Ενα χρυσοφόρο δίδυμο του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Ντίνος Κατσουρίδης και ο Θανάσης Βέγγος με τις κωμωδίες τους έκοψαν εκατομμύρια εισιτήρια στους κινηματογράφους. Σκηνοθέτης και παραγωγός ο πρώτος, θυμάται τις τρεις εξαιρετικές συνεργασίες τους που από σήμερα προσφέρουν «ΤΑ ΝΕΑ» στους αναγνώστες τους.

Μοναδικές περιπτώσεις ο Θανάσης Βέγγος και ο Ντίνος Κατσουρίδης. Με τον δεύτερο να είναι ο άνθρωπος που εδώ και 60 χρόνια τα έχει κάνει όλα στο εγχώριο σινεμά – έχει σκηνοθετήσει πάνω από 15 ταινίες και ήταν η ψυχή σε άλλες 50!και έχει ταυτιστεί τόσο με τον ελληνικό κινηματογράφο ώστε μπορεί κάποιος να πει ότι είναι ένα και το αυτό. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η αντιπολεμική σάτιρα «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» έχει κόψει περίπου 3.000.000 εισιτήρια, «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» 200.000 εισιτήρια και το «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές» 300.000 εισιτήρια.

«Οταν μιλάμε για εκείνη την εποχή- όσοι κινηματογραφιστές έχουμε απομείνει από τότε- η ατμόσφαιρα φορτίζεται συναισθηματικά. Τον παλιό καλό καιρό λοιπόν, τον καιρό που οι άνθρωποι έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα και έκαναν κι άλλα παρόμοια που θεωρούνται αστειότητες πια, υπήρχε αθωότητα στην κοινωνία. Κάτι που πιστεύω πως συνέχισε να υπάρχει μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄70» λέει ο Ντίνος Κατσουρίδης.

Τι θυμάστε από το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση»;

Τίποτα δεν έκανε «στον πόλεμο» ο Θανάσης. Πουθενά στην ταινία δεν μιλήσαμε για πόλεμο. Για τη ναζιστική κατοχή μιλούσαμε, άρα για τον φασισμό. Σε τελευταία ανάλυση για κάθε μορφή δικτατορίας. Η ταινία γυρίστηκε 4 χρόνια μετά την επανάσταση των συνταγματαρχών και 3 χρόνια πριν από την πτώση τους (ε ρε κατακαημένη Κύπρος). Η ταινία μπορεί να ήταν «μια αντιπολεμική σάτιρα», στην ουσία όμως ήταν μια αντιναζιστική, αντιφασιστική και τελικά αντιδικτατορική σάτιρα και έτσι ακριβώς την εισέπραξαν τα 3 εκατομμύρια Ελληνες που την είδαν. Εκ των πραγμάτων δεν ήταν ταινία, ήταν ευκαιρία για διαδήλωση και διαμαρτυρία. Η απόφαση να γυρίσουμε την ταινία ήταν μια καθαρά πολιτική επιλογή, χώρια που ο δύσμοιρος Βέγγος (κι ας μη το συνειδητοποιούσε όταν ακόμα γυριζόταν η ταινία) θα μπορούσε άνετα να ξαναβρεθεί σε κάποιο ξερονήσι. Εμένα δύσκολα θα μπορούσαν να μ΄ αγγίξουν καθότι ήμουν ξένος υπήκοος. Θα μπορούσαν μόνο να με διώξουν από την Ελλάδα, κάτι που θα ήταν για μένα χειρότερο κι από την εξορία. Ομως η χουντο-λογοκρισία δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε όταν προενέκριναν το σενάριο ούτε όταν είδαν έτοιμη την ταινία πριν να παιχτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1971. Μόνο τότε, μετά τον «χαλασμό» που έγινε εκεί, άρχισαν να «αγριεύονται» και για να κόψουν τη φόρα της ταινίας την έβγαλαν «ακατάλληλη για ανηλίκους»- οδυνηρό και για μένα και για την ίδια την ταινία. Τελικά προσπέρασα τον κάβο μέσω μιας φίλης μου η οποία ήταν φίλη της Δέσποινας του χουντο-Παπαδόπουλου και μέ σα σε 24 ώρες κατάφερεάγνωστο πώς- να χαρακτηριστεί η ταινία «κατάλληλη για όλους».

Για τον «Ανθρωπο που έτρεχε πολύ»;

Μετά τη μεγάλη επιτυχία των δύο προηγούμενων ταινιών μας («Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» και «Θανάση πάρε το όπλο σου» και τα δύο συνεχόμενα βραβεία που πήρε ο Βέγγος στο Φεστιβάλ), ο Θανάσης μού ζήτησε να σκηνοθετήσει κι αυτός μια ταινία. Φυσικά και δεν μπορούσα να του αρνηθώ. Ετσι, το 1973 γυρίστηκε «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη και σκηνοθεσία του ίδιου του Θανάση, που ήταν και η τελευταία του σκηνοθετική δουλειά. Ηταν κυριολεκτικά το αποκορύφωμα της τρεχάλας και του γεμάτου άγχους κυνηγητού που τελικά (στην ταινία φυσικά) του… πήρε τα συλλοϊκά του. Ειλικρινά πιστεύω ότι ο Βέγγος (έστω και αθέλητα) προσπάθησε με την ταινία του αυτή να γυρίσει το ρολόι πίσω στην «παλιά καλή εποχή», η οποία όμως ήδη είχε παρέλθει προ πολλού. Παρ΄ όλο που ποτέ δεν κουβεντιάσαμε το θέμα, είμαι σίγουρος πως το κατάλαβε κι ο ίδιος και δεν επανήλθε ποτέ πια στη σκηνοθεσία. Φυσικά δεν θα συμφωνούσα καθόλου με την άποψη ότι αυτός ο τύπος ανθρώπου ήταν ο «προάγγελος του έλληνα του άρπα- κόλλα». Ο τελευταίος αυτός τύπος (και μάλιστα πολύ χειρότερος) είναι γέννημα- θρέμμα μιας κάστας ασυνείδητων και ανάξιων πολιτικών που επί 30 χρόνια (και για ίδιον όφελος) μας πήραν από το χεράκι και μας πήγαν σε μια «νιρ βάνα» ανάπτυξης με δανεικά, που τελικά μας έχει οδηγήσει στο χείλος της καταστροφής.

Για την κωμωδία «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές» του ΄69…

Ηταν μια γλυκύτατη, κατ΄ εμέ, ταινία. Η πρώτη ταινία παραγωγής και σκηνοθεσίας δικής μου με τον Θανάση Βέγγο πρωταγωνιστή και με απειροελάχιστα χρήματα. Κι αυτό μετά την τρέλα των ταινιών δικής του παραγωγής «ΘΟΥ-ΒΟΥ Ταινίες Γέλιου» που έκλεισαν τον κύκλο τους. Οχι γιατί οι ταινίες δεν άρεσαν ή δεν δούλεψαν, αλλά γιατί όταν τέλειωναν οι ταινίες ο Βέγγος είχε ήδη πουλήσει το 120% (!) σε τρίτους. Οι τρίτοι έγιναν πλούσιοι και ο Βέγγος κατ΄ ουσίαν πτώχευσε. Το «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές» ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα πείραμα για αλλαγή ρότας στη θεματολογία που διάλεγε ο ίδιος Θανάσης για τον εαυτό του και τις ταινίες του. Αυτή ακριβώς η αλλαγή ρότας μας οδήγησε τελικά στις δύο κορυφαίες ταινίες μου με τον Βέγγο, «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» και «Θανάση πάρε το όπλο σου», και τη βεβαιότητα όλων ανεξαιρέτως ότι ο Θανάσης πια δεν είναι απλώς ένας κωμικός ηθοποιός που τρέχει… σαν Βέγγος, αλλά κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο. Ετσι ακριβώς απέμεινε στις καρδιές μας μέχρι σήμερα και έτσι θα απομείνει και στο μέλλον.

Γιατί έτρεχε τόσο πολύ ο Βέγγος, από ποιον έτρεχε να σωθεί;

Στις ταινίες που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Βέγγος, ο ήρωας, που ο ίδιος ο Θανάσης διαμόρφωσε για τον εαυτό του, έμοιαζε πράγματι να είναι διαρκώς κυνηγημένος. Και εφόσον με ρωτάς «από ποιον», θα έλεγα, σχεδόν χωρίς επιφύλαξη, από τον ίδιο τον εαυτό του. Από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, της γερμανικής κατοχής και αμέσως μετά του Εμφυλίου, ο πατέρας του αρχικά και στη συνέχεια ο ίδιος ένιωθε κυνηγημένος. Η ανέχεια και η πείνα στην Κατοχή, η εξορία αμέσως μετά τον Εμφύλιο και μετά ξανά η ανέχεια, το εξοντωτικό κυνήγι του επιούσιου για τον ίδιο και την οικογένειά του, τι άλλο θα μπορούσαν να τον κάνουν να νιώθει εκτός από κυνηγημένος. Ετσι ήταν άλλωστε και οι παραπάνω από τους μισούς Ελληνες εκείνης τη εποχής; Κι ίσως αυτός είναι ένας από τους πρωταρχικούς λόγους για τους οποίους ο Θανάσης Βέγγος αγαπήθηκε τόσο πολύ από ένα ευρύτατο κομμάτι αυτού του βασανισμένου λαού. Την ίδια εκείνη παλιά εποχή υπήρξαν κι άλλοι κωμικοί, πολύ μεγάλοι κωμικοί. Κανένας άλλος όμως δεν αγαπήθηκε όσο ο Βέγγος. Κάτι σαν σάρκα από τη σάρκα τους τον ένιωθαν οι «καλοί μας άνθρωποι».

