Μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Εκκλησίας, ο πρώην Μητροπολίτης Φλώρινας, Πρεσπών και Εορδαίας Αυγουστίνος, άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα του Σαββάτου σε ηλικία 104 ετών στο Νοσοκομείο της Φλώρινας, όπου νοσηλευόταν από τις αρχές Αυγούστου έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο.


O – κατά κόσμον- Ανδρέας Καντιώτης είχε ορκισμένους φίλους, οι οποίοι τον είχαν αγιοποιήσει, εξαίροντας την κοινωνική του δράση κυρίως υπέρ των φτωχών και των αδυνάτων. Ωστόσο, στην πολύχρονη σταδιοδρομία του ως ιεράρχης είχε αποκτήσει και φανατικούς εχθρούς, οι οποίοι στηλίτευαν τη- συχνά ακραία- στάση του σε εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Η δράση του σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές αντιμετωπίστηκε με εξαιρετικά αντικρουόμενα συναισθήματα. Στη διάρκεια της Κατοχής κι ενώ βρισκόταν στη Δυτική Μακεδονία λέγεται ότι έσωσε πολύ κόσμο από την ασιτία, διοργανώνοντας συσσίτια τόσο στην Κοζάνη όσο και στη Φλώρινα. Ωστόσο, οι πολέμιοί του τον κατηγορούν ότι οργάνωνε «αντισταθμίσματα» στην επιρροή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ενώ μετά την απελευθέρωση αναλάμβανε την «εξομολόγηση» των αιχμαλώτων του Δημοκρατικού Στρατού, δίνοντας πληροφορίες στα στρατοδικεία.

Το ίδιο αμφιλεγόμενη είναι η στάση του στη διάρκεια της χούντας. Ενώ εξελέγη από τη «διορισμένη» Σύνοδο «αντιπολιτεύτηκε» τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και συγκρούστηκε με παράγοντες της δικτατορίας. Ωστόσο, το διάστημα εκείνο άρχισε επιχείρηση κατεδάφισης των χριστιανικών εκκλησιών σλαβικού ρυθμού στην ευρύτερη περιοχή της Φλώρινας, αφού δεν αρκέστηκε στην κάλυψη με ασβέστη των τοιχογραφιών και εικόνων που έφεραν κυριλλικές επιγραφές. Στην προσπάθειά του αυτή, την οποία δικαιολόγησε με το σκεπτικό ότι οι ναοί ήταν ετοιμόρροποι, είχε σύμμαχο την κυβέρνηση της χούντας, που μάλιστα του διέθεσε τανκς για τον σκοπό αυτό. Και ο ίδιος όμως αργότερα υποστήριζε την αποφυλάκιση των χουντικών, οι οποίοι, όπως έλεγε, «ηγωνίσθησαν υπέρ της ακεραιότητος της ελληνικής πατρίδος κατά του αθέου μαρξιστικού καθεστώτος».

Ωστόσο, ήταν η ακραία στάση του σε ηθικά και κοινωνικά ζητήματα που τον έφερε περισσότερο στην επικαιρότητα και έκανε τους επικριτές του να του προσδώσουν το προσωνύμιο «Χομεϊνί της Μακεδονίας». Με στόχο «τη διαφύλαξη της ηθικής τάξης» συγκροτεί επιτροπές παρακολούθησης κινηματογραφικών ταινιών, ενώ το φθινόπωρο του 1992 εξαπολύει «ιερό πόλεμο» εναντίον του Θόδωρου Αγγελόπουλου, θεωρώντας βλάσφημη την ταινία του «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Με παρέμβασή του ματαιώθηκε η προβολή της ταινίας στην περιοχή, ενώ αφόρισε τόσο τον σκηνοθέτη όσο και όλους όσοι συμμετείχαν στα γυρίσματα. Λάβρος ήταν και εναντίον του Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο χαρακτήρισε «βρωμερό αντίχριστο» την ημέρα της κηδείας του.

Από την κριτική του δεν ξέφυγαν οι δύο μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες της Μεταπολίτευσης. Σε δημόσια ομιλία του στην Αθήνα το 1988 επιτίθεται στον Ανδρέα Παπανδρέου και την «ανδροχωρίστραν παλλακήν του», ενώ δύο χρόνια αργότερα αφήνει να εννοηθεί ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι μασόνος.

Παρότι κατηγορήθηκε ως ακραίος εθνικιστής και παράδειγμα του χριστιανικού φονταμενταλισμού, πολλοί στη Δυτική Μακεδονία πίνουν νερό στο όνομά του, επικαλούμενοι την κοινωφελή του δράση και τα έργα που άφησε πίσω του, όπως γηροκομεία, οικοτροφεία, κατασκηνώσεις και αδελφότητες.

Η διαμάχη γύρω από το όνομά του δεν σταμάτησε ούτε λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του. Αιτία ήταν ο τόπος ταφής του, για τον οποίο έριζαν η ορθόδοξη ιεραποστολική αδελφότητα «Ο Σταυρός», που είχε ιδρύσει ο ίδιος και η Μητρόπολη Φλώρινας. Τελικώς, υπερίσχυσε η θέση της μητρόπολης κι έτσι μετά την εξόδιο ακολουθία που ψάλλεται σήμερα στις 12 το μεσημέρι, στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Παντελεήμονα, θα ταφεί στην ιερά μονή Αγίου Αυγουστίνου.

ΩΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΑΠΕΚΤΗΣΕ

φανατικούς εχθρούς, οι οποίοι στηλίτευαν τη- συχνά ακραία- στάση του σε εθνικά και κοινωνικά ζητήματα

«Μικρός ήμουν ζωηρός και άτακτος»


Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στις Λεύκες Πάρου το 1907. Παρότι, όπως έγραψε ο ίδιος το 1985, ήταν «ζωηρόν και άτακτον παιδίον», το 1925 αποφασίζει να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοιτεί το 1929. Εξι χρόνια αργότερα χειροτονείται διάκονος στο Μεσολόγγι, παίρνοντας το όνομα Αυγουστίνος, ενώ γίνεται πρεσβύτερος το 1942. Για τα επόμενα 25 χρόνια υπηρετεί ως πρωτοσύγκελλος στη Μητρόπολη Αιτωλίας, ως στρατιωτικός ιερέας σε διάφορες περιοχές κυρίως της Μακεδονίας και ως ιεροκήρυκας στην Αθήνα. Μολονότι συχνά καυτηρίαζε τον τρόπο διοίκησης της Εκκλησίας και είχε κατηγορηθεί από υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία ότι είναι τρελός, η «αριστίνδην» Σύνοδος που τοποθετήθηκε επί δικτατορίας τον εκλέγει Μητροπολίτη Φλώρινας το 1967. Από τη θέση του παραιτείται το 2000, αν και η Ιερά Σύνοδος ήθελε να τον απομακρύνει νωρίτερα, επικαλούμενη ότι το προχωρημένο της ηλικίας του δεν του επέτρεπε να επιτελεί τα καθήκοντά του.