Λέγεται Φετουλάχ Γκιουλέν, είναι τούρκος ιεροκήρυκας και ελέγχει 1.000 σχολεία σε 100 χώρες. Ομνύει τόσο στο Ισλάμ όσο και στη δυτική επιστημονική σκέψη. Οι οπαδοί του υπολογίζονται σε εκατομμύρια. Αλλά στα ερωτήματα που προκαλεί η αυτοκρατορία του 68χρονου Γκιουλέν δεν υπάρχουν ακόμη απαντήσεις.


Oκτώβριος 1992. Η Σοβιετική Ενωση καταρρέει και το χάος βασιλεύει στα πρώην εδάφη της. Τρεις φορές την εβδομάδα, ένα παλιό ρωσικό αεροσκάφος μεταφέρει νέους μουσουλμάνους από την Κωνσταντινούπολη στις πρωτεύουσες της Κεντρικής Ασίας. Είναι δάσκαλοι, φορούν όλοι τους μαύρα κοστούμια και γραβάτες, έχουν περιποιημένα μουστάκια και μοιάζουν αποφασισμένοι. Για τους περισσότερους από αυτούς είναι το πρώτο τους ταξίδι μακριά από την πατρίδα τους. Αλλά η πίστη τους στον Φετουλάχ Γκιουλέν είναι βαθύτατη. Είναι η αρχή ενός παγκόσμιου κινήματος, αν όχι μιας εκπαιδευτικής αυτοκρατορίας, την οποία από πολλές απόψεις διαπνέει άκρα μυστικότητα.

Πίστη και επιστήμη

Σήμερα αυτή η αυτοκρατορία διαθέτει περισσότερα από 1.000 σχολεία σε 100 χώρεςαπό το Μαλάουι έως τις Ηνωμένες Πολιτείες – προσφέροντας ένα μείγμα θρησκευτικής πίστης και δυτικής επιστήμης. Ολα τα σχολεία λειτουργούν υπό την εποπτεία του αινιγματικού 68χρονου ιεροκήρυκα. Ο ίδιος δεν έχει επισκεφθεί ποτέ την Κεντρική Ασία. Ζει ασκητικά στην αγροτική Πενσιλβάνια. Εκεί τον οδήγησαν λόγοι υγείας αλλά και η κατηγορία της ανατροπής του κοσμικού κράτους που αντιμετώπιζε έως πρόσφατα στην Τουρκία. Ο Γκιουλέν πιστεύει ότι για να επιζήσει το Ισλάμ σε έναν κόσμο όπου η πίστη χάνει έδαφος, πρέπει να συνδυάσει τη δυτική επιστημονική σκέψη με τη θρησκευτική πίστη. Στα σχολεία του δίνεται έμφαση στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά. Παράλληλα, οι μαθητές ακολουθούν τις συντηρητικές αξίες των μουσουλμάνων πιστών. «Ο Γκιουλέν προπαγανδίζει ένα είδος “εκπαιδευτικού ισλαμισμού” ως εναλλακτική λύση στο “πολιτικό Ισλάμ”», δηλώνει στο περιοδικό «Τime» ο Μπιλ Παρκ λέκτορας στο Κing΄s College του Λονδίνου. «Οραματίζεται την “ισλαμοποίηση” του σύγχρονου τρόπου ζωής».

Η μέθοδος του Γκιουλέν θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι καθολικοί Ιησουίτες μετέδιδαν την πίστη τους μέσω της εκπαίδευσης. Σε αυτή τη διαπίστωση συνηγορεί το γεγονός ότι οι πρώτοι «μισιονάριοι» του τούρκου ιμάμη εκπαιδεύτηκαν από χριστιανούς συναδέλφους τους οι οποίοι είχαν εμπειρία στην Αφρική και τη Νότια Αμερική. Η μέθοδος, ωστόσο, προκαλεί πολλές αντιδράσεις και διχάζει: οι αρχές στη Ρωσία και το Ουζμπεκιστάν έχουν κλείσει αρκετά σχολεία του Γκιουλέν. Για πολλούς ο τούρκος ιεροκήρυκας είναι άγιος και για άλλους ο επόμενος Χομεϊνί. Για τους πιστούς του είναι ένας «χότζα εφέντι» («σεβάσμιος δάσκαλος»).

Στην κατασκήνωση

Ο Γκιουλέν γεννήθηκε σε ένα φτωχό χωριό της Ανατολικής Τουρκίας. Γιος ιεροκήρυκα, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του. Το 1966 άρχισε να προσελκύει τους πρώτους του πιστούς στη Σμύρνη. Στη συνέχεια ίδρυσε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις όπου οι ομαδάρχες δίδασκαν το Κοράνι κι έπειτα έπεισε μερικούς τοπικούς επιχειρηματίες να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή ιδιωτικών φοιτητικών εστιών για τους φοιτητές που προέρχονταν από τις αγροτικές περιοχές της Τουρκίας και είχαν οικονομική στενότητα. Σε αντάλλαγμα για τα δωρεάν δωμάτια, οι φοιτητές είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται καθημερινά και να ακούνε τα κηρύγματα του Γκιουλέν σε κασέτες. Ηταν η αρχή ενός δικτύου σχολείων, πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, το οποίο προωθούσε τη μουσουλμανική ηθική. Εκείνη την εποχή, ο Γκιουλέν γύρισε όλη την Τουρκία για να εδραιώσει το σύστημά του.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ

Ο Γκιουλέν πιστεύει ότι για να επιζήσει το Ισλάμ πρέπει να συνδυάσει τη δυτική επιστημονική σκέψη με τη θρησκευτική πίστη

Τουλάχιστον 6 εκατ. οι οπαδοί του


ΑΝ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟ διδασκαλίας ο Γκιουλέν θυμίζει Ιησουίτη, στο κήρυγμα φέρνει στον νου κάποιον αμερικανό τηλεευαγγελιστή. Γνωρίζει καλά την τηλεόραση ως μέσο, μιλάει με συναισθηματική φόρτιση και πολλές φορές αφήνει τα δάκρυά του να μεταφέρουν στους τηλεθεατές του το μήνυμά του. Στις εμφανίσεις του φοράει πάντοτε κοστούμι και κανείς δεν τον έχει δει με τουρμπάνι. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου αφιερώθηκε στον διαθρησκευτικό διάλογο.

Στο μεταξύ, η δύναμή του αυξάνεται. Εκτιμάται ότι οι οπαδοί του ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια, ανάμεσα στους οποίους και το 70% των τούρκων αστυνομικών. «Εάν έφτιαχνε κόμμα θα έπαιρνε τουλάχιστον το 20-25% των ψήφων», λέει ο τούρκος δημοσιογράφος Νεντίμ Σενέρ. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα ερωτήματα: ποιος μετέχει σε αυτό το κίνημα; Πώς χρηματοδοτείται; Ποιοι είναι οι πολιτικοί του στόχοι; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια.