Ενα τεράστιο βήμα έκαναν οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι κατά τη διάρκεια της νύχτας της περασμένης Κυριακής, θεσπίζοντας τον μηχανισμό στήριξης των χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο εξάπλωσης και την επιτακτικότητα της κατάστασης ξεπέρασαν επιτέλους δύο ταμπού. Αρχισε να εφαρμόζεται η αρχή της αλληλεγγύης, μέσω του μηχανισμού των εγγυήσεων των χωρών της ευρωζώνης ύψους 440 δισ. ευρώ, στα οποία προστίθενται 60 δισ. ευρώ που θα δοθούν μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αγοράσει άμεσα κρατικά ομόλογα και ιδιωτικούς τίτλους από τις αγορές, μια παρέμβαση που επιτρέπεται κατά τις ευρωπαϊκές συνθήκες ενόψει συστημικών κινδύνων.

Πάντως, την Πέμπτη 6 Μαΐου ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ δήλωνε ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν είχε ακόμη συζητηθεί. Επιπλέον, η επίπονη διαδικασία για την υιοθέτηση μέτρων για τη στήριξη της Ελλάδας έδειξε- όπως έγραψε ο Ντέιβιντ Σίμοντς, επικεφαλής ερευνών της Royal Βank of Scotland- ότι η λήψη ευρωπαϊκών πολιτικών και νομισματικών αποφάσεων παραμένει σε «καθεστώς άρνησης». Αν και εξήλθαν από αυτό, με στόχο να επανακτήσουν το ψυχολογικό πλεονέκτημα για να ακυρώσουν τον χαρακτήρα «αυτορρύθμισης» της κρίσης την περασμένη εβδομάδα, η δυσπιστία τροφοδοτούσε την εκτίναξη των σπρεντ- οι ευρωπαίοι αρμόδιοι ζήτησαν σκληρότερους όρους στα δημόσια οικονομικά.

Το ρίσκο παραμένει πάντως ότι οι δημοσιονομικές προσαρμογές, οι οποίες έχουν ζητηθεί από πολλές χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολία, θα αναδειχτούν κοινωνικά ασύμφορες ή οικονομικά αντιπαραγωγικές, καθώς η στήριξη του χρέους μακροπρόθεσμα θέτει πάντα ερωτήματα. Εκτός από την επείγουσα ανάγκη, η νομισματική ένωση οφείλει να συνεχίσει αδιάλειπτα την αλλαγή της πορείας της, για να καταφέρει να ξεπεράσει τις εσωτερικές οικονομικές ανισότητες. Τελευταία, υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Σίμοντς, η οικονομική κρίση δεν τροφοδοτήθηκε από θεμελιώδη δεδομένα, αλλά από τον φόβο ότι η άνοδος των επιτοκίων θα χειροτέρευε τη δημοσιονομική κατάσταση και θα καθιστούσε ανεξέλεγκτο το ρίσκο της μετάδοσης, ένας φόβος που ανατροφοδοτεί την άνοδο των επιτοκίων. Το ευρωπαϊκό σχέδιο φιλοδοξεί να αναχαιτίσει το ντόμινο.

Η λιτότητα. Αλλά, ουσιαστικά, το πρόβλημα των χωρών με δημοσιονομικές δυσκολίες κινδυνεύει να μη λυθεί με τα μαζικά προγράμματα λιτότητας σε τρία ή τέσσερα χρόνια, όπως έχει εκτιμηθεί. «Ζητείται από την Ελλάδα μια προσπάθεια ίση με το 14% του ΑΕΠ μέχρι το 2014 που είναι τεράστια. Τέτοιες δημοσιονομικές προσαρμογές έχουν πραγματοποιηθεί σε αναδυόμενες οικονομίες της Ευρώπης, όπως στη Λετονία, αλλά με αντάλλαγμα τεράστιες θυσίες, όπως μια μείωση κατά 30% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων», λέει η Λοράνς Μπουν, ειδική στα δημόσια οικονομικά στην Βarclays Capital στο Παρίσι. «Δεν μπορούμε να ζητάμε μόνο από τις χώρες του Νότου να κάνουν τεράστιες προσπάθειες. Πρέπει να τους παρασχεθεί ένα κίνητρο, όπως ήταν στο παρελθόν η προσχώρηση στο ευρώ που σήμερα δεν υπάρχει. Οταν αυξάνουμε τους φόρους και μειώνουμε τις κοινωνικές παροχές και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, σκοτώνουμε τη ζήτηση και την ανάπτυξη», εξηγεί.

Οι συγκρίσεις με περασμένες εμπειρίες δεν συνηγορούν υπέρ της επιτυχίας των βίαιων προσαρμογών σε μια σύντομη περίοδο. Οι ερευνητές του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα και Σίλβια Αρντάνα έχουν μελετήσει 107 περιπτώσεις «δημοσιονομικής εξυγίανσης» στις χώρες του ΟΟΣΑ την περίοδο 1970- 2007. Μόνο 17 περιπτώσεις (16%) έχουν πετύχει, έχουν δηλαδή καταφέρει μια πτώση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 4,5% σε τρία χρόνια, έγραψαν σε μια μελέτη τον Οκτώβριο του 2009 για το αμερικανικό Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (ΝΒΕR).

Εχοντας μελετήσει τα 10 κυριότερα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, που εφαρμόστηκαν σε χώρες του ΟΟΣΑ τα τελευταία 30 χρόνια, η Λόρενς Μπουν προσθέτει ότι «η πτώση των δαπανών χρειάστηκε πολύ χρόνο: δώδεκα χρόνια κατά μέσο όρο. Επιπλέον, οι δύο πρώτοι παράγοντες μείωσης των ελλειμμάτων- πτώση των σπρεντ και πτώση των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης- είναι πιο δύσκολο να επαναληφθούν στην τωρινή συγκυρία». Φαίνεται, λοιπόν, δύσκολο να δημιουργηθούν στέρεες οικονομίες, με δεδομένες τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού και της βίαιης κρίσης στην απασχόληση. Η κρίση κινδυνεύει να μετατραπεί σε κρίση για τη στήριξη του δημόσιου χρέους ορισμένων ανεπτυγμένων χωρών.

Οι προβλέψεις. Μπορούμε να αναμένουμε μια διαρκή ανάκαμψη η οποία θα μειώσει τις ανησυχίες; Δεν είναι σίγουρο. Ορισμένοι ειδικοί, όπως ο Πάτρικ Αρτους, θεωρούν αντίθετα ότι η μείωση των χρεών των οικονομιών δεν επιτρέπει στην οικονομική δραστηριότητα να ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια το επίπεδο της δυνητικής ανάπτυξης και ότι το διαρθρωτικό αυτό επίπεδο της ανάπτυξης έχει μειωθεί με την κρίση, η οποία καταστρέφει την παραγωγή. Ο Αρτους εκτιμά ότι η δυνητική ανάπτυξη κινείται σε 2,6% ετησίως στις ΗΠΑ, 1,8% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 0,8% στη Γαλλία, 0,7% στην Ιαπωνία, 0,6% στη Γερμανία και (αρνητικό)0,8% σε Ισπανία και Ιταλία. «Με τα επίπεδα αυτά η κατάσταση στα δημόσια οικονομικά θα είναι δυσκολότερη απ΄ ό,τι έχει προβλεφθεί. Τα ελλείμματα θα παραμείνουν μέχρι το 2016 πάνω από 8% σε Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία. Γύρω στο 6% στις ΗΠΑ και 4% στη Γερμανία», γράφει σε σημείωμα με ημερομηνία 20 Απριλίου 2010. Ομως, η δυναμική της ανάπτυξης μπορεί να βελτιωθεί μέσω της καινοτομίας. Για την Ελλάδα η Λοράνς Μπουν προτείνει ακόμη «να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, με την παροχή αναπτυξιακών κινήτρων στη μεταποίηση, τον τουρισμό και τις θαλάσσιες μεταφορές». Μία προσπάθεια για συμπληρωματικές επενδύσεις είναι, λοιπόν, απαραίτητη για να αποφευχθεί το σενάριο ύφεσης και αποπληθωρισμού στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτό σημαίνει για την ευρωζώνη ότι απαιτείται μια διαρκής προσπάθεια οικονομικής αλληλεγγύης, η οποία να επιδεικνύεται μέσω πιο σημαντικών οικονομικών ροών προς τις φτωχές χώρες. Η ευρωζώνη δεν έχει αποφύγει να καταφύγει σε συμβατικά μέτρα τύπωσης νομισμάτων για την εξυπηρέτηση των κρατικών χρεών, όπως έκανε η Τράπεζα της Αγγλίας και η αμερικανική κεντρική τράπεζα Fed. Κατά τον Σίμοντς, πρόκειται για μια «πυρηνική» επιλογή ενόψει του κινδύνου γενικευμένης μετάδοσης της κρίσης στο σύνολο των χωρών-μελών της ευρωζώνης, εξέλιξη που θα προκαλούσε διάσπαση της ευρωζώνης ή ένα ομολογιακό κραχ.

Ο ρόλος της ΕΚΤ. Θα πρέπει η στροφή αυτή να έχει διάρκεια, σε αντίθεση προς το δόγμα βάσει του οποίου είχε στηρίξει τη δραστηριότητά της η ΕΚΤ από την έναρξη λειτουργίας της. Στο μέλλον παραμένει ο κίνδυνος η ΕΚΤ να εγκαταλείψει, όταν είναι εφικτό, τα μέτρα στήριξης, επιστρέφοντας πολύ νωρίς σε ορθόδοξες πολιτικές. Οι τράπεζες-ομόλογοί της σε Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ πρέπει να δεχτούν μεγαλύτερο πληθωρισμό, προκειμένου να ελαφρύνουν το φορτίο του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Εχουν ακόμη μειώσει τα επιτόκιά τους με πολύ πιο επιθετικό τρόπο. Η ΕΚΤ θα βελτιώσει την κατάσταση, αν μειώσει περισσότερο το επιτόκιο παρέμβασης.

Τέλος, τα όρια που θέτει το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (για το έλλειμμα 3% του ΑΕΠ και το χρέος 60% του ΑΕΠ) φαίνεται ότι έχουν ξεπεραστεί εδώ και αρκετό καιρό. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν προτείνει να ενισχυθούν τα μέτρα επιτήρησης της ανταγωνιστικότητας των χωρών, για να αποφεύγονται οι αποκλίσεις. Αλλά το ερώτημα ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή μιας ευρωπαϊκής αρχής έκδοσης χρέους- ακόμη και εκτός των ειδικών περιπτώσεων όπως είναι η τωρινή- θα τεθεί αργά ή γρήγορα.

Ενα ενδιάμεσο σενάριο είχε προταθεί από τους οικονομολόγους Γιάκομπ φον Βεϊζάκερ και Ζακ Ντελπλά, οι οποίοι είχαν προτείνει την αμοιβαία εγγύηση των κρατών της ευρωζώνης για ένα μέρος του χρέους- μέχρι 60% του ΑΕΠ- με αντάλλαγμα μια δέσμευση για αυστηρή δημοσιονομική πολιτική εγγεγραμμένη στο Σύνταγμα κάθε χώρας. Οποια φόρμουλα κι αν επιλεγεί, η ζώνη του ευρώ οφείλει στο μέλλον να επανεξετάσει τα θεμελιώδη δόγματά της.

Πώς η Σουηδία επιβίωσε από την επίθεση των κερδοσκόπων

Του ΟLΙVΙΕR ΤRUC , To αφιέρωμα επιμελήθηκαν: , ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΛΟΠΟΥΛΟΣ


Στη Σουηδία η ελεύθερη διακύμανση του νομίσματος και η λιτότητα έσωσαν το κράτος πρόνοιας. Η Σουηδία γνώρισε μια κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η οποία έκανε τη χώρα να γονατίσει για αρκετά χρόνια. Ακολουθώντας την οπτική γωνία της Στοκχόλμης, παραδόξως αντεστραμμένη σε σχέση με την κλασική συζήτηση στη Γαλλία ή την Ελλάδα, η χώρα σώθηκε από τη Δεξιά (ήταν στην εξουσία μεταξύ 1991 και 1994), που άφησε ελεύθερη τη διακύμανση της σουηδικής κορόνας ή από την Αριστερά (ήταν στην εξουσία από το 1994 μέχρι το 2006), η οποία υιοθέτησε μια πολιτική εξαιρετικά αυστηρής λιτότητας.

