Κηδεύτηκε χθες από το Α΄ Νεκροταφείο ο πραξικοπηματίας Δημήτριος Ιωαννίδης, που πέθανε την περασμένη Δευτέρα.
Αρχηγός της ΕΣΑ, ο Ιωαννίδης κατέλαβε την εξουσία το 1973 μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Οργάνωσε το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 15 Ιουλίου 1974 στην Κύπρο, που ήταν αφορμή για την τουρκική εισβολή και την κατάληψη του ενός τρίτου των εδαφών του νησιού από τον Αττίλα. Μετά την πτώση της χούντας, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη επί εσχάτη προδοσία και ώς τον θάνατό του παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.
ΚΑΝΕΝΑΣ από τους ζώντες πρωτεργάτες της χούντας δεν παραβρέθηκε στην κηδεία του «αόρατου δικτάτορα» Δημητρίου Ιωαννίδη, χθες στις 5 το απόγευμα στο Α΄ Νεκροταφείο. Εκτός από πρόσωπα του συγγενικού του περιβάλλοντος, παραβρέθηκαν κάποιοι παλιοί ΕΣΑτζήδες και περίπου είκοσι νεαροί, μέλη της Χρυσής Αυγής, υπό τις εντολές του Νικόλαου Μιχαλολιάκου. Ελάχιστα ήταν και τα στεφάνιαανάμεσά τους εκείνο του δικηγόρου Γεωργίου Αλφαντάκη, συνήγορου υπεράσπισής του στη δίκη της χούντας. Η απομόνωση του Ιωαννίδη ακόμα και στον τάφο από τους ομοϊδεάτες του αναδεικνύει, εκτός των άλλων, τον εσωτερικό διχασμό της χούντας, οι πρωτεργάτες και οι συνεργάτες της οποίας στο πρόσωπό του είχαν βρει τον αποδιοπομπαίο τράγο για να του φορτώσουν τις ευθύνες για την τραγική κατάληξη του καθεστώτος, μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο.
Στον αντίποδα, οι ελάχιστοι νοσταλγοί της περιόδου Ιωαννίδη ισχυρίζονταν στα πηγαδάκια ότι ο τεθνεώς είχε όραμα να φτιάξει έναν στρατό τόσο αξιόμαχο που μπροστά του να ωχριά ο στρατός του Ισραήλ. Ο ιατρός Ανδρέας Σταθόπουλος, που με την ιδιότητα του επίστρατου το 1974 εξεφώνησε επικήδειο, φρόντισε να ενισχύσει αυτή τη φαντασίωση, λόγω της οποίας «υπερασπίστηκε τη σημαία σε όλη την ηρωική ζωή του», όπως είπε, ενώ προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες του Ιωαννίδη για το ολέθριο αποτέλεσμα των επιλογών του.
Το όραμα μιας μιλιταριστικής Ελλάδας, πάντως, ήταν το βασικό κίνητρο της παρουσίας στο Α΄ Νεκροταφείο των μελών της Χρυσής Αυγής, που περίμεναν υπομονετικά στη σκιά. Τα πέντε παράσημα του εκδημήσαντος σε μαξιλαράκι, η ξιφολόγχη και το στρατιωτικό πηλήκιό του προηγούνταν, και ανάμεσα σε αυτούς που ακολουθούσαν, πειθαρχημένοι, ήσαν οι οργανωμένοι νεαροί, όλοι με μαύρη μπλούζα. Δυο ηλικιωμένοι αναρωτιούνταν αν είναι από τη Σπάρτη. Στην μπλούζα του ενός είναι γραμμένο το «Μολών Λαβέ» και από κάτω ένα τεράστιο πορφυρό Λ. Οταν, κάποια στιγμή, η πομπή περνά μπροστά από τον τάφο του Αλέκου Παναγούλη, και εκδηλώνουν με ανοίκειους χαρακτηρισμούς την αποδοκιμασία τους προς την πολιτική δράση του και τους συμβολισμούς της, τους επικροτούν.
Την ώρα της ταφής, οι οργανωμένοι αυτοί νεαροί τραγούδησαν τον Εθνικό Υμνο, με ελαφρώς παραλλαγμένο τον ρυθμό της μουσικής του, έτσι ώστε να θυμίζει στρατιωτικό μαρς. Η τελετή έλαβε τέλος στην πύλη του Α΄ Νεκροταφείου. Την εντολή λήξης έδωσε ο αρχηγός Νικόλαος Μιχαλολιάκος: «Αγωνιστές, ελεύθεροι».