Για τους φαν του κλασικού σινεμά, ο «Νονός» θα ήταν… μισό αριστούργημα χωρίς τη μουσική επένδυση του Νίνο Ρότα. Το ίδιο και το «Ποτέ την Κυριακή» χωρίς τα βραβευμένα με Οσκαρ «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι.
Για τους έλληνες ποδοσφαιρόφιλους, το απόλυτο soundtrack της…

Ογδοης Τέχνης- του Μουντιάλ- ήταν για πάνω από τρεις δεκαετίες η φωνή του Διακογιάννη.


Αθήνα του ΄60 και κάτι. «Να δείτε, βγήκαν κάτι ραδιόφωνα που, αυτόν που μιλάει, τον βλέπεις κιόλας!». Ετσι περιέγραφαν οι Αθηναίοι τής εποχής την τηλεόραση. Σαν ένα ραδιόφωνο με εικόνα. Οι έχοντες έσπευσαν να προμηθευτούν το «γυαλί» για να δουν τη Λάσι ή τον Λόουν Ρέιντζερ και λίγα χρόνια αργότερα να φωνάξουν «γκόοολ» για πρώτη φορά στο σπίτι κι όχι στο γήπεδο. Ηταν Φεβρουάριος του 1966, όταν το τότε ΕΙΡ (Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας) μετέδωσε δέκα λεπτά από το ντέρμπι Παναθηναϊκού- ΑΕΚ, το οποίο είχε γίνει τον… περασμένο Δεκέμβριο στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ενα συνεργείο του Στρατού- φανταράκια, δηλαδή- είχε κινηματογραφήσει το ματς, αλλά χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο μήνες μέχρι να μονταριστούν τα πλάνα! Το πρώτο γκολ που είδαν οι Ελληνες στο μαγικό κουτί ήταν από εκείνο το παιχνίδι: του βραχύσωμου μέσου της ΑΕΚ Κώστα Νικολαΐδη (στο 4΄ του αγώνα).

Τρεις μήνες αργότερα κάνει την εμφάνισή του, ως παρουσιαστής τής εκπομπής «Αθλητικά Νέα», ο άνθρωπος που έμελλε να συνδέσει το όνομά του με τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. Η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη έγινε σήμα κατατεθέν τού Μουντιάλ από την ίδια κιόλας χρονιά. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του ΄66 φιλοξενείται στην Αγγλία και το ΕΙΡ εξασφαλίζει, σε μαγνητοσκόπηση, 13 ματς. Οι μπομπίνες (μεγάλοι κύλινδροι στους οποίους ήταν κουλουριασμένα τα φιλμ) φτάνουν στην Αθήνα με μία ημέρα καθυστέρηση και ο Διακογιάννης σπικάρει τους αγώνες από το studio ακούγοντας στα ακουστικά του μόνο τον φυσικό ήχο (τον ήχο του γηπέδου). Χωρίς συνθέσεις, χωρίς στατιστικά στοιχεία, χωρίς καμία από τις ανέσεις των μετέπειτα sportscasters. Με άλλα λόγια, βλέπε την εικόνα και λέγε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Τα καταφέρνει θαυμάσια χάρη στις γνώσεις του (παρακολουθούσε το διεθνές ποδόσφαιρο από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50) και το ταλέντο του. Λες και είχε γεννηθεί γι΄ αυτή τη δουλειά!

Η πρώτη μετάδοση. Το 1970, Μουντιάλ και Διακογιάννης καταγράφονται στη συνείδηση των φιλάθλων ως ο ιδανικός συνδυασμός εικόνας και ήχου. Τη φορά αυτή οι αγώνες μεταδίδονται και στην Ελλάδα ζωντανά (χωρίς χρώμα, βεβαίως). Πολύ περισσότερα σπίτια έχουν αποκτήσει τηλεοπτικό δέκτη (όσοι δεν είχαν ΤV ή… προνομιούχους φίλους σχημάτιζαν ουρές στις βιτρίνες των καταστημάτων ηλεκτρικών ειδών τις ώρες των μεταδόσεων) και εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν το καλύτερο που έχει δει ο κόσμος μέχρι σήμερα.

Η δουλειά γίνεται σε ένα δωματιάκι του ΟΤΕ, στην 3ης Σεπτεμβρίου, που παρίστανε το studio. Η τηλεόραση στην Ελλάδα έκανε τα πρώτα της δειλά, ερασιτεχνικά βήματα (το τι… κοτσάνες ακούγονταν και τότε, δεν περιγράφεται), αλλά οι μεταδόσεις τού «Ζανό» ήταν πραγματική απόλαυση, για τα αυτιά και τον νου: βαθιά γνώση χωρίς την κουραστική υπερδοσολογία ανούσιων πληροφοριών που αποσκοπεί μόνο και μόνο στην επίδειξή της (όσα περισσότερα ξέρεις τόσο λιγότερο χρειάζεται να δείξεις ότι ξέρεις), απόλυτος συγχρονισμός της φωνής με την εικόνα, εύστοχο, λακωνικό σχόλιο, λεπτό και ενίοτε καυστικό χιούμορ, ειλικρινής σεβασμός στον αθλητή και κυρίως στον τηλεθεατή. Και το κυριότερο; Ο κοσμοπολίτης Διακογιάννης, με την πέραν των γηπέδων κουλτούρα του, μας έδειξε έναν άλλο τρόπο να βλέπουμε μπάλα. Διότι το παγκόσμιο ποδόσφαιρο δεν είναι μόνον ένα παιχνίδι με κανονισμούς, τακτικές, στόχους, επιτεύγματα, λάθη και στατιστικά. Είναι, πάνω απ΄ όλα, ανθρωπογεωγραφία. Ενα πολύχρωμο παζλ των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των λαών που ξεδιπλώνονται πάνω στο γρασίδι- αρκεί να ΄χεις τα μάτια να τα δεις. Οι σχεδόν μονολεκτικές κοινωνικο-πολιτικές αναλύσεις του Διακογιάννη στις αναμεταδόσεις του ήταν το αλάτι που νοστίμευε το πιάτο- ιδίως όταν το ματς ήταν… σούπα. Η περιγραφή ενός αθλητικού γεγονότος μπορεί να είναι πιο συναρπαστική ακόμη και από το ίδιο το γεγονός!

Οι μιμητές. Μουντιάλ το Μουντιάλ, τα χρόνια κύλησαν. Η τεχνολογία κάλπασε- και στις τηλεοπτικές μεταδόσεις- αλλά, τι παράξενο: ακόμη και στην εποχή του dolby surround μπορεί να αναπολείς τη φωνή της Εντίτ Πιαφ κι ας βγαίνει από το χωνί του γραμμοφώνου!

Πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Τις κοφτές λέξεις και φράσεις του, για παράδειγμα, που προσέδιδαν σιγουριά στον λόγο. Αλλά οι περισσότεροι τα κατάφεραν μόνον ως προς αυτό. Από τότε που ο Διακογιάννης άρχισε να αραιώνει τις μεταδόσεις του, πολλοί «νέοι Διακογιάννηδες» έκαναν την εμφάνισή τους. Οπως, άλλωστε, «νέοι Δομάζοι», «νέοι Κούδες», «νέοι Δεληκάρηδες» και «νέοι Χατζηπαναγήδες». Δείγμα ότι ο κόσμος ένιωθε την έλλειψη και ανυπομονούσε για το «υποκατάστατο». Αλλά τα φαινόμενα δύσκολα επαναλαμβάνονται προτού παρέλθουν κάμποσες γενιέςκαι οι… φωτοτυπίες του αυθεντικού δεν έχουν καμία αξία.

Η πλάκα είναι πως αν ο Διακογιάννης είχε γεννηθεί στη Βρετανία, πιθανότατα δεν θα του είχε δοθεί ποτέ το μικρόφωνο. Εκεί η ορθοφωνία είναι απαράβατος κανόνας για τους sportscasters και ο συριγμός του Γιάννη στο 18ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (που η αλήθεια είναι πως έκανε τη φωνή του ακόμη πιο χαρακτηριστική) ίσως να αποδεικνυόταν ανυπέρβλητο εμπόδιο στη ραδιοτηλεοπτική καριέρα του. Ομως το χάρισμα μπορεί να προσπεράσει τις τυπικές προδιαγραφές. «Αρχίζει το ματς»- που λέει και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης- αλλά χωρίς του Διακογιάννη τη φωνή. Θα το παρακολουθήσει κι εκείνος, όπως όλοι εμείς οι απλοί πιστοί της στρογγυλής θεάς, από τον καναπέ του σπιτιού του. Ο μυσταγωγός των αθλητικών μεταδόσεων θα απουσιάζει από την τελετή στην οποία μας μύησε. Κι εμείς οι παλιοί- οι τυχεροίπου τον προλάβαμε, σε κάθε Μουντιάλ θα νοσταλγούμε τη φωνή του. Οπως στα θερινά τα σινεμά θα μυρίζουμε πάντα την αξέχαστη μαγεία που ανέδιδαν το αγιόκλημα και το γιασεμί.

Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, καλησπέρα σας από το Πορτ Ελίζαμπεθ…

ΕΙΠΕ

Ο αθλητικός σχολιαστής δεν μπορεί να ξεφύγει από την ποιότητα του θεάματος που περιγράφει. Αν είναι κακό το ματς, αν είναι κακή η κούρσα, θα είναι «ασορτί» και η μετάδοση

ΕΙΠΑΝ ΓΙ΄ ΑΥΤΟΝ

Είναι η φωνή που έβαλε το Παγκόσμιο Κύπελλο στα σπίτια μας. Η φωνή των μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων

Χρήστος Σωτηρακόπουλος, sportscaster του Μega