Γέµισαν οι παραλίες αδειούχους, οικογένειες που κατεβαίνουν µε όλον τον εξοπλισµό στην αµµουδιά και κάνουν τους νεαρούς να τρέπονται σε φυγή, ζαλωµένοι τα δικά τους τα συµπράγκαλα, να βρούνε µέρη ερηµικά. Η νεολαία σαρκάζει όταν χαζεύει την επαφή των πολύ µικρότερων και των πολύ µεγαλύτερων µε το νερό, κι όµως είναι συγκινητική. Κάτι σαν ενιαύσια ιεροτελεστία που κρατά µέρες ολόκληρες, µετρηµένα πρωινά, κι αρχίζει τώρα ακριβώς, αρχές Αυγούστου, µε τα κορµιά ακόµα ασυνήθιστα, αν και περίµεναν να ωριµάσει το καλοκαίρι. Οµπρέλες, αλουµινένιες πολυθρόνες, αντηλιακά, ένα σωρό πράγµατα επιστρατεύονται για να µοιάζουν όλοι µεταξύ τους, κι όµως ο καθένας είναι µοναδικός και ολοµόναχος δέχεται την κρυάδα της πρώτης βουτιάς, την εξοικείωση, την αργή απελευθέρωση από το βάρος του µέσα στο αλµυρό νερό. Θα µπορούσαµε να ψάλουµε όλοι µαζί έναν ύµνο στον Αύγουστο, µήνα και θεό που λέει ο ποιητής, και να βουτάµε στο κύµα µε διάφορα στεφάνια λουλουδιών, όπως οι Τσιγγάνοι στο Εντερλέζι σε κείνη την ταινία του Κουστουρίτσα, αλλά βλέπετε τα έχουµε ξεπεράσει αυτά. Εκτός αν δούµε τις κουλούρες, τις σαµπρέλες, κι όλα τα φουσκωτά παιχνίδια τελικά σαν υποκατάστατα των προσφορών στην υποβρύχια θεά της θάλασσας και το βόλεϊ σε κύκλο σαν ένα είδος οµαδικής λατρείας.
Εδώ που τα λέµε, χρωστάµε ευγνωµοσύνη στις καινοτοµίες του εικοστού αιώνα, στις µαζικές του επαναστάσεις. Ηταν αυτός που καθιέρωσε τη θάλασσα σα µαζική διασκέδαση.
Ισως ύστερα από πολύ πολύ καιρό, όταν η ανθρωπότητα θα επιστρέψει στη θαλάσσια ζωή, πράγµα που δεν αποκλείεται εντελώς, να έχουν όλα τα άλλα ξεχαστεί, οι πόλεµοι, οι ιδεολογίες, και µην έχει µείνει στη µνήµη για τίποτε άλλο ο εικοστός αιώνας παρά µόνο γι αυτό, ότι µετέτρεψε την πικροθάλασσα σε γλυκοθάλασσα και γλυκοκυµατούσα.