Εκείνη, συγγραφέας, αποφασίζει να υιοθετήσει ανδρική συμπεριφορά προκειμένου να σπάσει τα δεσμά που επέβαλλε στις γυναίκες ο 19ος αιώνας. Εκείνος, αιώνιος ασθενής, μεταφράζει την εξαιρετική ευαισθησία του σε εξαίσια έργα στο πιάνο. Δυο ασυνήθιστοι άνθρωποι και μια ξεχωριστή ιστορία αγάπης που απογειώθηκε στη Μαγιόρκα, στη Μονή της Βαλδεμόσα
Ελάχιστες ευρωπαίες συγγραφείς επικρίθηκαν τόσο πολύ όσο η Ζορζ Σαντ (Γεωργία Σάνδη), ακριβώς επειδή ελάχιστες υπήρξαν τόσο ελεύθερες. Η Ορόρ Ντιπέν (1804-1876), με καταγωγή από τη μεριά του πατέρα της (αν και νόθο παιδί) από τον γάλλο υποστράτηγο Μορίς της Σαξονίας και από τη μεριά της μητέρας της από ένα φτωχό έμπορο πουλιών, παντρεύτηκε όταν ήταν 18 ετών με τον βαρόνο Ντιντεβάν, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Σαγηνευτική, ανήσυχη, με ενδιαφέρον για τις τέχνες και τη λογοτεχνία, ζητήματα που άφηναν παντελώς αδιάφορο τον Καζιμίρ Ντιντεβάν, αποφασίζει ύστερα από εννέα χρόνια συζυγικής συμβίωσης, να εγκαταλείψει τα κτήματά της στο Νοάν, τα οποία είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της και διαχειριζόταν ο σύζυγός της, και να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Μαζί της κουβαλούσε ένα χειρόγραφο που ευελπιστούσε να εκδώσει. Εχοντας υπόψη ότι εκείνη την εποχή η λογοτεχνία και η ελευθερία ελάχιστα αφορούσαν τις γυναίκες, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα ανδρικό ψευδώνυμο, μεταμφιεσμένη παράλληλα σε άνδρα.
Καθώς είχε ήδη αρχίσει να γράφει σε συνεργασία με τον Ζιλ Σαντό, έναν από τους πρώτους της εραστές, με το ψευδώνυμο Ζ. Σαντ που συγκάλυπτε και τους δυο, συνέχισε με το επώνυμο Σαντ υπογράφοντας την «Ινδιάνα» , το πρώτο της μυθιστόρημα, αναζητώντας παράλληλα νέο όνομα. Το όνομα Ζορζ ακουγόταν όμορφο και ελκυστικό και αποφάσισε να το υιοθετήσει αντί του Ορόρ. ΗΖορζ Σαντ βασίστηκε στην πένα της, όπως η Ζαν Ντ΄ Αρκ στο σπαθί της, προκειμένου να θριαμβεύσει, και ο θρίαμβός της έγκειτο, περισσότερο από τη λογοτεχνική επιτυχία και τη φήμη, που επίσης απέκτησε, στη φοβερή της ανεξαρτησία. Ο κατάλογος με τους εραστές της υπήρξε μακρύς. Κάποιοι υπήρξαν γνωστές προσωπικότητες, όπως οι συγγραφείς Σαντό, Μισέ, ή η ηθοποιός Μαρί Ντορβάλ, άλλοι όπως ο Ορελιέν ντε Σεζ, ο Στεφάν Αζασόν ντε Γκρανσάν, ο γιατρός Παγκέλο, ο Σαρλ Ντιντιέ παραμένουν γνωστοί μόνο και μόνο επειδή τους επέλεξε εκείνη. Δίχως αμφιβολία ωστόσο, η Ζορζ Σαντ, η ταραχώδης ζωή της οποίας σήμερα θα άνοιγε την όρεξη στον σκανδαλοθηρικό Τύπο όπως την άνοιγε και σε ολόκληρο το Παρίσι, θα περάσει στους μεγάλους έρωτες των χρονικών χάριν του δεσμού της με τον Σοπέν.
Η Ζορζ Σαντ και ο Φρεντερίκ Σοπέν (1810-1849) γνωρίστηκαν στο Παρίσι, στο Μέγαρο Οτέλ ντε Φρανς, σε ένα σαλόνι που οργάνωσε η κοντέσα ντε Αγκούλ, τον χειμώνα του 1837. Εκείνη την περίοδο η Σαντ διατηρούσε σχέσεις με τον οικοδιδάσκαλο του γιου της Μαουρίσιο, τον Φελισιέν Μαλφίγ, ο οποίος με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει τον δημοκράτη, επαναστάτη δικηγόρο Μισέλ ντε Μπουρζ, οι πολιτικές ιδέες του οποίου είχαν γοητεύσει τη συγγραφέα, και στον οποίο είχε αναθέσει με επιτυχία τις νομικές διαδικασίες για τη λύση του γάμου της.
O πολωνός μουσικός πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να αρέσει στη μυθιστοριογράφο. Οπως ο Μισέ και ο Μαλφίγ, ήταν εύθραυστος, σχεδόν αγγελικός: καθόλου τυχαία θα αναφέρεται σ΄ εκείνον σαν άγγελο, τον άγγελό της, είχε ανάγκη προστασίας και υπήρξε εφτά χρόνια νεώτερός της. Επιπλέον τη Σαντ ενθουσίαζε η μουσική, θαύμαζε τον Λιστ και υπήρξε στενή φίλη της ερωμένης του τελευταίου, Μαρί ντ΄ Αγκούλ, την οποία και ζήλευε για τη σχέση της με τον μαέστρο. Αν τα κατάφερνε με τον Σοπέν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ισάξιά της, γεγονός που συνιστούσε ένα επιπλέον κίνητρο για να επιδιώξει την κατάκτησή του. Η συγγραφέας έπρεπε να εξαλείψει την πρώτη εντύπωση που προκάλεσε στον μουσικό, στον οποίο δεν άρεσε καθόλου εκείνη η γυναίκα η οποία, εκτός ότι ντυνόταν με ανδρικά ρούχα, κάπνιζε μακριά τσιγάρα και εκφραζόταν με άμεσο τρόπο, δίχως ευφημισμούς, σαν να ήταν άντρας. Λένε ότι ο Σοπέν, όπως πριν και ο Αλφρέντ ντε Βινί, είπε χαριτολογώντας σχετικά με την εμφάνιση και τον χαρακτήρα της Ορόρ Ντιπέν: «Πόσο αντιπαθητική γυναίκα αυτή η Σαντ! Είναι πράγματι γυναίκα; Αμφιβάλλω». Ο Σοπέν, αντιθέτως, συνάρπασε τη Ζορζ από την πρώτη στιγμή, ενδεχομένως επειδή την καθήλωσε περισσότερο η θηλυκή του πλευρά. Γοητεύεται από την ευθραυστότητά του, την ασθενική του αύρα και το γεγονός ότι είναι εξόριστος. Ο Σοπέν νοσταλγεί την Πολωνία και μιλά με ενθουσιασμό για τη μακρινή του πατρίδα. Η Ζορζ τον θεωρεί τόσο ελκυστικό όσο και τον Λιστ, στον οποίο μοιάζει. «Μετρίου αναστήματος, λιγνός» κατά τα λεγόμενα της ιδίας, «με μακριά χέρια, λεπτεπίλεπτα δάχτυλα και κοντά πόδια. Τα μαλλιά του σταχτόξανθα, προς το καστανό, και τα μάτια του, σκουρόχρωμα, περισσότερο ζωηρά παρά μελαγχολικά. Η μύτη του γαμψή και το χαμόγελό του πολύ γλυκό, με φωνή κάπως βαριά. Ενας άνθρωπος με κάτι το ευγενές, τόσο αόριστα αριστοκρατικό που αιχμαλωτίζει τους πάντες».
Κι όμως ο Σοπέν δεν έχει καμία σχέση μαζί της, ενδεχομένως και να βρίσκεται στον αντίποδα των πεποιθήσεων και της συμπεριφοράς της. Είναι καθολικός, με συντηρητικές ιδέες, μοναρχικός, απεχθάνεται την αταξία και αντιπαθεί τα σκάνδαλα. Σέβεται τις κοινωνικές συμβάσεις, αποδοκιμάζει την ακαλαισθησία και φροντίζει σχολαστικά την κομψή του εμφάνιση. Ο, τι τους χωρίζει, ωστόσο, ταυτόχρονα θα τους φέρει κοντά. Δίχως να αποκηρύξει τις δημοκρατικές πεποιθήσεις, τα επιδεικτικά παντελόνια και τα ανάρμοστα τσιγάρα της, η Ζορζ αποφασίζει το καλοκαίρι του 1837 να κάνει τον Σοπέν να την ερωτευτεί. Και χαράσσει ένα σχέδιο. Δεν έχει σημασία που ο Σοπέν γοητεύεται μόνο από τις συνεσταλμένες, καλοσυνάτες και παθητικές κοπέλες. Ούτε ότι αγαπά την τόσο όμορφη και αγνή Μαρία Γουτζίνσκα, την παιδική του φίλη. Τίποτα δεν έχει σημασία. Επιστρέφοντας από το Νοάν, τον Οκτώβριο του 1837, θα του ζητήσει να συναντηθούν. Θα του εξομολογηθεί ότι τον αγαπά. Είναι δύσκολο για εκείνον να μην υποκύψει στον έρωτα που εκείνη είναι ικανή να του προσφέρει. Η Σαντ έχει γνώση των συνεπειών και νικά… Τώρα πια δεν φαίνεται
Ο Σοπέν ποτέ δεν αποκάλεσε την ερωμένη του με το ψευδώνυμο Ζορζ. Πάντοτε χρησιμοποιούσε το αληθινό της όνομα, Ορόρ
στον Σοπέν αντιπαθητική και ανδροπρεπής. Αντιθέτως. Τον ίδιο Οκτώβριο γράφει στο ημερολόγιό του:
«Την έχω δει τρεις φορές. Εκείνη με κοίταζε βαθιά στα μάτια ενόσω εγώ έπαιζα. Ενα κομμάτι κάπως θλιμμένο, τους “Θρύλους του Δούναβη”, με την καρδιά μου να χορεύει μαζί της στην απομακρυσμένη χώρα. Τα μάτια της με ξεχωριστό βλέμμα στα σκούρα μου μάτια τι έλεγαν άραγε; Ζυγώνει στο πιάνο και το φλογερό της βλέμμα με κατακλύζει… Ανθη τριγύρω μας. Η καρδιά μου αιχμαλωτίστηκε! Την ξαναείδα άλλες δυο φορές… Με αγαπά! Ορόρ, τι θεσπέσιο όνομα!».
Η σχέση σταθεροποιείται και θα διαρκέσει 9 χρόνια. Ο Σοπέν ποτέ δεν θα αποκαλέσει τη συγγραφέα Ζορζ- ψευδώνυμο το οποίο χρησιμοποιεί ακόμα και για να υπογράψει της αλληλογραφία της προς τους οικείους της- αλλά Ορόρ, με το αληθινό της όνομα. Ο Σοπέν αφήνεται στα ξενύχτια, παθιασμένα όσο και η μουσική του, «στον άνεμο που φυσά» και του φέρνει την έκσταση του έρωτα… Την ημέρα όμως αισθάνεται ενοχές. Απεχθάνεται τις σκηνές που μπορεί να κάνει μες στην απελπισία του ο προδομένος Μαλφίγ, διότι διαισθάνεται την οργή του και, όχι ματαίως, διακόπτει τη σχέση του μ΄ ένα φίλο επειδή εκδήλωσε ερωτικό ενδιαφέρον για την Ορόρ, ενώ σκέφτεται αρκετά συχνά την αγνή Μαρία Γουτζίνσκα. Η Ζορζ το γνωρίζει και ανησυχεί. Αναλύει συνειδητά την κατάσταση. Γράφει στον στενό φίλο του Σοπέν, επίσης Πολωνό, κόμη Αλμπέρτ Γκρζιμάλα, μια μακροσκελή επιστολή 38 φύλλων, όπου του ανοίγει τα χαρτιά της. Θέλει να του μιλήσει για το μέλλον της κι εκείνο του μουσικού, του παιδιού αυτού που και οι δύο έχουν υπό την προστασία τους, «που και οι δύο θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει», και ζητά τη συμβουλή του. Καταδιώκεται από τύψεις στο ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τον Μαλφίγ, που είναι επίσης νέος, έχει ανάγκη της στοργής της και δεν της έχει δώσει καμία αφορμή χωρισμού… Ισως η σχέση της με τον Σοπέν μπορεί και πρέπει να τεθεί σε άλλες βάσεις, ίσως να ήταν καλύτερα να μη βλέπονται τόσο συχνά, «δεν διαθέτουμε κάθε μέρα την ιερή φωτιά, αλλά θα υπάρξουν όμορφες μέρες και άγιες φλόγες…».
Αγνοούμε τι της αποκρίθηκε ο Γκρζιμάλα, γνωρίζουμε όμως ότι ο Σοπέν ξέχασε για πάντα τη Μαρία και η Ζορζ δεν είχε άλλη επιλογή από το να γνωστοποιήσει στον Μαλφίγ ότι η σειρά του είχε περάσει. Ολη ετούτη η σύγχυση προκαλεί την ευαρέσκεια της Μαρί ντ΄ Αγκούλ, που διαδίδει στις επιστολές της: «Ο Μαλφίγ βρίσκεται στο κρεβάτι», γράφει, «ασθενής από συγκρατημένη ματαιοδοξία, αιώνια αποθαρρημένος, απογοητευμένος, αποκαρδιωμένος με όλη την απελπισία του κόσμου (…). Η Ζορζ δραπετεύει με τον Σοπέν για να ζήσει τον τέλειο έρωτα κάτω από τις μυρτιές της Πάλμα ντε Μαγιόρκα».
Η κόμισσα ντε Αγκούλ, ο έρωτας της οποίας με τον Λιστ είχε αρχίσει να παρακμάζει, είχε δίκιο. Το Παρίσι δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να αφεθεί κανείς στο πάθος του. Ο Σοπέν ήθελε να αποφύγει οπωσδήποτε το σκάνδαλο και η Ζορζ αναζητούσε έναν τόπο με ήπιο κλίμα για την επίσης εύθραυστη υγεία του γιου της Μορίς. Είχε ήδη επισκεφτεί την Ιταλία με τον Μισέ και δεν θα επαναλάμβανε την ίδια διαδρομή με τον νέο της εραστή. Η Ισπανία ήταν μια πιο γνήσια και εξωτική επιλογή λόγω της εγγύτητάς της με την αφρικανική ήπειρο. Κάποιοι φίλοι της συνέστησαν τη Μαγιόρκα. Από εκεί καταγόταν ένας άλλος φημισμένος προπαγανδιστής του νησιού, ο πιο διάσημος μαέστρος τραγουδιού στο Παρίσι, ο Φρανσίσκο Φροντέρα, τόσο ενθουσιασμένος με το χωριό Βαλδεμόσα που το χρησιμοποιούσε και ως ψευδώνυμο… Θα πήγαιναν λοιπόν στη Μαγιόρκα. Η Σαντ και οι γιοι της φεύγουν από το Παρίσι με κατεύθυνση το Περπινιάν προκειμένου να συναντήσουν εκεί τον Σοπέν, ο οποίος καταφθάνει μόνος, όπως διηγείται η μυθιστοριογράφος στην επιστολή της στη κόμισσα Μαρλιάνι, «φρέσκος σαν τριαντάφυλλο και ροδοκόκκινος σαν μίσχος παρ΄ ότι είχαν προηγηθεί τέσσερις άσχημες διανυκτερεύσεις».
Ολα προοιωνίζονται «τους ευτυχέστερους οιωνούς», γράφει η Ζορζ Σαντ πριν ξεκινήσει από το Πορ Βαντρ την 1η Νοεμβρίου 1838, «ο ουρανός είναι θαυμάσιος και κάνει ζέστη». Υστερα από ένα σύντομο και ευχάριστο διάπλου, φτάνουν την επόμενη μέρα στη Βαρκελώνη. Εκεί θα παραμείνουν περίπου μια εβδομάδα. Επισκέπτονται το λυρικό θέατρο Λιθέο, τον καθεδρικό ναό και ξεκινούν για τη Μαγιόρκα. Οι βιογράφοι της συγγραφέως μάς μεταφέρουν τις λεπτομέρειες της επιβίβασης.
