Ο πρόωρα χαμένος Αλέκος Τζανετάκος είχε τα πρωτεία. Εισέπρατε τις περισσότερες… φάπες, στα χρόνια που το ελληνικό σινεμά τις «προμοτάριζε» ως εθνικό θέαμα. Ο Κώστας Βουτσάς αποκαλύπτει στα «ΝΕΑ» το παρασκήνιο
Αφορμή ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Αλέκου Τζανετάκου. Ενός εκ των πρωταθλητών της καρπαζιάς. Το σύμβολο της χώρας. Οχι ο μακαρίτης. Η Ελλάς. Καρπαζοεισπράκτωρ ο μαθητής από τον καθηγητή. Ο καθηγητής από τον γυμνασιάρχη. Ο γυμνασιάρχης από τον επιθεωρητή. Ο επιθεωρητής από τον διευθυντή. Ο διευθυντής από τον υπουργό. Ο υπουργός από τον πρωθυπουργό. Ο πρωθυπουργός από τον Αμερικανό. Σύννεφο οι καρπαζιές. Κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Από τα πάνω προς τα κάτω. Καρπαζοεισπράκτωρ και ο ελληνικός κινηματογράφος.

Γι΄ αυτό οι φαρσοκωμωδίες. Γι΄ αυτό οι επιθεωρήσεις. Γι΄ αυτό έλαμψε το παλιό σινεμαδάκι. Γι΄ αυτό τα εκατομμύρια των εισιτηρίων. Ο καρπαζωμένος θεατής ταυτισμένος με τον καρπαζωμένο Βέγγο. Η σφαλιάρα, ο ομφάλιος λώρος ανάμεσα στο θέαμα και το κοινό. Το μπιζ, το σπορ το εθνικό. Γι΄ αυτό, ακόμα και σήμερα, ύστερα από μισό και πλέον αιώνα, εξακολουθούν και παραμένουν οι αγαπημένοι των παιδιών. Και ο καρπαζοεισπράκτωρ και ο καρπαζοδότης.

«Πρωταθλητής και ο Βέγγος».

Πού;

«Ξέχασες τον Ηλία του 16ου;». Α, ναι. Τον τουλούμιασε ο Χατζηχρήστος.

Καθόμασταν με τον Κώστα Βουτσά σ΄ ένα από τα cafe της αγροτικής πλατείας του Κολωνακίου. «Ξέρεις», μου λέει, «εδώ και χρόνια μένω στο κέντρο, να τα ΄χω όλα στα πόδια μου». Παρεμπιπτόντως, στέλνει και ένα παιδί να αγοράσει από το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο μια ογκωδέστατη μελέτη του Κ. Κυριακού με τίτλο «Κώστας Βουτσάς- Ο ηθοποιός της κωμωδίας».

«Μα τι κάνεις; Ασε να πληρώσω εγώ».

Τίποτα. «Μα» αυτός. «Μη» εγώ. Από την επανάληψη ακούγεται σαν «Μαμή».

Μπαγάσα, ειλικρινά τώρα, πόσο είσαι;

Πάντα ειλικρινής ο κωμικός: «Μόνο 79». Με μπότοξ;

«Ποτέ! Πάντα φυσικός. Πάντα με τροφή βιολογική».

Πρωταθλητές λοιπόν ο Τζανετάκος, ο Βέγγος…

«Και ο Αντώνης Παπαδόπουλος. Αυτόν εγώ τον έκανα να βρει το δικό του στυλ. Σε μια ταινία – δεν θυμάμαι σε ποια- η ατάκα του ήταν “πύραυλος”. Οπότε μου ήρθε φλασιά: “Δεν θα το πεις μονοκοπανιά, αλλά σαν να είσαι ψευδός: πυ-πυπύ-ραυλος. Ετσι έγινε διάσημος». Και ο ήχος της σφαλιάρας έβγαινε από παλαμάκια;

«Πλάκα μου κάνεις; Αληθινές ήταν. Ο μακαρίτης σφιγγόταν από τον φόβο του και μέσα από τα δόντια του έλεγε “ρίξε, βάρα”. Τον λυπόμουν, αλλά βάραγα».

Κι εσύ έφαγες σφαλιάρες…

«Οχι τόσες. Οι περισσότεροι τρώγαμε. Ο Γκιωνάκης ας πούμε».

Στα «Κίτρινα γάντια»;

«Τις περισσότερες φάπες τις είχε δώσει ο Κωνσταντάρας στον Τζανετάκο. Νομίζω πως είχε σφαλιαρώσει και τον Ξενίδη. Ο Λάμπρος, η μεγαλύτερη και βαρύτερη χερούκλα του ελληνικού κινηματογράφου. Σαν κασμάς. Δεύτερο χέρι, ο Νίκος Σταυρίδης. Τρίτο ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος».

Οι μεγαλύτεροι καρπαζοδότες… Κανονικό ξύλο δηλαδή;

«Κανονικό. Μόνο στο θέατρο γινόταν διαφορετικά. Στα μπουλούκια, ας πούμε, είχαν ένα εργαλείο που το έλεγαν μάμπα».

Από το μάπα;

«Μπορεί. Ενα εργαλείο με δύο μέρη. Το ένα ήταν το χερούλι. Το άλλο, αποτελούνταν από δύο λεπτές σανίδες κόντρα πλακέ. Μ΄ αυτή τη μάμπα χτυπούσαμε το μπούτι μας και έτσι ο θόρυβος ακουγόταν σαν σβουριχτή σφαλιάρα. Μάλιστα υπήρχαν και ειδικοί στη μάμπα. Μεγάλο σχολείο τα μπουλούκια… Εκεί πρωτόπαιξα. Εκεί έμαθα αφαίρεση».

Ελα;

«Από τα κάτω, τα έσχατα, μαθαίνεις Τέχνη. Εσύ τι νόμιζες; Από τα σαλόνια;».

Οπως με τις φαρσοκωμωδίες. Οσο «φτηνότερη» τόσο καλύτερη.

«Κάπως έτσι. Εκεί λοιπόν, με τον Νικήτα Πλατή και τον Γιώργο Νάκο, έμαθα τι θα πει αφαίρεση. Αυτό λέω και στους σημερινούς κωμικούς. Α φαίρεση. Με το λιγότερο να αποσπάς το μεγαλύτερο. Βάλτε σουρντίνα τους λέω. Η αφαιρετικότητα, η καλύτερη μέθοδος».

Αλλοι πρωταθλητές της σφαλιάρας;

«Ο Κοκοβιός και ο Φραγκίσκος Μανέλης. Καθένας με τον τύπο του. Ας πούμε, ο τύπος του βλάκα εκ γενετής. Του πονηρού που ελίσσεται και παριστάνει τον κουτό. Να επιβιώσει δηλαδή. Του κακομοίρη. Ο τύπος του Βέγγου είναι του αθώου και του αγνού. Του μεροκαματιάρη. Τρέχει, υποτάσσεται για να γλιτώσει. Ολοι αυτοί οι τύποι προέρχονται από την παράδοση του Καραγκιόζη. Από εκεί η ελληνική κωμωδία».

Και ποιοι οι καλύτεροι; Ειλικρινά τώρα.

«Πάντα με ειλικρίνεια. Τέσσερις οι καλύτεροι: Αυλωνίτης, Μακρής, Λειβαδίτης, Σταυρίδης. Ομως σαν άνθρωπο εκτιμούσα απεριόριστα τον Μακρή. Ολοι οι άλλοι είχαν τα ελαττώματά τους. Ο Αυλωνίτης μεγάλο ταλέντο. Γρανίτης. Αν τότε το Εθνικό Θέατρο τους καλούσε να παίξουν αρχαία κωμωδία θα έγραφαν μεγάλη θεατρική ιστορία».

Ο Ηλιόπουλος;

«Υπέροχος κωμικός πολυτελείας. Εύθραυστος. Θυμάμαι, όταν τον ρωτούσαν “τι θα πάρετε;” απαντούσε “φέρτε μου κάνα χιλιάρικο”. Ο Ηλιόπουλος δεν ήταν κουρελού».

Κουρελού;

«Ετσι λέμε τους ηθοποιούς που αντιγράφουν. Αυτούς που κλέβουν τον Σταυρίδη, τον Χατζηχρήστο και άλλους γνωστούς. Κουρέλια». Ο Βέγγος;

«Ο Βέγγος, ειδικός ηθοποιός. Κινηματογραφική παρουσία. Ο Χατζηχρήστος είχε απλωθεί πολύ».

Ο Τζανετάκος;

«Οχι καλός ηθοποιός. Αυτή η αλήθεια. Κατά βάθος, όλοι εμείς ήμασταν καλοί διεκπεραιωτές. Μεταφέραμε τον ρόλο μας στους θεατές. Ο μεγαλύτερος, ο ξεχωριστός όλων ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Κορυφαίος. Πάει, τέλειωσε. Να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι;».

Ρίξ΄ το.

«Γιατί ακόμα και σήμερα, ύστερα από μισό και πλέον αιώνα, αντέχουν αυτές οι ταινίες; Από νοσταλγία ή επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική λύση;».

Επειδή είναι αυθεντικές. Οχι όλες. Κυρίως οι κωμωδίες. Τα περισσότερα δράματα χάρτινα, σχεδόν σκουπίδια. Η σφαλιάρα είναι το σήμα κατατεθέν του Νεοέλληνα.

«Είδα τον Νίκο Κούνδουρο στο “Αξιον εστί” του Βασιλικού, να ζητάει περίπου συγγνώμη επειδή στο παρελθόν σνομπάριζε αυτές τις ταινίες».

Πολλοί τις σνόμπαραν. Δύσκολο πράγμα να δεχθείς πως είσαι καρπαζοεισπράκτωρ.