Η κρίση επιταχύνθηκε από την απορρύθμιση της τραπεζικής αγοράς στο τέλος της δεκαετίας του 1980, και από την ανεξέλεγκτη έκρηξη της πιστωτικής επέκτασης. Οι τιμές και οι μισθοί αυξήθηκαν γρήγορα. Την εποχή εκείνη η συναλλαγματική ισοτιμία της σουηδικής κορόνας ήταν σταθερή έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων, και φαινόταν ότι εγγυόταν τη σταθερότητα. Αλλά όταν η γενική οικονομική κατάσταση ανατράπηκε διεθνώς το 1990, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Σε 18 μήνες σε ορισμένες περιοχές τα ακίνητα έπεσαν κατακόρυφα κατά 60%. Πολλές τράπεζες αγωνιούσαν. Σε δύο χρόνια ο πληθωρισμός πέρασε από το 10% στο 2%.

Ευάλωτο νόμισμα. Οι κερδοσκόποι- στην πρώτη γραμμή ήταν ο Αμερικανός Τζορτζ Σόροςεπιτέθηκαν στην εξαιρετικά ανίσχυρη σουηδική κορόνα. Η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια που έφτασαν στο 500% το φθινόπωρο του 1992, πριν αφεθεί ελεύθερη η διακύμανση της σουηδικής κορόνας για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930. Για ορισμένους οικονομολόγους η εγκατάλειψη της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας επέτρεψε στις σουηδικές εξαγωγές να απογειωθούν, καθώς η κορόνα έχασε πάνω από το 20% της αξίας της μέσα σε μερικούς μήνες. Μέσα σε λίγα χρόνια οι σουηδικές εξαγωγές φτάνουν στο 50% του ΑΕΠ από 27%. Από την αρχή του 1993, η κεντρική τράπεζα αρχίζει να μειώνει τα επιτόκια.

Εξάλλου, το κράτος προχωρά σε μαζικές παρεμβάσεις για να στηρίξει τις τράπεζες. «Αποφασίσαμε πολύ απλά να εγγυηθεί το κράτος για όλες τις πιστώσεις των τραπεζών. Ολα θα πληρώνονταν. Η Βουλή μας έδωσε το ελεύθερο να προχωρήσουμε με το πλάνο αυτό», θυμάται ο Μπο Λούντγκρεν, ο τότε υπουργός Οικονομικών. Τελικά, η παρέμβαση κόστισε 65 δισ. σουηδικές κορόνες ή 4% του ΑΕΠ. Το 1997, τέσσερα χρόνια αργότερα, το μισό του ποσού αυτού είχε αποσβεστεί μέσω της πώλησης του ενεργητικού.

Κατά το σοσιαλιστικό σχέδιο η ανεργία αυξήθηκε από 2% τον χειμώνα του 1990 σε 11,5% το 1999. Η κυβέρνηση προτίμησε να αφήσει τους Σουηδούς για περισσότερο χρόνο ή συχνότερα στην ανεργία παρά να αποχωρήσουν με πρόωρη συνταξιοδότηση. Κατά τη δεκαετία του 1990 το 40% των Σουηδών ηλικίας από 18 έως 60 το 1991 είχαν μείνει τουλάχιστον μια φορά άνεργοι. Οταν οι σοδιαλοδημοκράτες επανήλθαν στην εξουσία το 1994, το έλλειμμα ήταν γύρω στο 12% του ΑΕΠ και το χρέος στο 73,9% του ΑΕΠ. Κατά την επόμενη δεκαετία «εφαρμόσαμε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο ήταν το πιο δραστικό που είχε εφαρμόσει κυβέρνηση σε μια τόσο σύντομη περίοδο», δήλωσε το 2005 ο Παρ Νουντέρ, τότε υπουργός Οικονομικών, ανακοινώνοντας ότι η κρίση είχε τελειώσει. Το δημόσιο χρέος έπεφτε σταθερά για να καταφέρει να φτάσει γύρω στο 50% δέκα χρόνια αργότερα.

