Όταν ο Τζον Στάινμπεκ επισκέπτεται την ΕΣΣΔ μετά τον πόλεμο, το 1947, είναι και αυτός ήδη διάσημος όχι μόνον ως ο συγγραφέας της αμερικανικής αθλιότητας κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου, αλλά και για τον ρόλο που διαδραμάτισε για να μπει η Αμερική στον πόλεμο. Η ματιά του είναι δημοσιογραφική και τον συνοδεύει ο Ρόμπερτ Κάπα, ο οποίος αν και νεώτερος έχει γίνει και αυτός διάσημος ως φωτογράφος στον Ισπανικό Εμφύλιο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Στάινμπεκ είναι Αμερικανός. Ο αναγνώστης που θα αναζητήσει στο πολύ ζωντανό αυτό κείμενο σοβαρές πολιτικές αναλύσεις ή κάποια βαθύτε ρη ματιά στη σοβιετική κοινωνία θα απογοητευθεί. Αντιθέτως θα συναντήσει μια ευαίσθητη παρατηρητική ματιά, έναν δημοσιογράφο- ανθρωπολόγο, ο οποίος κοιτάζει τον κόσμο γύρω του για να καταγράψει τα φαινόμενα και όχι για να τα κρίνει.
Το γενικό συμπέρασμα είναι πως ο Στάινμπεκ, ελαφρώς αφελής ενίοτε, διαπιστώνει μετά χαράς πως στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου, πίσω από το παραπέτασμα, ναι, όντως κατοικούν άνθρωποι. Είναι άνθρωποι φτωχοί, χτυπημένοι από τον πόλεμο, όμως είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Φοβούνται τους Αμερικανούς και τα πυρηνικά τους όπως εμείς φοβόμαστε τους Ρώσους, θέλουν τρακτέρ για τα χωράφια τους, κρυώνουν ή ζεσταίνονται, και τους αρέσουν να ακούν τη μουσική που αγαπούν και να διασκεδάζουν. Βέβαια δεν ξέρουν να παίζουν καλή τζαζ και σ΄ έναν χορό τα κορίτσια χορεύουν μεταξύ τους γιατί οι συνομήλικοί τους άντρες έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο. Στο δε τσίρκο, όλοι οι κλόουν παριστάνουν τους Αμερικανούς. Οι περισσότερες πόλεις είναι κατεστραμμένες, ελάχιστοι γελούν στον δρόμο και ο παρατηρητής αναρωτιέται αν γέλασε ποτέ ο Λένιν. Ας αφήσουμε κι εδώ τις πραγματολογικές λεπτομέρειες τις δυσκολίες που είχε ο Κάπα με τη λογοκρισία, τη δυσκολία με τις μετακινήσεις ή τα σαράβαλα αεροπλάνα. Η ουσία είναι ότι ο Στάινμπεκ καταλαβαίνει κι αυτός ότι έχει να κάνει με έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό του, όταν θα δοθεί η ευκαιρία να συμπεριφερθεί ως λογοτέχνης.
Σε μία συνέντευξη που δίνει σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό αντιλαμβάνεται ότι ο μεταφραστής του μεταφράζει άλλ΄ αντ΄ άλλων όχι γιατί δεν καταλαβαίνει τις λέξεις αλλά γιατί του ξεφεύγει ο τρόπος σκέψης. Στην ΕΣΣΔ οι συγγραφείς προσπαθούν να προσαρμοστούν στο ρόλο των «Αρχιτεκτόνων της ψυχής» που τους έχει αναθέσει ο Στάλιν, ενώ ο ίδιος ο Στάινμπεκ ομολογεί ότι δεν ξέρει ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του. Κάποια στιγμή επίσης θα αναρωτηθεί χωρίς όμως να σκεφτεί παραπάνω, αν άραγε οι Γερμανοί αιχμάλωτοι που δούλευαν στην ανοικοδόμηση ήταν μία μεταφορά των στρατοπέδων εργασίας των ναζί στην ΕΣΣΔ.
Συμπέρασμα: μια ματιά μάλλον επιφανειακή, η οποία όμως έχει το προτέρημα της ζωντάνιας και της εντιμότητας. Σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η εξαιρετική μετάφραση της Κίρας Σίνου.