«Σφαλιάρα από τους Τούρκους, σφαλιάρα από τους Αμερικανούς, τους Γερμανούς, τους Αγγλους και τώρα τους Γερμανούς. Ετσι μας έμαθαν αυτοί οι πούστηδες. Που αγαπούν μόνο την τσέπη τους και τα τρισέγγονά τους».

Τα θέλει ο κώλος μας.

«Αμα κοιτάξεις κάποιον στα μάτια, σου λέει απειλητικά: “Γιατί κοιτάς, ρε; Συμβαίνει τίποτα;”. Κι αν στον διπλανό σου πεις ένα “καλημέρα” το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι “κάτι θέλει αυτός από εμένα”».

Η σφαλιάρα γίνεται δράμα


Με τι θυμώνει ο Κώστας Βουτσάς; «Μ΄ ένα πράγμα: όταν με λένε “θρύλο”. Σαν να μπήκα στο ράφι. Ακόμα είμαι μαθητής. Μαθαίνω. Γι΄ αυτό δεν συμβουλεύω τους νέους».

Η καλύτερή σου στιγμή να γίνει μια ταινία πάνω σου. Με εσένα πρωταγωνιστή. Με τον «Τσάρλι» απέδειξες πως μπορείς να παίξεις τον γκάνγκστερ. Με τον «Διαχειριστή», τον κουτοπόνηρο και μικροδιαπλεκόμενο. Με το «Βank Βang», τον συνταξιούχο. Μπορεί να παίξεις και τον serial killer. Τα πάντα. Στην καλύτερή σου φόρμα.

«Μ΄ αυτά που λες με ξανανιώνεις. Ενα πράγμα χαράχτηκε μέσα μου. Μια φράση του Μπίχνερ, που λέει “Μπορεί να ξεχάσουμε αυτά που τους είπες. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ αυτά που τους έκανες να αισθανθούν”!».

Ετσι, αγαπητοί μου, η σφαλιάρα γίνεται Δράμα!

«Ο σατιριζόμενος πρέπει να έχει όρια»


«Oταν με ρωτούν αν η σάτιρα έχει όρια, τους απαντάω πως δεν έχει» λέει ο Κώστας Βουτσάς. «Ορια πρέπει να έχει ο σατιριζόμενος. Τι περιμένει δηλαδή ο Κούγιας, με αυτά που κάνει; Να τον κάνουν αρχαία τραγωδία;». Ποια η διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και θεάτρου;

«Τεράστια. Εκτιμώ απεριόριστα τους θεατρίνους. Αυτοί είναι οι πραγματικοί ηθοποιοί. Οταν είδα τον Αλ Πατσίνο στο Λονδίνο να υποδύεται τον Ριχάρδο, τον σιχάθηκα. Επαιζε εντελώς κινηματογραφικά. Στο σινεμά, μ΄ ένα κοντινό πλάνο, με τον φωτισμό και με μια δραματική υπόκρουση αποσπάς λύπη, δράμα, συγκίνηση. Στο θέατρο είσαι γυμνός. Εκεί πρέπει με την υποκριτική σου τέχνη να μεταφέρεις και στο τελευταίο στασίδι τα συναισθήματα του χαρακτήρα στον θεατή. Γι΄ αυτό, αν δεν τους δω στο σανίδι δεν μπορώ να πω τίποτα γι΄ αυτούς τους μεγάλους stars. Γι΄ αυτό εκτιμώ τους Αγγλους. Ο Ντάστιν Χόφμαν, από την άλλη, με μια γκριμάτσα μπορεί να σε πείσει πως είναι αυθεντικά χαζός».

Παρεμπιπτόντως, ο Αλ Πατσίνο είναι εξαιρετικός ηθοποιός θεάτρου. Μνημειώδης η παράσταση «Ο θάνατος του εμποράκου».

«Το ξέρω. Ομως για εμένα τα πρώτα ονόματα είναι ο Μάικλ Κέιν, ο Λόρενς Ολίβιε, ο Αντονι Χόπκινς».

Και από τους σημερινούς κωμικούς;

«Ο Φιλιππίδης, ο Χαραλαμπόπουλος, ο Μπέζος».

Ο Λαζόπουλος;

«Αυτός είναι λόγιος. Τον εκτιμώ γι΄ αυτό που κάνει. Στα δικά του είναι πρώτος». Ο Λαζόπουλος έχει πει τα μύρια όσα για την Ντενίση (ο Βουτσάς αυτή τη χρονιά συνεργάστηκε με τη Μιμή Ντενίση, με την οποία αρχίζουν από αυτή την εβδομάδα περιοδεία στην Ελλάδα).

«Ναι. Με τη φράση “το τρένο έχει μεγαλύτερο ταλέντο από την Ντενίση”. Δεν ξέρω σε ποιο έργο την είδε. Η γνώμη μου είναι διαφορετική. Αξιοπρεπέστατη, πανέξυπνη, όχι πονηρή, αφοσιωμένη στην τέχνη της. Τα καλύτερα λόγια έχω να πω γι΄ αυτήν».