Βυθίστηκε πριν από 3.200 χρόνια στα νερά του Αργοσαρωνικού, κοντά στη βραχονησίδα Μόδι (ή Λιοντάρι), νοτιοανατολικά του Πόρου, σε καίρια θέση για τη ναυσιπλοΐα. Φορτωμένο με τουλάχιστον 20 αγγεία, το μυκηναϊκό εμπορικό πλοιάριο που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του «μιλά» σήμερα για τη ναυσιπλοΐα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και αναδεικνύεται στο δεύτερο μόλις ναυάγιο της ταραγμένης αυτής εποχής στις ελληνικές θάλασσες που αποκαλύπτεται από το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ). Ναυάγιο που δίνει πληροφορίες για μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, γεμάτη ανατροπές και ανακατατάξεις.

«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι μετέφερε το πλοίο, καθώς σπάνια εντοπίζονται οργανικά κατάλοιπα στις ελληνικές θάλασσες», λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής της ανασκαφής, αρχαιολόγος Χρήστος Αγουρίδης. «Αν κρίνουμε όμως από τον τύπο και το μέγεθος των αγγείων- υδρίες και πυθαμφορείς- είναι πιθανόν να περιείχαν τόσο υγρά (λάδι και κρασί) όσο και στερεά, όπως καρπούς».

Σκορπισμένα στους αναβαθμούς που σχηματίζονται στον βραχώδη και επικλινή βυθό του Αργοσαρωνικού, εντοπίστηκαν τα αγγεία με την εγχάρακτη και ανάγλυφη διακόσμηση, τα οποία εκτιμάται πως είναι της ίδιας εποχής και πιθανότατα προέρχονται από κάποιο κέντρο της Αργολίδας. Ίχνη του ίδιου του πλοίου ωστόσο δεν έχουν εντοπιστεί, αλλά οι αρχαιολόγοι εικάζουν βάσει των πηγών πως το σκαρί θα είχε μήκος περίπου 10 μ. και θα μπορούσε να διανύσει με ασφάλεια μεγάλες αποστάσεις. Γιατί όμως το ναυάγιο στο Μόδι θεωρείται ιδιαιτέρως σημαντικό πέραν της σπανιότητάς του, δεδομένου ότι συνολικά έχουν εντοπιστεί μόλις τέσσερα ναυάγια αυτής της εποχής (δύο στην Ελλάδα και δύο στην Τουρκία); «Διότι το συγκεκριμένο ναυάγιο χρονολογείται λίγο πριν ή λίγο μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου, μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο», εξηγεί ο κ. Αγουρίδης. «Την εποχή εκείνη οι κατέχοντες τη ναυτική δύναμη βρίσκουν καταφύγιο σε νησιά και συνεχίζουν την εμπορική τους δράση. Πιστεύουμε ότι το ναυάγιο στο Μόδι θα μας διαφωτίσει επ΄ αυτού, δεδομένου ότι το Μόδι φιλοξενεί ναυτικό σταθμό της εποχής. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως οι άνθρωποι οχυρώθηκαν στη βραχονησίδα, που αξιοποιήθηκε όχι μόνο ως σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου και ανεφοδιασμού, αλλά και ως τόπος αποθησαύρισης».

Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν πολλά ακόμη να μάθουν, καθώς το φθινόπωρο, σε διάστημα έξι εβδομάδων, υλοποιήθηκε μόλις η πρώτη φάση της έρευνας και μάλιστα υπό κακές καιρικές συνθήκες. Αξιοποίησαν δε για την ανασκαφή παραδοσιακές, ηλεκτρονικές και φωτογραμμετρικές μεθόδους, ενώ παράλληλα διεξήχθη και γεωαρχαιολογική έρευνα σε συνεργασία με το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Γιώργο Παπαθεοδώρου.

Το 20% του φορτίου του μυκηναϊκού σκάφους, που θα μπορούσε να μεταφέρει φορτίο 25 τόνων, εικάζουν πως έχουν εντοπίσει οι ερευνητές

Ναυάγια με (προ)ιστορία


Ακρωτήριο Uluburun, στη Μικρά Ασία: ναυάγιο του τέλους του 14ου αι. π.Χ. Είναι το πρώτο και σημαντικότερο ναυάγιο λόγω του πλουσιότατου φορτίου του. Χρονολογείται με ακρίβεια στο 1305 π.Χ., σώθηκε τμήμα από το σκαρί του και στο φορτίο του είχε στοιχεία από εννέα διαφορετικούς πολιτισμούς της εποχής. Χελιδονία Άκρα, στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας: ναυάγιο του τέλους του 13ου αι. π.Χ. Το φορτίο του περιελάμβανε, εκτός του κεραμικού φορτίου, μεγάλη ποσότητα χαλκού σε τάλαντα και υποπροϊόντα του για ανακύκλωση. Ακρωτήριο Ιρίων, στη νότια ακτή της Αργολίδας: ναυάγιο του 1200 π.Χ. Είναι το πρώτο που βρέθηκε στην Ελλάδα και το τρίτο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού που ερευνήθηκε συστηματικά στον χώρο της Μεσογείου. Το εμπορικό πλοίο των Ιρίων ακολουθούσε δρομολόγιο από την Κύπρο προς την Αργολίδα. Περιείχε πίθους από την Κύπρο, αμφορείς από την Πελοπόννησο, καθώς και ψευδόστομους αμφορείς από την Κρήτη.