Φέτος συμπληρώνονται 2.500 χρόνια από την ιστορική μάχη, που μαζί με τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί για τους Ιρανούς ό,τι περίπου η πτώση της Κωνσταντινούπολης για τους Ελληνες, λέει στα «ΝΕΑ» ο έλληνας ιρανολόγος Βαγγέλης Βενέτης
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει από μια μάχη που έχει καταγραφεί τόσο στην παγκόσμια ιστοριογραφία όσο και στο συλλογικό υποσυνείδητο ως μία από τις κορυφαίες στιγμές ηρωισμού του ελληνικού έθνους. Λίγα ξέρουμε όμως για το πώς βλέπουν αυτή τη μάχη, τη Μάχη του Μαραθώνα, αυτοί που έχασαν. Δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη την περίοδο εξεστράτευαν κάθε τρεις και λίγο εναντίον των ελληνικών πόλεων.

«Η Μάχη του Μαραθώνα αποτελεί και για το Ιράν (Περσία) κομμάτι της αρχαίας ιστορίας του», λέει στα «ΝΕΑ» ο ιστορικός Βαγγέλης Βενέτης, λέκτορας Ισλαμικών και Ιρανικών Σπουδών στο ολλανδικό Πανεπιστήμιο του Λέιντεν. «Η αρχαία ιστορία του Ιράν είναι συνδεδεμένη, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, με την εθνογένεση των Ιρανών, που έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1920, με καθυστέρηση δηλαδή εκατό ετών σε σχέση με τη γέννηση του ελληνικού εθνισμού. Οι Ιρανοί, όπως και οι έλληνες, ανέτρεξαν στο αρχαίο παρελθόν τους για να δημιουργήσουν τη συνέχεια του έθνους τους στον χρόνο. Και για να το καταφέρουν αυτό βασίστηκαν στην προϊσλαμική παράδοση του ιρανικού πολιτισμού, που είναι οι Αχαιμε νίδες, οι Πάρθοι και οι Σασανίδες».

Βέβαια, δεν βλέπουν το πράγμα από την ίδια οπτική γωνία που το βλέπουν οι Ελληνες. «Τα σχολικά εγχειρίδια του Ιράν δίνουν σήμερα μικρή έκταση στη Μάχη του Μαραθώνα και λόγω του αρνητικού αποτελέσματος της μάχης αλλά και γιατί η μάχη αυτή ήταν μία από τις πολλές μάχες που έδωσε τότε το περσικό βασίλειο», εξηγεί ο έλληνας ιρανολόγος. «Επιπλέον ήταν μάχη που δόθηκε εκτός των ορίων του περσικού βασιλείου ενώ για τους Ελληνες ήταν μάχη για την ίδια τους την ύπαρξη. Το περσικό βασίλειο ήταν η παγκόσμια υπερδύναμη της εποχής, κάτι σαν τις ΗΠΑ σήμερα. Και έφτανε μέχρι το Αιγαίο, κατέχοντας όλη τη Μικρά Ασία, ακόμη και μερικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η Σάμος και η Λέσβος άλλαζαν χέρια κάθε τρεις και λίγο ενώ ήταν, άλλοτε de facto, άλλοτε de jure υπό την επιρροή των Ιρανών. Επιπλέον οι Πέρσες εξαγόραζαν τις πολιτικές ελίτ των ελληνικών πόλεων».

Με δεδομένο ότι τότε οι ειδήσεις ταξίδευαν αργά, το αποτέλεσμα της Μάχης του Μαραθώνα υποβαθμίστηκε από το κράτος των Αχαιμενιδών, συνεχίζει ο κ. Βενέτης. «Αποδείχθηκε ότι οι Πέρσες δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι και η αποσπασματική και όχι συστηματική απόπειρά τους να αντιπαρατεθούν στη δύναμη των ελλήνων οπλιτών απέτυχε. Αντίθετα με άλλες τους απόπειρες, όταν έφερναν στρατεύματα μέσω της Βόρειας Ελλάδας, τώρα έκαναν κατευθείαν απόβαση στον Μαραθώνα όπου έφτασαν με νοικιασμένα φοινικικά καράβια που τους παρέλαβαν στις ιωνικές ακτές. Δεν ήθελαν δηλαδή να κάνουν γενική ελληνική εκστρατεία αλλά να χτυπήσουν αποκλειστικά την Αθήνα. Ηταν ένα είδος βεντέτας που σχετιζόταν με την αθηναϊκή επεκτατική δραστηριότητα, γιατί οι Αθηναίοι είχαν υποδαυλίσει την ιωνική επανάσταση (496-494 π.Χ.), κυρίως στη Μίλητο, αλλά και στις Σάρδεις, στέλνοντας όπλα και χρήματα».

Ο βασικός λόγος που ηττήθηκαν οι Πέρσες, λέει ο Βαγγέλης Βενέτης, ήταν ότι υστερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα στην οποία τούς παρέσυρε ευφυώς ο Μιλτιάδης. «Ο Αθηναίος στρατηγός, έχοντας πληροφορίες από κατασκόπους του στην Ιωνία για τις κινήσεις των Περσών, τους περίμενε στον Μαραθώνα που είχε δασώδεις εκτάσεις και δεν μπορούσε να αναπτυχθεί το περίφημο περσικό ιππικό.

