Το 2009 ήταν η πιο ενδιαφέρουσα χρονιά της λήγουσας δεκαετίας για την ελληνική πεζογραφία. Ναι μεν στα νούμερα εξακολουθεί να δεσπόζει η ροζ παραλογοτεχνία με τα μόνιμα μοτίβα της- ψευτορομαντικούς έρωτες, προδομένες γυναίκες, σπαραξικάρδια δράματα δωματίου κ.λπ. Παράλληλα όμως εμφανίστηκαν περισσότερα σημαντικά μυθιστορήματα από κάθε άλλη χρονιά της δεκαετίας. Και προπαντός, το σημαντικό εδώ δεν μετριέται μόνο με αισθητικούς όρους αλλά και με την τόλμη των συγγραφέων να συγκρουστούν με κυρίαρχα ιδεολογήματα, δοξασίες και ταμπού της ελληνικής κοινωνίας, στο όνομα μιας ανανεωμένης και διευρυμένης προβληματικής γύρω από την ανθρώπινη κατάσταση, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα έργα αυτά προκάλεσαν οργίλες ή και βίαιες αντιδράσεις, πολύ πέρα από τα όρια της λογοτεχνικής κοινότητας, και ότι ανάλογα φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί επίσης πέρσι, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η λογοτεχνία ξαναποκτά σιγά σιγά πολιτισμική κρισιμότητα και η πρόσληψή της γίνεται υπολογίσιμος παράγοντας στον γενικότερο αναβρασμό της εποχής, έπειτα από μια αρκετά μακρά περίοδο δικής της εσωστρέφειας ή κλίματος συναινετισμού κι εφησυχασμού στον κοινωνικό της περίγυρο.
Δεν μιλάμε, φυσικά, για συνολική στροφή. Θα δούμε πιο κάτω ότι συνεχίστηκαν και φέτος τάσεις με πολύ διαφορετικό προσανατολισμό, ακόμα και αδράνειες που απογοητεύουν. Εκείνο που ξεχωρίζει τη φετινή χρονιά από τις προηγούμενες είναι ότι τα μεμονωμένα, άλλοτε, δείγματα μιας λογοτεχνίας που δεν φοβάται τα μεγάλα θέματα, τον κριτικό αναστοχασμό, τα πρωτότυπα ερωτήματα όχι μόνον αυξήθηκαν απότομα αλλά και συζητήθηκαν περισσότερο απ΄ όσο βιβλία γνωστότερων συγγραφέων που κινήθηκαν, οσοδήποτε επιδέξια, μέσα σε γνώριμα πλαίσια.
Το 2009 είχαμε, λοιπόν, τουλάχιστον πέντε μείζονα μυθιστορήματα, με την έννοια της θεματικής επιλογής, της οπτικής του συγγραφέα και του λογοτεχνικού χειρισμού του θέ ματος. Μπροστά μπροστά βάζω το Κόκκινο στην πράσινη γραμμή του Βασίλη Γκουρογιάννη και το Στην απέναντι όχθη του Τηλέμαχου Κώτσια. Το πρώτο ξεβολεύει την εθνική μνήμη ανακαλώντας έναν άδοξο πόλεμο, επιμελώς απωθημένο πίσω από τους επίσημους όρους «πραξικόπημα» και «τουρκική εισβολή», και θέτει βασανιστικά ερωτήματα προς πολλές πλευρές, όχι μόνον αυτές που αισθάνθηκαν θιγμένες από το βιβλίο. Το δεύτερο αφηγείται την εφιαλτική περιπέτεια της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία υπό το κομμουνιστικό καθεστώς χωρίς ίχνος εθνικιστικού μανιχαϊσμού ή μελοδραματισμού, κατορθώνοντας να την παρουσιάσει ως οικουμενικά συγκινητικό δράμα μιας κοινότητας που η μοίρα της να ζει κάτω από μια ξένη, στυγνή εξουσία τη φέρνει αντιμέτωπη με τρομακτικά διλήμματα.