Οι περικοπές. Ολοι οι υπουργοί και οι φορείς του Δημοσίου είχαν αναγκαστεί να μειώσουν τους προϋπολογισμούς τους. Οι δήμοι και τα γενικά συμβούλια, οι πρώτοι πάροχοι κοινωνικών υπηρεσιών, δέχτηκαν ισχυρό χτύπημα. Στη διάρκεια της δεκαετίας 1990 η αναλογία εκπαιδευτικών ανά κάτοικο είχε μειωθεί κοντά στο 20% και 60.000 θέσεις είχαν καταργηθεί στην υγεία. Οι μεγαλύτεροι χαμένοι της κρίσης ήταν οι μετανάστες, οι νέοι και οι ανύπαντρες μητέρες. Η χώρα μεταμορφώθηκε. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι περισσότεροι τομείς της οικονομίας είχαν απορρυθμιστεί. Αλλά οι Σουηδοί κατάφεραν να σώσουν το κράτος πρόνοιας.

Πού πάει το ευρώ


Τι είναι η πτώχευση ενός κράτους;

ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ βρίσκεται σε πτώχευση (προβαίνει σε στάση πληρωμών) όταν δεν βρίσκει πλέον χρήματα για να χρηματοδοτήσει το χρέος του. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο για μια κρατική οντότητα, καθώς το κράτος μπορεί εξ ορισμού να τυπώνει χρήμα, κάτι που έκαναν επανειλημμένα οι ΗΠΑ σε περιόδους κακής συγκυρίας. Ομως αυτό δεν μπορεί να γίνει σ΄ ένα κράτος- μέλος μιας νομισματικής ζώνης, όπως η Ελλάδα που ανήκει στη ζώνη του ευρώ, ή ακόμη σ΄ ένα κράτος που δανείζεται μαζικά σε ξένα νομίσματα, όπως αυτήν τη στιγμή η Ουγγαρία και οι χώρες της Βαλτικής που δανείζονται σε ευρώ ή η Αργεντινή που δανειζόταν σε δολάρια στην αρχή της δεκαετίας του 2000.

Μπορεί ένα κράτος να κηρύξει χρεοκοπία;

ΜΙΑ ΧΩΡΑ δεν μπορεί να χρεοκοπήσει όπως μια επιχείρηση.

Ομως κατά την κρίση της Αργεντινής το 2001, η τότε δεύτερη στην ιεραρχία του ΔΝΤ Αν Κρίγκερ είχε προτείνει έναν «μηχανισμό αναδιάρθρωσης του χρέους» που να επιτρέπει στα κράτη να «κηρύσσουν πτώχευση» και να εκκαθαρίζουν τα χρέη τους αποπληρώνοντας μόνο τους βασικούς πιστωτές τους. Ομως η πρότασή της απορρίφθηκε από χώρες όπως το Μεξικό και η Νότια Αφρική, που φοβούνταν πως η διαδικασία αυτή θα απομάκρυνε για πάντα τα ιδιωτικά κεφάλαια από τις αναπτυσσόμενες χώρες. «Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες είχαν χάσει την πρόσβαση στη διεθνή αγορά κεφαλαίων», υπενθυμίζουν οι ερευνητές Εντουάρντο Μπόρενσταϊν και Ούγκο Πανίτσα σε μια μελέτη του ΔΝΤ για «Το κόστος της πτώχευσης κρατών» (www.imf.org).

