/θρησκευτικής εκκαθάρισης για να τη διασφαλίσει”. Δυστυχώς, υπάρχουν ισχυρά απομεινάρια αυτού του μισητού είδους κράτους και στις δύο χώρες ακόμη και σήμερα. Κοιτάξτε πώς οι αντίστοιχες μειονότητες (στη Δυτική Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη) αντιμετωπίζονται σαν ξένα καρκινογόνα κύτταρα. Επιπλέον, η εθνότητα δεν είναι το μόνο πράγμα. Ακόμη και σήμερα και στα δύο κράτη η θρησκεία είναι το πιο σημαντικό συστατικό της εθνικής ταυτότητας. Ένας μη ορθόδοξος Έλληνας δεν είναι Έλληνας και ένας μη μουσουλμάνος Τούρκος δεν είναι Τούρκος.

Με αυτή την έννοια, η Ελλάδα βρίσκεται σε ελαφρώς καλύτερη θέση από την Τουρκία, λόγω του ότι έγινε σχετικά νωρίς μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία θα διορθωθεί περισσότερο, όταν γίνει μέλος της Ε.Ε.».

Ο Μπ. Οράν είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, μέλος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Άγκυρα), ενώ στις τουρκικές εκλογές του 2007 ήταν υποψήφιος ως ανεξάρτητος βουλευτής