Πολύ κοντά, με αξιολογικούς όρους, σ΄ αυτά τα δύο βιβλία τοποθετώ το Επιστροφή του Μιχάλη Μοδινού (συγγραφέα του τόσο ξεχωριστού Ο Μεγάλος Αμπάι ), που παρακολουθεί την αναμέτρηση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου αφ΄ ενός με το παρελθόν του, αφ΄ ετέρου με τη ραγδαία αλλαγή του ειδυλλιακού τοπίου των παιδικών χρόνων του, και την τελική επανένταξή του στη ζωή μέσα από τη λυτρωτική υποδοχή εντός του τού Λόγου της φύσης· το Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου του Νίκου Κουνενή, που σατιρίζει με μοναδική ευρηματικότητα κι ευστροφία τα κανιβαλικά ήθη της τηλεοπτικής δημοκρατίας μας· και το Λόγια φτερά του Χρήστου Χωμενίδη, που με τη γνωστή αφηγηματική πληθωρικότητά του, αλλά με μια αναπάντεχη θεματική στροφή, τολμά να παρουσιάσει μια αρχαία Ελλάδα απογυμνωμένη από το άκαμπτο και απόκοσμο μεγαλείο της τυποποιημένης εικόνας της, αλλά τόσο άναρχα ζωντανή ώστε μόνον η τέχνη μπορεί να τη δαμάσει δίνοντάς της σχήμα.
Στο μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη υφέρπει ένα αίσθημα συλλογικής ενοχής. Αυτό το αίσθημα, που το οξύνει η συνάντηση με την αλήθεια του άλλου (του εθνικού εχθρού, του αλλόθρησκου, του μετανάστη), το συναντάμε και σε άλλα φετινά πεζογραφήματα. Π.χ. στη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα Ναυαγίων ναυάγια, όπου μια νησιώτικη κοινότητα κατατρύχεται από τύψεις για τον θάνατο μιας μετανάστριας, ο οποίος μπορεί και να οφείλεται σε ατύχημα· στο μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα Η Εβραία νύφη, όπου οι δύο πρωταγωνιστές βαρύνονται από συμμετρικά «προπατορικά αμαρτήματα»: συνεργάτης των Γερμανών στην εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας ο πατέρας της κοπέλας, ρίψασπις κι εξωμότης αριστερός ο πατέρας του άνδρα· ή στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα, όπου η άφιξη μιας Ελληνοεβραίας δασκάλας σ΄ ένα χωριό της Κρήτης δοκιμάζει το περιεχόμενο των παραδοσιακών εθίμων. Και αυτό επίσης το φαινόμενο είναι ενδιαφέρον και πρωτόγνωρο στην ελληνική πεζογραφία, ένδειξη στροφής προς μια πιο αυτοκριτική στάση, που προσιδιάζει στις ώριμες κοινωνίες.
Από τους λοιπούς «ζώντες κλασικούς» της λογοτεχνίας μας, ο Μένης Κουμανταρέας δεν άργησε καθόλου να επανεμφανιστεί, με τη νουβέλα Σ΄ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά, που σ΄ ένα ονειρικό σκηνικό (κάτι κάθε άλλο παρά ξένο σ΄ αυτόν τον «ρεαλιστή» συγγραφέα) αναπτύσσει μερικά από τα προσφιλή μοτίβα του, όπως η ευθραυστότητα της ομορφιάς και το αβέβαιο πεπρωμένο της τέχνης. Στο αφήγημα Graffito, με την ένδειξη «μυθιστόρημα», ο Παύλος Μάτεσις λύνει τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας μ΄ ένα ολοκαύτωμα των βουλευτών και των υπόλοιπων φαύλων στην Πλατεία Συντάγματος. Η Ζυράννα Ζατέλη, με Το πάθος χιλιάδες φορές, έδωσε το δεύτερο μέρος της τριλογίας της Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους. Το πρόβλημα των ογκωδών μυθιστορημάτων αυτής της τόσο ξεχωριστής συγγραφέως είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι στην ατέλειωτη ροή τους το παράξενο, το ανορθόδοξο τείνει να γίνει με την επανάληψη συμβατικό, ο ερμητικός κόσμος της πνιγηρός μάλλον παρά μαγευτικός, κάτι που δεν συνέβαινε στα πρώτα, συντομότερα κι ελλειπτικότερα κείμενά της. Στον δικό της μαγικό κόσμο, με τη θραυσματική υφή και τη νοσηρή σαγήνη του, μας παρασύρει η ΄Ερση Σωτηροπούλου μέσα από τη χριστουγεννιάτικη περιπλάνηση της Εύας της στις κακόφημες περιοχές του κέντρου της Αθήνας.