Οι χοίροι, που συνιστούσαν πρωταρχικό στοιχείο της οικονομίας της Μαγιόρκα, και οι γρυλλισμοί των οποίων θα έπρεπε να ενοχλούσαν τους επιβάτες, μετατρέπονται σε εφιάλτη, και ακόμη χειρότερα, σχετίζονται άμεσα με τους Μαγιορκινούς. Σε επιστολές που γράφει η Σαντ σε φιλικά της πρόσωπα τονίζει ότι σκοπός του διάπλου δεν είναι άλλος από τη μεταφορά των χοίρων, επιβάτες και ταχυδρομείο είναι δευτερεύοντα. «Ποσώς ενδιαφέρουν τους Μαγιορκινούς οι νεωτερισμοί σχετικά με την τέχνη και την πολιτική που έρχονται από το εξωτερικό, οι χοίροι είναι το μοναδικό θέμα που τους αφορά». Σε κανένα μέρος του κόσμου, σε κανένα από τα ταξίδια της δεν είχε διαπιστώσει με τόση ακρίβεια την απόσταση που υπήρχε μεταξύ του όμορφου τοπίου και της πολιτιστικής και όχι μόνον ένδειας των κατοίκων του. «Τριακόσια χρόνια καθυστέρησης χωρίζουν τη Μαγιόρκα από την πολιτισμένη Γαλλία», υπογραμμίζει δηκτικά.
Τι είχε άραγε συμβεί και η Σαντ ασκούσε τόσο σκληρή κριτική; Την απάντηση μάς τη δίνει μάλλον η ίδια η συγγραφέας σε άλλη επιστολή, από τη Μασσαλία πια, έχοντας επιστρέψει από τη διαμονή της στο νησί, τον Φεβρουάριο του 1839: «Με πλήγωσαν στο πιο ευαίσθητο σημείο της καρδιάς μου, πλήγωσαν με υπαινιγμούς ένα πλάσμα που υπέφερε μπρος στα μάτια μου, δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ, κι αν γράφω γι΄ αυτούς, θα είναι με πίκρα…». Το πλάσμα που υπέφερε δεν ήταν άλλο από τον Σοπέν, τον οποίο ο σπιτονοικοκύρης που τους μίσθωσε την οικία Σον Βαν, λίγα χιλιόμετρα από την Πάλμα, θα πετάξει έξω με τις κλωτσιές μόλις υποψιαστεί ότι υποφέρει από φυματίωση, μια ασθένεια για την οποία οι Γάλλοι γιατροί είχαν ενημερώσει τη Σαντ ότι δεν ήταν μεταδοτική. Αντιθέτως, στην Ισπανία εξακολουθούσε να θεωρείται, κι επιπλέον, από το 1751 υφίστατο νόμος που έστελνε στην πυρά όσους έρχονταν σε επαφή με φυματικό…
Από εκεί μεταφέρονται στη Μονή της Βαλδεμόσα, που δεν λειτουργούσε πια και τα κελιά των μοναχών του Σαν Μπρούνο έμεναν άδεια. Εκείνα τα κελιά θα μισθώσουν. Εκεί ο Ιγνάθιο Ντουράν, πολιτικός πρόσφυγας που φεύγει για τη Γαλλία, τους πουλάει την οικοσκευή του. Εγκαθίστανται στο κελί με το νούμερο 4, στο οποίο σήμερα σπεύδουν επισκέπτες απ΄ όλο τον κόσμο, σε μια καθιερωμένη επίσκεψη για όσους θαυμάζουν την μουσική του Σοπέν, ο οποίος συνέθεσε εκεί μερικά πρελούδια, διόρθωσε και ολοκλήρωσε άλλα, έγραψε τη Δεύτερη Μπαλάντα σε φα μείζονα, έργο 38, το Τρίτο Σκέρτσο, έργο 39, δυο πολωνέζες, μια μαζούρκα, πιθανώς έκανε τα προσχέδια δυο νυχτερινών και μιας σονάτας. Κάθε καλοκαίρι, στο φεστιβάλ μουσικής, από το οποίο έχουν περάσει οι μεγαλύτεροι ερμηνευτές του συνθέτη, το περιστύλιο της μονής πλημμυρίζει από τις νότες του και κατακλύζεται από τη μαγεία του.
