Νουμερολογία

Της Πόπης Διαμαντάκου diaman@dolnet.gr ,


Στην τελευταία ακριτική ραχούλα της χώρας μπορεί να ρωτήσει οποιοσδήποτε με άνεση σαν επιστήμονας της επικοινωνίας «πόσο κάνει ο τάδε παιδάκι μ΄ στα “νεανικά κοινά”»;


«Ροκανίζει» κοινό το ριάλιτι που βρίσκεται απέναντι από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων; Η αλήθεια είναι ότι, ως προς τα ποσοστά τηλεθέασης, τα ανταγωνίζεται σκληρά, φτάνοντας την περασμένη εβδομάδα τα ποσοστά του δελτίου ειδήσεων που κρατά τα πρωτεία, του Μega. Κόλαφος για την τηλεοπτική ενημέρωση; Μια τέτοια σύγκριση θα ήταν απλουστευτικός λαϊκισμός. Σε κανονικές τηλεοπτικές αγορές δεν πρόκειται για μεγέθη που συγκρίνονται. Παραμένει άλλο η ενημέρωση και άλλο το υπόλοιπο πρόγραμμα στις συνειδήσεις του κόσμου.

Άλλο αν στη χώρα μας ο εξωφρενικός συνωστισμός καναλιών (ακόμη παράνομων) σε μια μικρή, πολύ μικρή αγορά καταργεί τη μιντιακή επιστήμη και την κοινή λογική επιτρέποντας να κυριαρχήσει μόνον ο κανιβαλισμός των αριθμών. Αυτό σημαίνει ότι η μοναδική μέθοδος «ελέγχου» των τηλεοπτικών προγραμμάτων έχουν γίνει τα νούμερα. Τα απόλυτα νούμερα. Καμιά απολύτως συζήτηση για το περιεχόμενο, για τα διαφορετικά κοινά και τις διαφορετικές ανάγκες τους. Αυτό ίσως να συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες στα γραφεία των καναλιών. Στην ευρεία κατανάλωση αυτό που προσφέρεται, ιδίως μέσω των πάνελ της μεσημεριανάδικης παρλαπίπας, είναι ο εντυπωσιασμός του φιλοθεάμονος με νούμερα.

Ακόμη και στην τελευταία ακριτική ραχούλα του τόπου μιλούν για νούμερα τηλεθέασης και ρωτούν γι΄ αυτά λες και είναι τα μερομήνια που θα τους βοηθήσουν να οργανώσουν τις αγροτικές δουλειές «Πόσο έκανε η Ελενίτσα μανούλα μ΄ στα “νεανικά κοινά”;». Γελούν και οι κότες.

Τώρα ποιο «νεανικό κοινό» και πόσο αριθμητικώς βρίσκεται 10 με 1 στο σπίτι του και όχι στο θρανία ή στις καφετέριες και μάλιστα «κόβει φλέβες» για να παρακολουθήσει Μενεγάκη ή Καραμεροχαριτάτους ή «Όμορφο κόσμο», αυτό μόνο η επιστήμη μπορεί να μας το πει. Και όταν μας το πει, θα πρέπει να ανησυχήσουμε ως χώρα γι΄ αυτά τα καημένα τα νιάτα που καρφώνονται στους καναπέδες πρωινιάτικα και χαζεύουν σάχλες για συνταξιούχους. Αλλά όλο αυτό δεν αφορά την πραγματικότητα. Αφορά μια μικρή, πολύ μικρή «γωνία» της, την οποία αποτυπώνουν τυπικώς τα νούμερα τηλεθέασης για να έχει ένα εργαλείο η διαφημιστική αγορά προκειμένου να επενδύσει τα κεφάλαιά της.

Αυτό σημαίνει ότι αναλόγως και με το τι προϊόντα έχουμε να διαφημίσουμεσε ποιο κοινό, δηλαδή, απευθύνονται εμμέσως πλην σαφώς οι διαφημίσεις- επηρεάζεται και η τηλεοπτική παραγωγή. Για παράδειγμα, δεν διαφημίζεις απορρυπαντικά σε ενημερωτικά τοκ σόου που θεωρείται ότι απευθύνονται κυρίως σε ανδρικό κοινό.

Για την ακρίβεια, αν μια αγορά δεν έχει να διαφημίσει πολλά και διαφορετικά προϊόντα, γιατί δεν παράγει προϊόντα ή γιατί δεν έχει αναπτύξει, λόγω μικρού μεγέθους, άλλες επιμέρους αγορές και ο κύριος όγκος των διαφημίσεων αφορά απορρυπαντικά, σερβιέτες και προϊόντα κινητής τηλεφωνίας, δύο είδη κοινού έχουν σημασία, το γυναικείο και το λεγόμενο «νεανικό» (για τα προϊόντα κινητής τηλεφωνίας). Αυτό σημαίνει κατ΄ αρχήν μια ομοιομορφία τηλεοπτικών προγραμμάτων, τουλάχιστον ως προς τις βασικές τους αρχές, ανεξαρτήτως του αριθμού των καναλιών που λειτουργούν.

Στήθος, σαχλαμάρα η «χρυσή συνταγή»


Εδώ επανέρχεται το εγχώριο πρόβλημα με τα υπερβολικά πολλά κανάλια που απευθύνονται στο ίδιο μικρό κοινό με παρόμοια προγράμματα. Και εννοούμε ως «παρόμοια» όχι μόνο τα ίδια τηλεοπτικά είδη, τις σαπουνόπερες ή τα ριάλιτι από τη μια και την ενημέρωση από την άλλη, αλλά ότι η ενημέρωση μπορεί να απευθύνεται στο τηλεοπτικό κοινό με όρους σαπουνόπερας και ριάλιτι.

Από το σημείο αυτό αρχίζει η σύγχυση για το φιλοθέαμον, που επιτείνεται με τις αναλύσεις εκ του προχείρου και την υπερβολική χρήση των αριθμών. Είναι η αντίληψη που λέει ότι όσο περισσότερο απευθύνεται στα ένστικτα του φιλοθεάμονος η τηλεόραση τόσο κερδισμένη είναι. Στήθος, μπούτι, δάκρυ και σαχλαμάρα η «χρυσή συνταγή». Είναι η αντίληψη που θεωρεί τους τηλεθεατές πρόβατα. Που διευκολύνει την πολιτική να κάνει το ίδιο. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη σύγχυση. Γιατί ως τηλεθεατές βαριούνται γρήγορα τις τηλεσυνταγές και αλλάζουν διαρκώς διαθέσεις και κανάλια. Το δύσκολο αρχίζει από τη στιγμή που ως πολίτες κάνουν το ίδιο και εκδηλώνουν δυσαρέσκεια για την «πολιτική κουζίνα».