Το ιστορικό μυθιστόρημα, το αστυνομικό μυθιστόρημα, εσχάτως και το μαθηματικό μυθιστόρημα φαίνεται πως ωθούν νομοτελειακά προς τη συγγραφική εξειδίκευση (τουλάχιστον στην τελευταία περίπτωση αυτό είναι εύλογο). Τα ιστορικά μυθιστορήματα δίνουν σήμερα ιδιαίτερη σημασία στο να πείσουν για την καλή τους προαίρεση, ήγουν την ευθυγράμμισή τους με την πολιτική ορθότητα του καιρού μας, προβάλλοντάς την (εκ του ασφαλούς, θα λέγαμε) σε μια πολύ παλιότερη εποχή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ιμαρέτ του Γιάννη Καλπούζου (φετινό Βραβείο Αναγνωστών). ΄Εχει και η πολυπολιτισμικότητα τη μανιέρα της. Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι τέτοια βιβλία θα ήταν δύσκολο να γραφτούν πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια και σχεδόν αδύνατο να γίνουν αποδεκτά από το ευρύ κοινό.
Πάντως, και το ιστορικό μυθιστόρημα «θέλει τον Γερμανό του» για να ξεγλιστράει από τις παγίδες. Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης, καλός συγγραφέας, αλλά χωρίς προϋπηρεσία στο είδος, δεν τις απέφυγε στο Μια εταίρα θυμάται (όπου πυρήνας της μυθοπλασίας είναι η γνωστή σχέση του Αλκιβιάδη με τη γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης), καθώς εκβίασε τους παραλληλισμούς με το σήμερα. Πολύ πιο έμπειρη, η Αθηνά Κακούρη βάσισε την πειστικότητα του Ξιφίρ Φαλέρ (γύρω από τον εθνικό διχασμό του 1915-17) στον όγκο και τη λεπτομερειακότητα του ερευνητικού υλικού της, ενώ την πρωτοτυπία του μυθιστορήματος στις σκιές που ρίχνει στην πολιτική του Βενιζέλου, γιατί κατά τ΄ άλλα η προσέγγισή της δεν έχει κάτι το ανατρεπτικό. Ακόμα εντυπωσιακότερος στην αναδίφηση αρχείων και την επιτόπια έρευνα είναι ο Γιώργος Λεονάρδος , ένας ασυνήθιστα καλλιεργημένος και φιλοτάξιδος συγγραφέας, που στο Μαγγελάνος αναπλάθει τον εκπληκτικό περίπλου της γης από τον Πορτογάλο (αλλά στην υπηρεσία του βασιλιά της Ισπανίας) θαλασσοπόρο, έχοντας μάλιστα ανακαλύψει (όχι επινοήσει) ανάμεσα στο πλήρωμά του τρεις ΄Ελληνες.
Δημοφιλές το ιστορικό μυθιστόρημα, δημοφιλές το μαθηματικό, γιατί λοιπόν να μην ενώσουν τα θέλγητρά τους και να γίνουν έτσι ακόμα πιο δημοφιλή; Αυτό έκανε ο μαθηματικός Τεύκρος Μιχαηλίδης, που πριν από τρία χρόνια είχε πετύχει διάνα μ΄ έναν άλλο συνδυασμό, μαθηματικού-αστυνομικού μυθιστορήματος (στο μπεστ σέλερ Πυθαγόρεια εγκλήματα ). Τώρα, με το Αχμές, ο γιος του φεγγαριού, μας μεταφέρει στην αρχαία Αίγυπτο του Μέσου Βασιλείου και των απαρχών της γεωμετρίας. Δεν απομένει παρά ο τριπλός συνδυασμός, μαθηματικό-ιστορικόαστυνομικό, αυτός κι αν θα είναι ακαταμάχητος! ΄Οσο για το «γνήσιο» αστυνομικό μυθιστόρημα, είχε μάλλον ισχνή παρουσία φέτος. Αν μπορούμε να κρίνουμε από το περσινό του Μάρκαρη και το φετινό Η μνήμη της πολαρόιντ της Μαρλένας Πολιτοπούλου, εμφανίζει ίσως μια τάση μετατόπισης από τη σημερινή πραγματικότητα στο σχετικά πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, τις φορτισμένες δεκαετίες ανάμεσα στον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση.
Οι οποίες παραμένουν πόλος έλξης για συγγραφείς διαφόρων γενεών, όχι όμως και πηγή πρωτότυπων εμπνεύσεων. Για το θηριώδες Η οδύσσεια των διδύμων του Αλέξη Πάρνη θα πω μόνον ότι είναι ένα μυθιστόρημα που έρχεται από μια άλλη εποχή και ότι θα ήταν υπερβολή να ζητήσει κανείς από τον συγγραφέα του κάτι διαφορετικό. Διαβάζοντας όμως το Σμιθ της Βασιλικής Ηλιοπούλου, σκεφτόμουν πόσο κρίμα είναι ν΄ αναλώνονται οι ικανότητες αυτής της εξαιρετικά λεπταίσθητης πεζογράφου στην, οπωσδήποτε υποβλητική, αναπαράσταση του κλίματος της δεκαετίας του 1950. Με περισσότερο σύγχρονες και σε ορισμένα σημεία τολμηρές προεκτάσεις είναι η ματιά της ΄Ελενας Χουζούρη στο Πατρίδα από βαμβάκι, γύρω από τη ζωή ενός πολιτικού πρόσφυγα στην Τασκένδη ώς το 1967.
Η οικογένεια βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος δεκάδων συγγραφέων μας, προπαντός γυναικών, αλλά στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων προσεγγίζεται με βαθιά συντηρητική στάση, όσο δουλεμένη κι αν είναι η γραφή. Η Ισμήνη Καπάνταη, πάντως, στο καινούργιο μυθιστόρημά της Με θέα τη ζωή, παρακολουθεί εκ των ένδον τη ζωή μιας ελληνικής οικογένειας μέσα στον χρόνο με μια αίσθηση για τον αντίκτυπο των γενικότερων κοινωνικών αλλαγών στη δομή και τη λειτουργία της. Η πραγματική εξαίρεση όμως είναι το χαμηλόφωνα ριζοσπαστικό Μ΄ ένα καφάσι μπίρες της Νίκης Τρουλλινού, που με ιστορικό φόντο τις πρώτες τέσσερις μεταπολεμικές δεκαετίες εκθέτει τη δύσκολη, σημαδεμένη από οδύνες και απώλειες, πορεία μιας νέας γυναίκας από την παθητική αποδοχή των συμβατικών ρόλων της ως κόρης, συζύγου και μητέρας μέχρι την κατάκτηση της ελευθερίας και της εσωτερικής αυτονομίας.
Σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, μια σειρά μυθιστορήματα, αν και ανόμοια, συνδέονται από έναν κοινό προβληματισμό γύρω από τη σχέση της γραφής με την πραγματικότητα, ουσιαστικά για τη σχέση της με τον εαυτό της. Είναι ένα θέμα που η λογοτεχνία του περασμένου αιώνα εξάντλησε κι εξαντλήθηκε από αυτό. Όπως κι αν έχει, βρήκα δύσκαμπτα, αναιμικά και χωρίς αληθινή έμπνευση το Οι μικρές απολαύσεις του κυρίου Ευαγγελινού της Νίκης Αναστασέα και το Η αναπαράσταση της Λίλας Κονομάρα, δυο συγγραφέων που υπόσχονταν πολλά στο ξεκίνημά τους, αλλά δεν είχαν ανάλογη συνέχεια. Ο Δημήτρης Γ. Στεφανάκης, με το Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, επανέφερε τον Καμύ στη ζωή και στη Μύκονο το καλοκαίρι του 1998, αλλά ούτε την ίδια τη νεκρανάσταση μπόρεσε να χειριστεί με λογοτεχνικά πειστικό τρόπο ούτε να μας προσφέρει κάτι πιο ενδιαφέρον από ξύλινες και μάλλον ρηχές συζητήσεις γύρω από την τέχνη και τη ζωή.
