Η ΣΟΦΙΑ ΣΠΑΝΟΥΔΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟ ΠΑΤΑΓΩΔΕΣ ΦΙΝΑΛΕ
ΤΟΥ 19ουΑΙΩΝΑ ΑΠΟ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ.
ΕΞ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΑΒΔΟΥΛ ΧΑΜΙΤ ΚΑΙ ΑΥΤΟΠΤΗΣ
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΣΑΝ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, Η
ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑ ΡΩΜΙΑ ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ
ΕΧΕΙ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΟΡΙΕΝΤΑΛ ΡΟΜΑΝΤΖΟΥ, ΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ
ΕΠΙΤΟΠΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΝΤΟ
ΚΟΥΜΕΝΤΟΥ
Το ανάγνωσμα που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» από τις 23 Μαΐου έως τις 28 Ιουνίου 1935, κρατάει ακόμη κάτι από το άρωμα της πρώτης του χρήσης κι ίσως μάλιστα αυτό να είναι και το μεγαλύτερό πλεονέκτημά του: Λογοτεχνίζον όσο χρειάζεται για να διαφοροποιηθεί από τη δημοσιογραφική ύλη, μυθοπλαστικό όσο πρέπει για να αγκιστρώσει τον αναγνώστη και κείμενο ιστορικής τεκμηρίωσης για να αναπληρώσει απώλειες, δεκατρία χρόνια μετά τη μικρασιατική τραγωδία.

Τα υλικά είναι απλά, αλλά για να δέσει το γλυκό και να μη ζαχαρώσει το σιρόπι χρειάζεται μεγάλη μαεστρία. Η δεσποσύνη Σπανούδη φαίνεται ότι είχε το χάρισμα, είχε και το μυαλό να διηγηθεί όσα έζησε με τρόπο που να «πιάνει» όλο το αναγνωστικό κοινό: και εκείνον που ψόφαγε για ίντριγκες πίσω από τα πυκνά τα καφάσια και τον άλλον που ήθελε να τονώσει το τσαλακωμένο εθνικό του φρόνημα και τον τρίτο και καλύτερο, δηλαδή τον παραζαλισμένο άνθρωπο του μεσοπολέμου που ενδιαφερόταν για τα παρασκήνια της πρόσφατης ιστορίας μήπως και καταφέρνει να κατανοήσει την τωρινή του κατάσταση. Βρισκόμαστε μέσα στη βασιλική άμαξα με τα βελούδα και τα «αραπάκια»ιπποκόμους στον δρόμο προς το παλάτι, όπου η συγγραφέας θα γνωρίσει την υψηλή της μαθήτρια. Η αγγελόμορφη και ευγενική Ναϊμέ, κόρη του τελευταίου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, δεν τα έπαιρνε τα γράμματα, γενικώς. Ούτε τα μουσικά αλλά ούτε και τα απλά πραγματάκια που διαχρονικά προστατεύουν τον έγγαμο βίο.

Έτσι έβαλε εν αγνοία της συνέταιρο στο νυφικό της κρεβάτι, ο δε Κεμαλεδίν, ο πριγκιπικός της σύζυγος, έψαχνε τρόπους να την ξεφορτωθεί μπουκώνοντάς την με χρυσάφι.

Για τη χειραφετημένη Ρωμιά, η θέση των Οθωμανίδων του παλατιού είναι εντελώς αδιανόητη. «Εδώ μέσα βασιλεύει μια θανάσιμη πλήξη» γράφει. «Πώς ζούσαν εδώ οι γυναίκες; Μα ήταν “γυναίκες” αυτές; Πουλιά δεμένα με χρυσές αλυσίδες».

Παράλληλα με τους καημούς της αγαπημένης της μαθήτριας, η διανοούμενη Ρωμιά δεν έχανε από τα μάτια της όλα όσα εξυφαίνονταν στο παλάτι. Οι μέρες μύριζαν μπαρούτι και ήδη οι Νεότουρκοι με ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη ετοιμάζονται να πριονίσουν τον θρόνο του Χαμίτ. Η Κωνσταντινούπολη έβραζε κι ένα πλήθος διαφορετικών εθνοτήτων έκανε παιχνίδι εις βάρος του «μεγάλου ασθενούς».