Ενα βράδυ στο Βερολίνο λίγα χρόνια πριν, μας υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο οι φίλοι φίλων που θα μας φιλοξενούσαν και μας πήγαν στο σπίτι τους με μια πράσινη παλιά Μερσεντές. Δεν μου αρέσουν οι Μερσεντές, αυτή ήταν η τρίτη της ζωής μου που κατεγράφη σαν αγαπημένη. Και από τις πρώτες δύο, η μία ήταν εξίσου παλιά. Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι εκείνο, όπου μας περίμενε η γυναίκα του, η οποία είχε μαγειρέψει και ο αχνός της κουζίνας έβγαινε από την εξώπορτα όταν την άνοιξε να μας υποδεχτεί.
Και απεδείχθη ότι για μέσα στο σπίτι τα ρούχα μας ήταν πολύ ζεστά και κοκκινίσαμε από τη ζέστη. Μετά το φαγητό έπαιξαν μουσική.
Ήταν μουσικοί και οι δύο, ο ένας έπαιζε πιάνο και η άλλη διάφορα όργανα, βιολί, βιόλα, κιθάρα…
Έπαιξαν ελληνικά τραγούδια. Τα είχαν με τα λόγια τους στα ελληνικά και τα ήξεραν απέξω. Τα τραγουδήσαμε μαζί. Εκείνοι τα θυμόνταν από την εποχή της χούντας, που θα πρέπει να ήταν πολύ νέοι, θα τα έλεγαν και αργότερα.
Είχαν τόμους ολόκληρους με ελληνικά τραγούδια, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και Λοΐζο και Μαρκόπουλο και διάφορους άλλους. Τα έπαιζαν όλα με τρομερή ευκολία. Εγώ τα θυμάμαι πάντα. Ακόμα κι αν ποτέ πάθω αμνησία, νομίζω θα τα θυμάμαι. Τραγουδήσαμε με τις ώρες, μέχρι που εξαντληθήκαμε. Είχα χρόνια να εξαντληθώ τραγουδώντας. Μου ερχόταν λίγο περίεργο να τραγουδάω Θεοδωράκη τόσο, όλα εκείνα τα αγωνιστικά τραγούδια που πια δεν τα λέω, άσχετα αν δεν τα ξεχνάω. Εκείνοι όμως τα ήθελαν και δεν έχασα την ευκαιρία.
Η κάθε παρτιτούρα ήταν μια έκπληξη, μια συνάντηση στις νότες και τους στίχους. Φοβάμαι μη μετανιώσουν κάποια μέρα για τόσα τραγούδια που έμαθαν, γιατί κι εκείνοι δεν θα μπορούν να τα ξεχάσουν.