Ένα παράδοξο και ασφαλώς όχι ευοίωνο φαινόμενο: η πολύ μικρή συμμετοχή των νέων και σχετικά νέων συγγραφέων (ώς 45 ετών) στην τάση αναψηλάφησης του κόσμου από τη λογοτεχνία μας. Οι περισσότεροι παραμένουν απορροφημένοι στο στενά προσωπικό και ιδιωτικό ( Δήμητρα Κολλιάκου Η αρρώστια των βουνών, Αργυρώ Μαντόγλου Όλα στο μηδέν, Εύη Λαμπροπούλου Σχεδόν σούπερ ), περιορίζονται στην κατάθεση μιας συγκεχυμένης και ανεπεξέργαστης υπαρξιακής δυσφορίας, είτε με τυποποιημένες «καφκαϊκές» αλληγορίες ( Δημήτρης Σωτάκης Το θαύμα της αναπνοής ) είτε με μονολόγους όπου ο διάτορος ναρκισσισμός της γλώσσας πνίγει την όποια αυθεντικότητα ( Λένα Κιτσοπούλου Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α ), επιδίδονται σε σχηματικές μελλοντολογικές δυστοπίες ( Δημήτρης Οικονόμου Η πόλη του αναστέλλοντος ηλίου ), ενώ ο Γιάννης Μακριδάκης άγγιξε (μόνος αυτός) ένα σχετικά ευρύ κοινό με τον «παπαδιαμαντικό» αναχωρητισμό της νουβέλας του Η δεξιά τσέπη του ράσου. Η μόνη μείζων εξαίρεση που εντόπισαείναι το Μέσα σ΄ ένα κορίτσι σαν κι εσένα της ΄Αντζελας Δημητρακάκη , ένα πραγματικά μοντέρνο και τολμηρό, μολονότι άνισο μυθιστόρημα, με θέμα τη συγκρότηση της ταυτότητας σ΄ έναν ρευστό, ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο και τη σύγκρουσή της με τους παραδοσιακούς σεξουαλικούς, πολιτισμικούς κ.λπ. καθορισμούς του ατόμου.
Αξίζει ν΄ αναφέρουμε και τη νουβέλα της Λουκίας Δέρβη Ομπρέλες στον ουρανό , που πραγματεύεται με ασυνήθιστη ζωντάνια και ποικιλία χρωμάτων, μα κριά από τον καθιερωμένο θρηνητισμό, το θέμα της τύχης των Ελλήνων Εβραίων που έζησαν το ναζιστικό πογκρόμ.
Όπως πάντα, στο διήγημα βρίσκουμε τη μεγαλύτερη πυκνότητα λογοτεχνικά αρτιωμένων κειμένων. Πολλές και φέτος οι αξιόλογες συλλογές, που τις υπογράφουν τόσο παλιοί μάστορες του είδους ( Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος Ο θησαυρός των Αηδονιών ) όσο και νεότεροι θεράποντες της μικρής φόρμας, με τους τελευταίους να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μοτίβων και τρόπων ανάπτυξης, από τον ψυχολογικό ρεαλισμό της Κατερίνας Ζαρόκωστα στο Του έρωτα και της τύχης ώς τον ονειρικό ρεαλισμό του Ανδρέα Μήτσου στο Η ελεημοσύνη των γυναικών ή τον ελεγειακό ιμπρεσιονισμό του Ηλία Λ. Παπαμόσχου στο Λειψή αριθμητική. Προσωπικά, πάντως, και χωρίς να θέλω καθόλου να υποβαθμίσω αυτά τα βιβλία, διάβασα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση κάποιες άλλες συλλογές διηγημάτων, εξαιτίας ενός- του μόνου- κοινού χαρακτηριστικού τους: ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης ( Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος ), ο Κώστας Ακρίβος ( Τελετές ενηλικίωσης ), ο Σωτήρης Δημητρίου ( Τα ζύγια του προσώπου ), η πρωτοεμφανιζόμενη Κάλλια Παπαδάκη ( Ο ήχος του ακάλυπτου ) δεν έχουν την ίδια συγγραφική ιδιοσυγκρασία, την ίδια ματιά, αλλά κοιτάζουν μ΄ ενδιαφέρον την απαξιωμένη νεοελληνική πραγματικότητα και ανακαλύπτουν μέσα της συγκινητικά ή ακόμα και συναρπαστικά πράγματα. Θεωρώ ότι αυτό, σε συνδυασμό με τις φετινές επιτυχίες της μυθιστοριογραφίας μας, δικαιολογεί μια, έστω συγκρατημένη προς το παρόν, αισιοδοξία για το μέλλον.
Η συνήθης, άχαρη, αλλά επιβεβλημένη υπενθύμιση: τις τελευταίες βδομάδες έφτασαν στα χέρια μου δεκάδες βιβλία, που μόλις είχαν κυκλοφορήσει, και ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να τα διατρέξω όλα ώς τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο. Λυπάμαι για τα τυχόν αξιομνημόνευτα που κατάπιε για άλλη μια φορά αυτή η «μαύρη τρύπα» των ετήσιων επισκοπήσεων, αμφιβάλλω πολύ όμως αν θ΄ άλλαζαν σημαντικά τη συνολική εικόνα.