Ποια είναι τα κράτη που έχουν ήδη κηρύξει στάση πληρωμών;

Η ΝΟΤΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ και η Αφρική προέβησαν στις περισσότερες στάσεις πληρωμών στη διάρκεια της ιστορίας- 126 και 63 αντιστοίχως από το 1824 έως το 2004, σύμφωνα με τη μελέτη των Εντουάρντο Μπόρενσταϊν και Ούγκο Πανίτσα που δημοσιεύτηκε το 2008 από το ΔΝΤ. Μία χώρα μπορεί να κηρύξει πτώχευση πολλές φορές. Στην Ευρώπη, αυτό συνέβη με την Ισπανία, η οποία κατέχει, σύμφωνα με τα δεδομένα της Standard & Ρoor΄s, το ρεκόρ στις στάσεις πληρωμών ώς το τέλος του 19ου αιώνα, όμως έχει να πτωχεύσει εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια. Μετά το κύμα πτωχεύσεων που σφράγισε την περίοδο από το 1921 ώς το 1940 (Μεγάλο Κραχ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), πρόσφατα έχουν πληγεί κυρίως οι χώρες που δανείζονται σε δολάρια (το Μεξικό τον Αύγουστο 1982, η Αργεντινή τον Δεκέμβριο 2001).

Δέκα χρόνια μετά, η Αργεντινή ακόμη πληρώνει

Του ΑΝΤΟΙΝΕ RΕVΕRCΗΟΝ


Την περίοδο 1998-2002 η Αργεντινή έζησε μια κρίση, της οποίας κάποια χαρακτηριστικά θυμίζουν την ελληνική περίπτωση. Η χώρα έπασχε από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, την οποία δεν μπορούσε να τονώσει με υποτίμηση του νομίσματός της καθώς το πέσο ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο σε μια ισοτιμία 1 προς 1. Αρχής γενομένης από το 1997, οι κρίσεις στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Ρωσία και τη Βραζιλία εκτόξευσαν τα σπρεντ με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα επιτόκια δανεισμού. Οι όροι δανεισμού επιβαρύνθηκαν επειδή η Αργεντινή, εξαγωγική χώρα γεωργικών πρώτων υλών, υπέφερε από την πτώση των τιμών εξαιτίας της παγκόσμιας ύφεσης αλλά και από την υποτίμηση που επέβαλαν στα νομίσματά τους οι ανταγωνιστές της. Η υποτίμηση στη Βραζιλία (30% των εξαγωγών της Αργεντινής) οδήγησε τη χώρα σε ύφεση στα μέσα του 1998. Τα δημόσια έσοδα βυθίστηκαν.

Ενα πρώτο σχέδιο, το οποίο άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2000- έπειτα από τις σχετικές υποδείξεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου- προέβλεπε αύξηση των φόρων στα εισοδήματα, ελαστικότητα της αγοράς εργασίας και μείωση των δημόσιων δαπανών. Το σχέδιο αποσκοπούσε στη βελτίωση των όρων δανεισμού. Ματαίως. Το δημόσιο έλλειμμα χειροτέρευσε και τον Οκτώβριο- όπως η Ελλάδα σήμερα- η Αργεντινή δεν μπορούσε πλέον να δανειστεί από τις αγορές. Τον Νοέμβριο, το ΔΝΤ και άλλοι δανειστές έσπευσαν σε βοήθεια δίνοντας 25 δισ. δολάρια προκειμένου να καλυφθούν οι υποχρεώσεις του 2001. Σε αντάλλαγμα, απαίτησαν μείωση των κοινωνικών δαπανών και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Οταν τον Μάρτιο του 2001 ανακοινώθηκαν νέες περικοπές, ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους υποχρεώνοντας σε παραίτηση του υπουργό Οικονομικών. Ο νέος υπουργός Ντ. Καβάλο μείωσε τις δαπάνες αλλά συγχρόνως προσπάθησε να βελτιώσει τους συναλλαγματικούς όρους αντικαθιστώντας το δολάριο με ένα πανέρι νομισμάτων αναφοράς προς το πέσο. Τα σπρεντ, ωστόσο, συνέχισαν να αυξάνονται. Βαθιά ύφεση. Για να καθησυχάσει τις αγορές, ο κ. Καβάλο ανακοίνωσε τον Ιούνιο τον στόχο του «μηδενικού ελλείμματος» έως το τέλος του χρόνου. Το 2001 η μείωση του ΑΕΠ είχε φτάσει το 15%. Το Μπουένος Αϊρες δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις του. Το ΔΝΤ ήρε τη βοήθεια και η φυγή κεφαλαίων εντάθηκε. Τον Δεκέμβριο, η κυβέρνηση δέσμευσε τα χρήματα των καταθετών, οι οποίοι διαδήλωσαν υποχρεώνοντας την κυβέρνηση σε παραίτηση. Στις 23 Δεκεμβρίου το Κοινοβούλιο κήρυξε στάση πληρωμών, ενώ σταμάτησε την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Τον Φεβρουάριο του 2002, η κυβέρνηση εγκατέλειψε τη σταθερή ισοτιμία, υποτιμώντας το εθνικό της νόμισμα. Το δημόσιο χρέος που έχει φτάσει στο 150% του ΑΕΠ, μειώθηκε στο 75% το 2005 και στο 50% το 2008. Η χώρα δεν είχε πλέον να πληρώσει τόκους, ενώ ο πληθωρισμός που προκλήθηκε από την υποτίμηση μείωσε τις δαπάνες για μισθούς. Εκείνη τη χρονιά, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 10%. Το 2005 το Μπουένος Αϊρες μπόρεσε να διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωση του 80% του χρέους του υποτιμώντας κατά 65% τους τίτλους που δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει. Για το υπόλοιπο 20% θα υπάρξει διαπραγμάτευση τις επόμενες εβδομάδες. Ο τελευταίος γύρος με τους πιστωτές θα είναι πιο απαιτητικός εξαιτίας… της ελληνικής κρίσης.

«Να εγκαταλείψει η Γερμανία το ευρώ»


Πώς αναλύετε την ευρωπαϊκή βοήθεια προς την Ελλάδα;

Οι χώρες της ζώνης του ευρώ θέλησαν να αποφύγουν μια στάση πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας, οι συνέπειες της οποίας θα ήταν εξαιρετικά σοβαρές γι΄ αυτές. Αποφάσισαν λοιπόν να προφυλάξουν για τρία χρόνια την Ελλάδα από την πίεση των αγορών, αναλαμβάνοντας για την περίοδο αυτή τα βάρη που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει εκείνη. Τα 110 δισ. ευρώ, που αποφάσισαν να της δανείσουν, με τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), θα πρέπει να καλύψουν σχεδόν τις ανάγκες της. Η ελληνική κυβέρνηση και οι εταίροι της ελπίζουν πως στη διάρκεια αυτών των τριών ετών, η Ελλάδα θα πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις που θα της επιτρέψουν να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της.

Είναι ρεαλιστικό αυτό; Μολονότι το σχέδιο φαίνεται εκ των προτέρων ρεαλιστικό, υπάρχει ο κίνδυνος να προσκρούσει σε υφάλους. Κατ΄ αρχάς, τα δρακόντεια μέτρα που επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν εξέγερση, τις απαρχές της οποίας βλέπουμε και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείζονες πολιτικές αναστατώσεις. Στη συνέχεια, οι πιστώσεις που υποσχέθηκαν οι ευρωπαϊκές χώρες μπορεί θαυμάσια να μην καταβληθούν ή να καταβληθούν μόνο εν μέρει. Τέλος, αν υποθέσουμε πως όλα πηγαίνουν καλά, έπειτα από τρία χρόνια, η δημοσιονομική κατάσταση θα είναι σίγουρα καλύτερη απ΄ ό,τι σήμερα, αλλά δεν θα έχει βελτιωθεί αρκετά για να πείσει τις αγορές ότι η Ελλάδα έχει την ικανότητα να αποπληρώσει τα χρέη της, που θα είναι ακόμη πολύ σημαντικά μετά το 2012. Κυρίως τα μέτρα λιτότητας θα εκμηδενίσουν την ανάπτυξη και θα εμποδίσουν την Ελλάδα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της.

Τι προτείνετε; Για να βγούμε από αυτή την κρίση, που δεν είναι μόνο κρίση της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της ζώνης του ευρώ, μπορούμε να εξετάσουμε τρία σενάρια: Το πρώτο έγκειται στο να ληφθούν τα μέτρα που θα επιτρέψουν να διατηρηθεί πάση θυσία η ύπαρξη της ζώνης του ευρώ. Αυτό σημαίνει πλήρη αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Αυτή θα έπρεπε να φέρει το βασικό της επιτόκιο γύρω στο μηδέν και να χρηματοδοτήσει τα δημόσια χρέη των κρατών, πράγμα που θα οδηγούσε σε μια πτώση του ευρώ προς την ισοτιμία με το δολάριο. Αποκαθιστώντας την ανταγωνιστικότητα, τα μέτρα αυτά θα εξασφάλιζαν την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη χαλάρωση των πιέσεων από τις αγορές στα δημόσια χρέη της ευρωζώνης. Ομως αυτή η ριζική αλλαγή προϋποθέτει ότι η ΕΚΤ θα επιδείξει την ανεξαρτησία της έναντι της Μπούντεσμπανκ, κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ. Αυτός είναι ο λόγος που το σενάριο αυτό μού φαίνεται πως έχει λίγες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί.

Ετσι οδηγούμαστε στο δεύτερο σενάριο: στην έξοδο από την ευρωζώνη της Ελλάδας και άλλων χωρών που απειλούνται με πτώχευση, η οποία θα συνοδευτεί από μια υποτίμηση του νομίσματος και μια αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους των εν λόγω χωρών. Θα είναι προφανώς μια εξαιρετικά δύσκολη δοκιμασία, δεδομένου ότι θα αυξηθεί το βάρος των χρεών και ταυτόχρονα θα αυξηθούν τα επιτόκια.

Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί κανείς να φανταστεί ένα τρίτο σενάριο, στο οποίο αυτή που θα έβγαινε από την ευρωζώνη θα ήταν η Γερμανία- ενδεχομένως μαζί με την Αυστρία και την Ολλανδία. Πράγματι η διαφορά ανταγωνιστικότητας ανάμεσα σ΄ αυτήν και στις άλλες χώρες της ζώνης έχει γίνει τόσο μεγάλη ώστε δεν μπορούν να ακολουθούν την ίδια νομισματική πολιτική, και ιδιαίτερα να έχουν την ίδια νομισματική ισοτιμία. Η λύση αυτή θα είχε το πλεονέκτημα να μην υποχρεωθούν οι ανεπαρκώς ανταγωνιστικές χώρες (η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, αλλά και η Γαλλία) να βγουν από τη ζώνη, συνεπώς θα απέφευγαν την αύξηση του βάρους του χρέους τους. Αναμφίβολα οι γερμανικοί χρηματοπιστωτικοί θεσμοί που κατέχουν τίτλους σε ευρώ θα είχαν υποστεί μια ζημιά, η οποία θα μπορούσε ωστόσο να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ομως για τη γερμανική οικονομία, η λύση αυτή θα είχε το πλεονέκτημα ότι δεν θα αποσταθεροποιούσε τη ζώνη του ευρώ, που αποτελεί τη βασική διέξοδο για τις εξαγωγές της.

Η δημιουργία του ευρώ ήταν ένα τραγικό λάθος για την Ευρώπη και όλες οι λύσεις για να βγούμε απ΄ αυτό το σύστημα θα είναι κακές. Ομως αυτή η τελευταία είναι αναμφίβολα η λιγότερο κακή.

Δεν πιστεύετε σε μια λύση «άνωθεν», όπως έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό;

Η Γερμανία αμφισβητεί τη σοβαρότητα των εταίρων της επειδή οι κανόνες δεν έγιναν σεβαστοί. Θα έπρεπε συνεπώς στον δημοσιονομικό τομέα, να γίνει αποδεκτή μια νέα απώλεια κυριαρχίας προς όφελος της Γερμανίας, όπως συνέβη στον νομισματικό τομέα, πράγμα που δεν μου φαίνεται πως είναι πολύ επιθυμητό.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ


Ο καθηγητής Ζαν- Πιέρ Βεσπερινί είναι από το 2004 μέλος του γαλλικού Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης (CΑΕ). Από το 1974 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν. Το 2005 εξέδωσε το βιβλίο «Να ενισχύσουμε την ανάπτυξη της Ευρώπης: προτάσεις για μια νέα ευρωπαϊκή διακυβέρνηση» (Εκδ. Εconomica)