Ο Σοπέν εργάστηκε πολύ, παρά την κρίση βήχα που φαίνεται ότι του προκάλεσε εκείνος ο κρύος, υγρός και ανεμοδαρμένος χειμώνας. Πρώτα σ΄ ένα ταπεινό πιάνο του νησιού, και στη συνέχεια, επιτέλους, στο Πλεγιέλ, που μόλις είχε καταφτάσει από τη Γαλλία και είχαν κατακρατήσει οι τελωνειακοί ζητώντας ένα αστρονομικό ποσό για τον εκτελωνισμό του. Το ίδιο θα πράξουν και οι χωρικοί της Βαλδεμόσα με τις προμήθειές τους. Η Ζορζ εργάστηκε λιγότερο, αφού ήταν επιφορτισμένη με τα οικιακά και τα μαθήματα των παιδιών της, την εκπαίδευση των οποίων είχε αναλάβει προσωπικά. Κατάφερε να ολοκληρώσει τα κεφάλαια που έλειπαν στο μυθιστόρημα «Σπυριδιών» , που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, ξανάγραψε κάποιες σελίδες της «Λέλια»ενώ αποτύπωσε νοερά όσα τους είχαν συμβεί από την άφιξή τους στο νησί, την εχθρότητα των κατοίκων οι οποίοι, με μόνη εξαίρεση τον Γάλλο πρόξενο Φλιρί και τον επίσης Γάλλο τραπεζίτη Κανί, δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με εκείνη τη «σπιτωμένη», που ντυνόταν με ανδρικά ρούχα, ακολουθούσε σκανδαλώδη τρόπο ζωής, δεν πήγαινε στη λειτουργία και συν τοις άλλοις έγραφε…
Το καταπιεστικό περιβάλλον, οι δυσκολίες διαβίωσης στη μονή, η ασθένεια του Σοπέν που επιδεινωνόταν αναχαίτισαν το πάθος τους. «Η άφεση στον τέλειο έρωτα κάτω από τις μυρτιές», για την οποία έκανε λόγο η κόμισσα ντ΄ Αγκούλ, αποτελούσε ρομαντική χίμαιρα. Επιπλέον η Ζορζ είχε επιβάλει στον μουσικό απόλυτη εγκράτεια, ανησυχώντας για την επιδείνωση της υγείας του. Στο «μικρό της» δεν επέτρεπε υπερβολές κανενός τύπου και εκείνος παραπονιόταν. Παραπονιόταν για τα πάντα, θυμάται η συγγραφέας στηνΙστορία της ζωής μου, για τα φαγητά τα καρυκευμένα με χοιρινό λίπος- δεν υπήρχε άλλος τρόπος-, για τη μυρωδιά ταγκισμένου λαδιού που πότιζε τα πάντα, ώστε συχνά αναγκαζόταν η ίδια να μαγειρεύει, για το κρύο… «Γλυκός, εύθυμος, γοητευτικός στις κοινωνικές συναθροίσεις, ο ασθενής Σοπέν καταντούσε απελπιστικός στο οικείο περιβάλλον του. (…) Με εξαίρεση εμένα και τα παιδιά μου, όλα του φαίνονταν αντιπαθητικά και ενοχλητικά κάτω από τον ουρανό της Ισπανίας».
Η γοητεία που είχε ασκήσει πάνω του το τοπίο με την άφιξή του δεν αποτελούσε πλέον ερέθισμα, και η μονή που φάνταζε στα μάτια του τόσο ποιητική αρχικά, όπως βεβαιώνει στις επιστολές προς στον φίλο του Χούλιο Φοντάνα, σύντομα θα του φανεί μέρος τρομακτικό, γεμάτο φαντάσματα, προάγγελος θανάτου. «Η διαμονή μας στη Βαλδεμόσα», συμπεραίνει η Σαντ στηνΙστορία της ζωής μου,αναπολώντας τις μακρινές πια εκείνες μέρες, «ήταν μαρτύριο γι΄ αυτόν και βάσανο για μένα».
Σήμερα, εξαιτίας μιας από αυτές τις περίεργες συμπτώσεις της ζωής, η Βαλδεμόσα οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ανθηρή της οικονομία στις 56 ημέρες μαρτυρίου και βασάνου που πέρασαν στο χωριό ο μουσικός και η συγγραφέας. Οι ντόπιοι, κάποιοι απόγονοι εκείνων που καταφρόνησαν το ζευγάρι αποδοκιμάζοντας τη συμπεριφορά του ως ανήθικη και χρεώνοντας υπερβολικές τιμές, σήμερα διατηρούν ακμαίες επιχειρήσεις εμπορευόμενοι τις αναμνήσεις των εκκεντρικών τους φιλοξενούμενων. Σήμερα μπορούν να τους ανταγωνιστούν μόνο ο Μάικλ Ντάγκλας και η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, ιδιοκτήτες της Σα Εστακα, μιας από τις ομορφότερες επαύλεις της περιοχής.