Οι Πέρσες, που διέθεταν το καλύτερο ιππικό και τους καλύτερους τοξότες στον κόσμο, στηρίζονταν στη μάχη των ανοικτών εκτάσεων και στη μάχη από απόσταση. Οταν είδαν τα αθηναϊκά στρατεύματα να τους περιμένουν εκεί, ξαφνιάστηκαν και άφησαν τα άλογα να ποτίζονται. Για δύο μέρες, περίμεναν ο ένας την αντίδραση του άλλου, μέχρι που ο Μιλτιάδης έδωσε το σύνθημα της επίθεσης. Οι Αθηναίοι, που μαζί με τους Θηβαίους είχαν παράδοση στα σώματα οπλιτών και τις μάχες σώμα με σώμα, απέκτησαν πλεονέκτημα. Θα πρέπει, πάντως, να πούμε ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη ήττα των Περσών, όπως από πολλούς λέγεται. Οι Πέρσες έχασαν για πρώτη φορά από τους Αιγύπτιους, το 526, επί Καμβύση», λέει.

Ο Βαγγέλης Βενέτης είναι διευθυντής της Εταιρείας ΕλληνοΙρανικών Σπουδών, μιας εταιρείας που σκοπό έχει τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στο Ιράν αλλά και την καλύτερη γνωριμία των Ελλήνων με τους ανατολικότερους πολιτισμούς. «Να μην κοιτάμε από τη μια πλευρά του χάρτη μόνο», λέει, καθώς από την άλλη «μοιάζει να υψώνεται τοίχος». Κατά τον έλληνα ισλαμολόγο το γεγονός ότι η Τουρκία μπήκε ανάμεσα διέκοψε τις επαφές που είχαν από τα αρχαία χρόνια οι δύο πολιτισμοί. Και νομίζει ότι για να αναπτυχθούν ξανά, χρειάζεται ένα είδος πολιτιστικής διπλωματίας. «Δεν είναι δυνατόν να έχουν μεταφραστεί 14 έργα του Καζαντζάκη στα περσικά, κανένα όμως από το πρωτότυπο», παρατηρεί.

Η πρώτη διάλεξη που οργάνωσε η Εταιρεία ήταν πριν από ένα χρόνο στο Λονδίνο, στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Κing΄s College, και η δεύτερη πριν από λίγες μέρες στο Μουσείο Μπενάκη, όπου γνωστοί ισλαμολόγοι μίλησαν με θέμα την αντίληψη που είχε σχηματίσει ο αρχαίος ελληνικός κόσμος για τη δυναστεία και το βασίλειο των Αχαιμενιδών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Η τρίτη διάλεξη, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα πραγματοποιηθεί του χρόνου στην Τεχεράνη, ενώ στο μεταξύ θα εγκαινιαστούν και άλλοι κύκλοι εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων.

«Στο πλαίσιο, πάντως, της περσικής ιστορίας, πιο μεγάλη σημασία από τις μάχες του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών έχει η Ναυμαχία της Σαλαμίνας», λέει ο Βαγγέλης Βενέτης. «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, και ακόμη περισσότερο η εκστρατεία του Αλέξανδρου, είναι για τους σημερινούς Ιρανούς κάτι σαν αυτό που είναι η πτώση της Κωνσταντινούπολης για τους Ελληνες. Σήμερα, ένας μέσος Ιρανός- κάτι ανάλογο συμβαίνει σε ένα βαθμό και στην Ελλάδα-, διακατέχεται από τον λεγόμενο ιρανικό μεγαλοϊδεατισμό, έχοντας έντονο πατριωτικό φρόνημα και περηφάνια για το ένδοξο ιρανικό παρελθόν. Η αντίδραση του μέσου σημερινού Ιρανού στο άκουσμα της Μάχης του Μαραθώνα είναι μάλλον ανάλογη με την αντίδραση ενός Πέρση 2.500 χρόνια πριν».

Οι Ιρανοί αποκαλούσαν ανέκαθεν τη χώρα τους Ιράν, επισημαίνει ως προς τη σωστή ορολογία, ο έλληνας ιστορικός. «Ο όρος “Περσία” είναι εξελληνισμός του “Παρς”, της επαρχίας δηλαδή της Περσίδος, όπου και η Περσέπολη. Υιοθετήθηκε από τις αρχαίες ελληνικές πηγές και πέρασε από εκεί και στη Δύση. Στα αρχαία Περσικά η χώρα λεγόταν Αϊράν, που σημαίνει η χώρα των Ινδοευρωπαίων, των Αρείων». Και συμπληρώνει: «Το 1935 ο βασιλιάς της Περσίας Ρετζά Σαχ ζήτησε από τις διπλωματικές αντιπροσωπείες των ξένων κρατών να χρησιμοποιούν τον όρο “Ιράν” αντί του όρου “Περσία”».

ΙΝFΟ

Από το Μορφωτικό Κέντρο του Ιράν στην Αθήνα κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίιο του Ευάγγελου Βενέτη «Γραμματική της σύγχρονης περσικής γλώσσας»

«Ο όρος “Περσία” είναι εξελληνισμός του “Παρς”, της επαρχίας δηλαδή της Περσίδος, όπου και η Περσέπολη.

Υιοθετήθηκε από τις αρχαίες ελληνικές πηγές και πέρασε από εκεί και στη Δύση-ενώ οι ίδιοι αποκαλούσαν στην αρχαιότητα τη χώρα τους Αϊράν, που σημαίνει χώρα των Αρείων»

«Δεν νοείται Τουρκία χωρίς την Περσία»


«Για να γνωρίσουμε την Τουρκία, πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε την Περσία», υποστηρίζει ο Βαγγέλης Βενέτης. «Το Ιράν έχει την ίδια σχέση επιρροής με τους Οθωμανούς που είχε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός για τους Ρωμαίους», εξηγεί. «Ο Κεμάλ καταμέτρησε το 1928 τον πλούτο της τουρκικής γλώσσας και βρήκε ότι μόνο το 30% ήταν πράγματι τουρκικής προέλευσης.

Το υπόλοιπο ήταν κυρίως περσικής προέλευσης, επίσης αραβικής και σε ποσοστό περίπου 15% ελληνικής. Οι μορφωμένοι Οθωμανοί ήταν δίγλωσσοι ενώ και οι Φαναριώτες μιλούσαν και περσικά, καθώς αυτή ήταν η γλώσσα της οθωμανικής διοίκησης και της λογοτεχνίας».

Ακόμη και πολλά επίθετα που θεωρούμε τουρκικής προέλευσης, στην πραγματικότητα είναι ιρανικής: το επίθετο Σαχινίδης, λ.χ., βγαίνει από την ιρανική λέξη σαχίν που σημαίνει γεράκι, ενώ ακόμη και το επίθετο της Τίνας Μπιρμπίλη, ο Βαγγέλης Βενέτης θεωρεί ότι προέρχεται από τη λέξη μπολμπόλ που στα ιρανικά σημαίνει αηδόνι.

«Μισούν τον Αλέξανδρο»


«Η μουσουλμανική παράδοση βλέπει τον Αλέξανδρο θετικά, ως ήρωα, βασιλιά, ακόμη και προφήτη και φιλόσοφο», σημειώνει ο Βαγγέλης Βενέτης. «Γιατί είναι επηρεασμένη από την αντίστοιχη χριστιανική και την ιουδαϊκή, που επίσης τον βλέπουν θετικά. Αντίθετα, η ζωροαστρική παράδοση βλέπει τον Αλέξανδρο πολύ αρνητικά. Ο λόγος είναι ότι από έναν τόσο σημαντικό πολιτισμό, όσο ο αρχαίος περσικός, δεν έχουν σωθεί γραπτές πηγές. Αυτό, σε μεγάλο βαθμό, έχει να κάνει με τον Αλέξανδρο ο οποίος είχε πάρει μαζί του λόγιους. Τους έβαζε να παίρνουν τις πινακίδες με τις σφηνοειδείς γραφές, να τις αντιγράφουν στα ελληνικά και να τις καταστρέφουν. Αλλά και αργότερα, όταν με τους Σασανίδες πραγματοποιήθηκε η αναγέννηση του περσικού πολιτισμού, οι πηγές πάλι καταστράφηκαν, το 642 μ.Χ., αυτή τη φορά από τους Αραβες.

Στον Αλέξανδρο επιπλέον χρεώνουν την πυρπόληση της Περσέπολης. Αντίστοιχα, βέβαια, και εκείνοι αποσιωπούν την πυρπόληση της Ακρόπολης των Αθηνών το 480 π.Χ.».

Ελληνες ιρανολόγοι: ένα σπάνιο είδος


Οι ελληνόφωνοι ιρανολόγοι αποτελούν σπάνιο είδος ερευνητών καθώς τα πανεπιστήμιά μας, αντίθετα με αρκετά ευρωπαϊκά, δεν διαθέτουν τμήματα Ανατολικών Σπουδών. «Ο τελευταίος έλληνας ιρανολόγος έζησε πριν από 300 χρόνια!», επισημαίνει ο Βαγγέλης Βενέτης. Ηταν ο Βασίλειος Βατάτζης, που είχε γεννηθεί το 1694 στα Θεραπειά της Προποντίδας. Ρωμιός έμπορος που εξελίχθηκε σε λόγιο, περιηγήθηκε τη Ρωσία και έφτασε μέχρι το Ισφαχάν, έγραψε δε το βιβλίο «Περιηγητικόν». «Προηγουμένως πρέπει να πάμε άλλα 400 χρόνια πίσω για να βρούμε ιρανολόγο. Ηταν ο Γρηγόριος Χιονιάδης από την Τραπεζούντα, ιερομόναχος και αστρονόμος που έζησε στα τέλη του 13ου αιώνα, την εποχή των Μογγόλων, και πήγε στο Ταμπρίζ (Ταυρίδα), όπου υπήρχε μεγάλο αστρονομικό παρατηρητήριο», προσθέτει.