Ποιος είναι ο μύθος του Βέγγου;

Προσωπικά πιστεύω πως ο Βέγγος δεν είναι ούτε ο Καραγκιόζης ούτε όμως και ο τελευταίος ταυτίζεται- παρά το θέσφατο του Ευγένιου Σπαθάρη- με τον «αιώνιο έλληνα». Τίποτα δεν είναι αιώνιο. Αποψή μου είναι ότι και ο Καραγκιόζης και ο Βέγγος εκφράζουν με τον δικό τους τρόπο τον Ελληνα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και μόνο έτσι μπορούμε να τους δούμε και να τους αξιολογήσουμε σωστά.

Η ανέχεια και η πείνα στην Κατοχή, η εξορία αμέσως μετά τον Εμφύλιο και μετά ξανά η ανέχεια, το εξοντωτικό κυνήγι του επιούσιου για τον Θανάση και την οικογένειά του, τι άλλο θα μπορούσαν να τον κάνουν να νιώθει εκτός από κυνηγημένος;

«Η Αθήνα της καρδιάς μου»

Τον χειμώνα που μας πέρασε, αφιερώθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών μια βραδιά στον Ντίνο Κατσουρίδη που εδώ και 60 χρόνια βρίσκεται πάντα μπροστά στις επάλξεις του ελληνικού κινηματογράφου.

Με μεγάλη συγκίνηση αλλά και ενθουσιασμό το κοινό της εκδήλωσης παρακολούθησε στον «Ιανό» την πρώτη προβολή της ταινίας του Ντίνου Κατσουρίδη «Η Αθήνα της καρδιάς μου ». Ο σκηνοθέτης, γυρίζοντας τέσσερις δεκαετίες πίσω, ξενάγησε τους καλεσμένους του στην Αθήνα του ΄70, τότε που η περιβόητη αντιπαροχή εξαφάνισε την αυλή και μαζί της κάθε άμεση ανθρώπινη επικοινωνία.

Οι θεατές της βραδιάς περιπλανήθηκαν ανάμεσα στους κινηματογραφικούς και πραγματικούς χώρους, ζώντας την περιπέτεια κάθε ταινίας του Ντίνου Κατσουρίδη, αλλά και της Αθήνας μέσα σ΄ αυτά τα 40 χρόνια.

Προηγήθηκαν δύο κινηματογραφικά διηγήματα από τη σπονδυλωτή ταινία «Ο παλαβός κόσμος του Θανάση», «Η μακαρονάδα» και «Τι σου είναι οι διαδόσεις», που οι τότε κριτικοί της εποχής, οι Γιάννης Μπακογιαννόπουλος και Κώστας Σταματίου, τα χαρακτήρισαν κομμάτια ανθολογίας του ελληνικού κινηματογράφου.

Χάθηκε για πάντα η Αθήνα της λιτότητας και του αστραφτερού φωτός;

Πιστεύω βαθύτατα πως το μόνο που χάσαμε ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη ευκαιρία να ξανακτίσουμε μια όμορφη και βιώσιμη Αθήνα. Η διαβόητη εκείνη αντιπαροχή, που για λόγους μικροπολιτικούς έριξε στη ζωή μας τη δεκαετία του ΄60 ο πρώτος Καραμανλής, εξαφάνισε όχι μόνο την όποια ομορφιά αυτής της «Αθήνας που χάσαμε», αλλά μετέθεσε και την όποια δυνατότητά μας να ξαναφτιάξουμε μια βιώσιμη Αθήνα για κάνα δυο εκατονταετίες. Εκτός κι αν μιλάμε για τη «βιτρίνα» του κέντρου, που αυτή μπορούμε ίσως να τη φτιάξουμε νωρίτερα.

info

Το DVD «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» κυκλοφορεί σήμερα μαζί με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο». Το Σάββατο 10 Ιουλίου θα κυκλοφορήσει η ταινία «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» και στις 17 Ιουλίου το «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές».