Πολλές γυναίκες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην εργασία και στη μητρότητα. Το αίσθημα ικανοποίησης μέσα από αυτούς τους συχνά αντιφατικούς ρόλους δεν είναι δεδομένο.
Ενοχές, θυμός, κούραση, αίσθημα κενού, στρες, νευρικότητα, σκέψεις ότι τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετό ή αρκετά καλό, είναι χαρακτηριστικά συναισθηματικά βιώματα που κατακλύζουν συχνά τον ψυχισμό της εργαζόμενης μητέρας.
Και εκείνη αναρωτιέται: Να δουλεύω ή όχι; Και αν ναι, πόσο; Μπορεί να βλάψει η δουλειά μου την ψυχική υγεία του παιδιού μου; Λιγότερα χρήματα ή περισσότερο παιχνίδι; Η μητρική αγάπη από μόνη της είναι το μαγικό φάρμακο που επιλύει αυτόματα αυτούς τους διχασμούς;
Μήπως τελικά τα ερωτήματα αυτά είναι περιττά εν καιρώ παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όταν η εργασία όχι μόνο αποτελεί απόλυτη ανάγκη και σπανίως επιλογή, αλλά η εύρεση ή η διατήρησή της απειλείται ολοένα και περισσότερο;
Για τους ερευνητικούς σκοπούς του Joseph Rowntree Foundation της Βρετανίας μελετήθηκαν 1.263 παιδιά και βρέθηκε ότι η χαμηλή σχολική απόδοση ήταν συχνότερη στις οικογένειες στις οποίες οι μητέρες είχαν πλήρη απασχόληση προτού τα παιδιά τους γίνουν 5 ετών.
Επίσης, τα παιδιά αυτά ως νεαροί ενήλικοι είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν χαμηλούς βαθμούς στο λύκειο και να είναι άνεργα, ενώ είχαν και περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ψυχολογικά προβλήματα.
Η μητρική εργασία είχε μεγαλύτερο ψυχολογικό αντίκτυπο στα παιδιά, παρότι η πλήρης εργασία των μπαμπάδων στα προσχολικά χρόνια είχε αθροιστικά αρνητική επιρροή. Οι επιδράσεις αυτές μειώνονταν σημαντικά όταν οι μητέρες αλλά κυρίως οι μπαμπάδες είχαν μερική απασχόληση.
Σε άλλη πρόσφατη μεγάλη έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού της Βρετανίας σε 12.500 παιδιά ηλικίας 5 ετών, η οποία δημοσιεύθηκε στο «Journal of Εpidemiology and Community Ηealth», βρέθηκε ότι όταν οι μητέρες εργάζονταν, τότε τα παιδιά έτρωγαν μεγαλύτερη ποσότητα ανθυγιεινών τροφίμων, έκαναν λιγότερη σωματική άσκηση και περνούσαν κατά μέσο όρο δύο ώρες την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή, σε σύγκριση με τα παιδιά των οποίων οι μητέρες εργάζονταν λιγότερο ή καθόλου.
Επίσης, τα παιδιά αυτά είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα έως την ηλικία των τριών ετών.
Φαίνεται ωστόσο απλοϊκό, αν όχι άδικο, να σπεύσουμε να ενοχοποιήσουμε τη μητέρα που επιθυμεί ή της είναι απαραίτητο για λόγους επιβίωσης να εργαστεί. Η Ψυχολογία διδάσκει ότι «ουδέν κακό» στη μητρική εργασία καθαυτή, εφόσον τα προαναφερόμενα δεδομένα είναι όλα σχετικά και εξαρτώνται από έναν πολύπλοκο συνδυασμό των παραγόντων που ακολουθούν:
* Η προσωπικότητα της μητέρας και το γενικότερο επίπεδο της λειτουργικότητάς της.
* Ο χαρακτήρας του παιδιού.
* Το επίπεδο της συναισθηματικής ευημερίας των λοιπών μελών της οικογένειας.
* Ο δεσμός μητέρας- παιδιού και ο βαθμός ασφάλειας που νιώθει το παιδί.
* Η στάση και τα συναισθήματα της μητέρας για την εργασία γενικώς και ειδικώς για τη δική της.
* Οι πεποιθήσεις του πατέρα ως προς την εργασία της μητέρας.
* Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής της οικογένειας (π.χ. φτώχεια, ασθένεια μέλους, ανεργία, μετανάστευση).
Η Μυρσίνη Κωστοπούλου είναι ψυχολόγοςψυχοθεραπεύτρια (Ρh.D). Εmail: myrsi@hol.gr