Προχθές, ενώ στο Βερολίνο εορτάζονταν τα είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους- από το γεγονός που συμβόλισε το τέλος του συστήματος κεντρικής διεύθυνσης της οικονομίας υπό την απόλυτη πολιτική εξουσία του ενός κόμματος, του συστήματος που από το 1918 ώς το 1991 ονομαζόταν «σοσιαλισμός»- το ΒΒC δημοσίευσε μιαν ενδιαφέρουσα έρευνα γνώμης. Ρωτήθηκαν περίπου 29.000 πολίτες σε 27 χώρες και μόλις 11% δήλωσαν ικανοποιημένοι από τη λειτουργία του καπιταλισμού (πρώτοι ήρθαν οι Αμερικανοί με 25%, δεύτεροι οι Πακιστανοί με 21%). Λίγο πάνω από τους μισούς (51%) υποστήριζαν ότι τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με ισχυρότερη ρύθμιση των αγορών και μεταρρυθμίσεις, αλλά 23% έκριναν ανεπανόρθωτα τα ελαττώματα της λεγόμενης «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», πιστεύοντας ότι χρειαζόμαστε ένα εντελώς νέο οικονομικό σύστημα (πρώτοι εδώ οι Γάλλοι με 43%). Ισχυρότερες κυβερνητικές παρεμβάσεις για πιο ίση κατανομή του πλούτου ήθελε το 67% όσων ρωτήθηκαν, για να ρυθμίζεται η επιχειρηματική δραστηριότητα το 56%, για να τεθούν υπό κρατική ιδιοκτησία ή άμεσο έλεγχο οι μεγάλες επιχειρήσεις το 47%.
Με κάποια έκπληξη μετέδωσε τη σχετική είδηση την ημέρα της ιστορικής επετείου το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», αν και 54% των ερωτηθέντων χαιρέτιζαν εκ των υστέρων ως «καλό πράγμα» την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης- «κακό πράγμα» ήταν για το 22%, ενώ 24% δεν εξέφεραν γνώμη. Αλλά για το οικονομικό σύστημα που επικράτησε σε παγκόσμια κλίμακα μετά το 1989 οι γνώμες των ανθρώπων ανά τον πλανήτη καταγράφονται σαφώς αρνητικές. Μπορεί να τις χειροτέρευσαν οι εμπειρίες από την κρίση: η αυξανόμενη ανεργία, οι απώλειες εισοδήματος, η υπερχρέωση μέχρι την απειλή να χάσει κανείς το σπίτι του, η εξάπλωση της φτώχειας. Και τώρα όμως, που κατά κοινή διαπίστωση οι οικονομίες βγαίνουν πια από την κρίση, που οι τράπεζες ανακοινώνουν και πάλι θεαματικά κέρδη και τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν, οι προοπτικές για την απασχόληση, για την κοινωνική ασφάλεια γενικότερα, διαγράφονται ζοφερές. Πώς να μην εντείνεται η δυσφορία του κόσμου, η αίσθηση ότι το σύστημα είναι στραβό και άδικο, το αίτημα είτε να διορθωθεί αποφασιστικά, είτε να αλλάξει εκ βάθρων;
Μιαν απάντηση επιχείρησε να δώσει ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν, ο πολιτικός που με την περυσινή πρωτοβουλία του για τη διάσωση των τραπεζών στη χώρα του και σε όλην την Ευρώπη συνέβαλε καθοριστικά στην αποτροπή μιας ολοσχερούς οικονομικής κατάρρευσης. Μόνο που το κόστος εκείνης της διάσωσης ήταν τεράστιο για τα κράτη, η βαθιά ύφεση που ακολούθησε το επαύξησε ακόμα περισσότερο, και τα περιθώρια για δημόσιες πολιτικές περιορίζονται ασφυκτικά. Οι κοινωνίες ανέλαβαν τις ζημίες, οι τράπεζες κράτησαν τα κέρδη. Παρεμβαίνοντας το περασμένο Σάββατο, ωστόσο, αναπάντεχα στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών του G20 στη Σκωτία, ο Μπράουν πρόβαλε την ανάγκη ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» και πρότεινε μεταξύ άλλων την επιβολή ενός φόρου στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Η θέσπιση νέων κανόνων ρύθμισης και εποπτείας μπορεί να αλλάξει τον χρηματοπιστωτικό τομέα όταν εφαρμοστεί, εξήγησε, δεν επαρκεί όμως για την προστασία από μελλοντικούς κινδύνους, ούτε για να αντισταθμίσει το ευρύτερο κοινωνικό κόστος τραπεζικών αποτυχιών.
Την ιδέα ενός τέτοιου «φόρου Τόμπιν» (από το όνομα του νομπελίστα που τον πρωτοεισηγήθηκε το 1972) έχουν στηρίξει ο προηγούμενος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Πέερ Στάινμπρικ μαζί με τη Γαλλίδα υπουργό Κριστίν Λαγκάρντ, πολλοί ειδικοί, από τον πρόεδρο της βρετανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Λόρδο Τέρνερ μέχρι τον Τζορτζ Σόρος. Η απόρριψη του Αμερικανού υπουργού Τιμ Γκάιθνερ φάνηκε να της κλείνει τον δρόμο, δική του όμως πρόταση για τη φορολόγηση των τραπεζών επεξεργάζεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- «δεν γίνεται κάποιοι να παίρνουν ρίσκο και κατόπιν να το πληρώνουμε όλοι οι φορολογούμενοι», έλεγε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν.
Επίπονα θα συνεχίζεται η διεθνής αντιπαράθεση, στο μεταξύ όμως αφορά και εμάς. Όσο μεγάλες διαφορές και αν παρουσιάζουμε, αναλογίες υπάρχουν: Οι αντιρρήσεις των τραπεζών στο νομοσχέδιο για την προστασία των δανειοληπτών τους οποίους εκείνες παρότρυναν να υπερχρεωθούν. Τα μειωμένα φέτος, αλλά πάντα σημαντικά κέρδη τους, εύκολα και ασφαλή στον βαθμό που αντλούνται μέσα από τον δανεισμό του κράτους. Στα οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε η συμβολή τους θα περιοριστεί σε μερικές δεκάδες εκατομμύρια έκτακτη εισφορά; (*) Την έρευνα διεξήγαγε για το ΒΒC η διεθνής εταιρεία δημοσκοπήσεων GlobeScan μαζί με το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ σε ΗΠΑ, Καναδά, Βραζιλία, Μεξικό, Χιλή, Κόστα Ρίκα, Παναμά, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Τσεχία, Τουρκία, Ρωσία, Ουκρανία, Ινδία, Πακιστάν, Κίνα, Ιαπωνία, Αυστραλία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Αίγυπτο, Κένυα και Νιγηρία, μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου 2009.
ΖΟΦΕΡΟ ΜΕΛΛΟΝ
Και τώρα, που οι οικονομίες βγαίνουν από την κρίση, που οι τράπεζες ανακοινώνουν και πάλι θεαματικά κέρδη και τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν, οι προοπτικές για την απασχόληση, για την κοινωνική ασφάλεια γενικότερα, διαγράφονται ζοφερές