«Μαγνήτη» για τις καταιγίδες αποτελεί η Αθήνα. Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν αυξηθεί οι μέρες όπου το ύψος της βροχής ξεπερνά στην πρωτεύουσα τα 10 με 20 χιλιοστά και αυτό, σύμφωνα με έρευνες Ελλήνων ειδικών, φαίνεται πως οφείλεται στη θερμότητα που εκπέμπει η πόλη.
Από το 1980 και μετά, η Αθήνα έχει γνωρίσει πρωτόγνωρη οικοδομική δραστηριότητα και έχει σταδιακά μετατραπεί σε μια θερμική νησίδα. Αυτό σημαίνει ότι ο μεγάλος αριθμός κτιρίων και σπιτιών που επεκτάθηκαν εις βάρος ελεύθερων χώρων και πρασίνου, λειτουργούν ως θερμική δεξαμενή. Απορροφούν την ηλιακή ακτινοβολία, τη συσσωρεύουν στα δομικά τους υλικά που έχουν μεγάλη θερμοχωρητικότητα, και στη συνέχεια την αποβάλλουν ως θερμότητα στο περιβάλλον. Η θερμότητα αυτή αποδεικνύεται τώρα πως διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία καταιγιδοφόρων νεφών πάνω από την πρωτεύουσα.
«Οι καταιγίδες εκδηλώνονται ως επί το πλείστον εξαιτίας των βίαιων ανοδικών κινήσεων που προκαλούν οι ατμοσφαιρικές διαταραχές (κυρίως ψυχρά μέτωπα), που περνούν από τη χώρα μας», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Παναγιώτης Νάστος που είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Εργαστήριο Κλιματολογίας και Ατμοσφαιρικού Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Όταν τα μέτωπα αυτά περνούν πάνω από την Αττική, έχοντας προκαλέσει σε άλλες περιοχές της χώρας βροχές ή καταιγίδες, τότε, παρά το γεγονός ότι μπορεί να είναι εξασθενημένα, παρουσιάζουν βίαιες ανοδικές κινήσεις εξαιτίας της θερμότητας που εκπέμπεται από το Λεκανοπέδιο, συνεισφέροντας στη δημιουργία νεφών κατακόρυφης ανάπτυξης». Σύννεφα ύψους 10 χλμ.
Τα σύννεφα, που μπορεί να εκτείνονται σε ύψος έως και 10 χλμ. πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, προκαλούν καταιγίδες που διαρκούν κατά μέσο όρο μία ώρα. Τα μέτωπα αυτά, αέριες μάζες, μπορούν να προκαλέσουν σφοδρές βροχοπτώσεις και χωρίς να έχουν εξασθενήσει κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους. Η θερμότητα της Αθήνας σε συνδυασμό με υδρατμούς στην ατμόσφαιρα και με την επικράτηση νοτίων ανέμων αποτελεί επίσης ένα πρώτης τάξεως καταιγιδοφόρο κοκτέιλ.
Στις περιπτώσεις αυτές, η ένταση της βροχής είναι πολύ μεγάλη και ξεπερνά σε ύψος τα 20 χιλιοστά. Ο αριθμός αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός αν αναλογιστεί κανείς ότι το ύψος του νερού από μια συνηθισμένη βροχή δεν υπερβαίνει συνήθως τα 4 χιλιοστά. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, έχουν σημειωθεί καταιγίδες όπου το ύψος της βροχής φθάνει και ξεπερνά τα 30 ή και τα 40 χιλιοστά.
Ο κ. Π. Νάστος μελέτησε τα τελευταία χρόνια τις ημερήσιες τιμές βροχόπτωσης από 27 μετεωρολογικούς σταθμούς στην Ελλάδα, για την περίοδο από το 1956 μέχρι πρόσφατα και υπολόγισε τον δείκτη της ημερήσιας έντασης της βροχής.
Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται να επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι η αστικοποίηση της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών επηρεάζει τις ισχυρές καταιγίδες. Οι καταιγίδες κατακόρυφης μεταφοράς όπως λέγονται, αναπτύσσονται και ενισχύονται από την εκλυόμενη θερμότητα της αστικής θερμικής νησίδας της πόλης. Μάλιστα, πολλές μελέτες που έχουν γίνει στο εξωτερικό, υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία, δίνοντας αποδείξεις ότι η αστική θερμική νησίδα των μεγάλων πόλεων συνδέεται με ισχυρές καταιγίδες κατακόρυφης μεταφοράς, όπως στην Ατλάντα, στην Πόλη του Μεξικού στο Τελ Αβίβ, στο Πεκίνο, στο Τόκιο, στο Λονδίνο.
Χαρακτηριστικό όμως είναι το γεγονός ότι όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, δεν εμφανίζονται και στη Θεσσαλονίκη παρά το γεγονός ότι είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Ελλάδας. Η ανάλυση μετεωρολογικών δεδομένων από το 1930 μέχρι σήμερα, που έγινε από τους κ.κ. Κώστα Φιλάνδρα, Γιάννη Καπσωμενάκη και Χρήστο Ρεπαπή από το Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, έδειξε ότι στην Αθήνα υπάρχει αυξητική τάση του αριθμού ημερών βροχής με μεγάλη ένταση. Αυτό φαίνεται να οφείλεται στο γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ουσιαστικά δεν συνιστά θερμική νησίδα- παρά το μέγεθός της- σε αντίθεση με την Αθήνα που είναι πολύ πιο πυκνοδομημένη.
ΣΦΟΔΡΕΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ
Το ύψος νερού συχνά ξεπερνά τα 20 χιλιοστά, ενώ μια συνηθισμένη βροχή δεν υπερβαίνει συνήθως τα 4 χιλιοστά
Όλο και λιγότερες βροχές
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΗ είναι η μεταβλητότητα που παρουσιάζουν οι βροχές στη χώρα μας ως προς τον χώρο και τον χρόνο που εκδηλώνονται. Σε απόσταση 350 χιλιομέτρων, ο όγκος του νερού που πέφτει μέσα σε έναν χρόνο παρουσιάζει σημαντική διαφορά, καθώς κυμαίνεται από 2.000
χιλιοστά και περισσότερο στα ορεινά της Βορειοδυτικής Ελλάδας μέχρι 400 χιλιοστά ή και λιγότερο στην Αττική και τις Κυκλάδες.
Στη χώρα μας, το 92% των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια της υγρής περιόδου (από Οκτώβριο έως Μάρτιο) παράγεται από τους κυκλωνικούς τύπους κυκλοφορίας (δηλαδή τα βαρομετρικά χαμηλά που μας έρχονται), ενώ κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου τα έντονα επεισόδια βροχόπτωσης και χαλαζιού συνδέονται με την εκδήλωση θερμικών καταιγίδων.
Ο αναπληρωτής καθηγητής κ. Π. Νάστος παρατηρεί ότι σε όλη την Ελλάδα οι τάσεις της ετήσιας βροχόπτωσης, που καθορίζεται κυρίως από τη χειμερινή βροχόπτωση, είναι πτωτικές. «Από τα στοιχεία που μελετήσαμε προκύπτει ότι σημαντικές πτωτικές τάσεις εμφανίζονται στους σταθμούς της Κέρκυρας, των Ιωαννίνων, του Αγρινίου, της Κοζάνης, της Ιεράπετρας, της Σκύρου και της Αλεξανδρούπολης».
Μείωση 20%
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλιματικών μοντέλων που έχουν «τρέξει» επιστήμονες στην Ευρώπη, είναι πιθανό οι βροχοπτώσεις να μετατοπιστούν στις βόρειες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, ενώ στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Μεσογείου οι βροχοπτώσεις την περίοδο 2080-2099 θα σημειώσουν μείωση πάνω από 20% σε σχέση με την περίοδο 1980-1999.