Τώρα που το σκέφτοµαι, µόνο του τον έχω δει ελάχιστες φορές. Ακόµη και στα επαγγελµατικά ραντεβού ερχόταν πάντα µε τη Στέλλα. Τις περισσότερες φορές µάλιστα αυτή οδηγούσε και εγώ τον πείραζα.

«Ασε την οδηγό σου να παρκάρει και έλα».

Εκείνη ήταν πιο χαµογελαστή από αυτόν. Μιλούσε λίγο όταν το θέµα δεν την αφορούσε, αλλά ό,τι έλεγε ήταν εύστοχο. Για το σπίτι τους δεν το συζητώ. Ο Μαµαλάκης, βοηθός της στην κουζίνα. «Ηλία µου – Στέλλα µου», µόνο αυτό άκουγες. Και το καλοκαίρι προς το τέλος, ένα βράδυ αργά ο Ηλίας µού τηλεφώνησε για να µου πει «η Στέλλα έφυγε». Στο νεκροταφείο υπήρχε ένας «κουµπαράς» για το Χαµόγελο του Παιδιού. Παιδιά δεν είχαν, είχαν όµως βαφτιστήρια, δεκάδες.

Μα, τι σας λέω τώρα; Η συνάντησή µας αυτή ήταν για να µιλήσουµε για την τηλεόραση και τα µαγειρέµατά της. Ο Ηλίας Μαµαλάκης µπορεί δυο χρόνια τώρα να περιδιαβάζει µε την ΕΤ3 τα βουνά και να µιλάει για τους ήρωες του ‘21, για όλους όµως είναι ο εθνικός µας µάγειρας. Γι’ αυτό άλλωστε αποφασίσαµε να δώσουµε το ραντεβού µας σε ένα νεανικό στέκι της Κηφισίας. Να ξεχαστούµε ανάµεσα στον νεαρόκοσµο και να αποφύγουµε τα «προσωπικά». Δεν τα καταφέραµε.

Δεν ξέρω πολλούς να λαχταράνε τόσο πολύ τον καφέ αλλά να µην καπνίζουν.

Ο καφές είναι από τις µεγαλύτερες δηµιουργίες του κόσµου.

Πίνεις πολλούς;

Οχι, αλλά ξεκινάω την ηµέρα µου πάντα µε δύο καφέδες, έναν στο σπίτι και έναν όπου αριβάρω.

Και γιατί όχι τσάι;

Το τσάι είναι για αρρώστους. Το πράσινο τσάι;

Ακόµα χειρότερους αρρώστους. Δεν έχεις, πάντως, πάθη.

Ναι, δεν έχω φανατισµούς. Δηλαδή αν µια µέρα δεν βρω καφέ κι έχει τσάι, θα πιω λίγο τσάι. Δεν καπνίζεις;

Κάπνιζα πάρα πολλά χρόνια και πάρα πολλά τσιγάρα. Επαθα το έµφραγµα, ήµουν πολύ χοντρός τότε και ρωτάω τον γιατρό «αν είναι να διαλέξω ανάµεσα στο κάπνισµα και το φαγητό, τι να κόψω;». Μου λέει «το κάπνισµα». Ταλαιπωρήθηκα πολύ, για πολλούς µήνες κάπνιζα στον ύπνο µου αέρα κοπανιστό αλλά τώρα 3 χρόνια, 3 1/2 νοµίζω, είµαι καθαρός και ήρθε η ώρα να χαρίσω και τα αξεσουάρ καπνίσµατος που έχω.

Οπως χάρισες τα βιβλία;

Ναι και είµαι πολύ χαρούµενος. Μέχρι στιγµής έχω χαρίσει πάνω από 1.000 βιβλία και θα χαρίσω περίπου άλλα 500.

Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;

Θα σου πω. Εγώ ήµουν µέγας βιβλιοαγοραστής. Δηλαδή στα ταξίδια µου τρία πράγµατα αγόραζα, βιβλία, CD και µπαστούνια. Ενα πρωί ξύπνησα και είπα ότι είναι εγωιστικό να έχω τόσα βιβλία και κάποιοι άνθρωποι να λαχταράνε για ένα βιβλίο. Εγραψα λοιπόν στο prtoagon.gr «χαρίζω τα βιβλία µου». Δεν µπορείς να φανταστείς τι έγινε. 700 βιβλία πήγαν στην Κρατική Σχολή Μαγειρικής στο Γαλαξίδι. Μετά έδωσα στο Μουσείο Μπενάκη, στο Δροµοκαΐτειο… Και σε ανθρώπους που µου ζήτησαν τούς έδωσα.

Θέλεις να ελαφρύνεις λίγο από το παρελθόν σου;

Ο πλούτος επιβαρύνει την ψυχή του ανθρώπου. Νοµίζω ότι το έχω ξαναγράψει αυτό. Θέλω λοιπόν να σπρώξω πράγµατα. Το ίδιο θα κάνω και µε τα καπέλα µου.

Και µε τα µπαστούνια;

Τα µπαστούνια δεν θα τα χαρίσω. Εχω µπαστούνια από βουδιστικά µοναστήρια, γκλίτσες από τσοπαναραίους, αραβικά µε φίλντισι. Αριστοκρατικά, φτωχά, πλούσια. Τόσα χρόνια πάντα είχα ένα µπαστούνι στο χέρι µου και µε συνόδευσε καλά.

Σταθεροποιήθηκες στα κιλά;

Ναι, στα 80. Και ήσουν;

Ηµουν 130, έχασα 50 και ευγνωµονώ τη Στέλλα που µε βοήθησε να πάρω την απόφαση.

Ευγνωµονώ και τον γιατρό µου, τον Γιώργο Σταυρόπουλο.

Κόψιµο στοµαχιού, έτσι;

Μου περιορίσανε το στοµάχι στο 10% και µου αφαίρεσαν και το παχύ έντερο. Ο άνθρωπος µπορεί να ζήσει χωρίς παχύ έντερο, χωρίς λεπτό δεν µπορεί να ζήσει. Χωνεύω ευκολότερα και το στοµάχι µου χωράει λίγα. Μπορώ να φάω από βαρύ λουκάνικο µέχρι δεν ξέρω τι άλλο, αλλά σε µικρή ποσότητα.

Κάποια στιγµή είχα πιστέψει ότι τελείωσαν οι δηµόσιες µαγειρικές για σένα.

Μα, δεν είναι µαγειρική αυτό που κάνω. Κριτής είµαι. Κάποια παιδιά που έχουν τελειώσει σχολές µαγειρικής και έχουν δουλέψει σε εστιατόρια διαγωνίζονται για 50.000 ευρώ. Συγκινητικό είναι.

Δεν το κρίνω, αλλά νόµιζα ότι, πια, σε ενδιέφεραν µόνο οι ιστορικές εκποµπές.

Να σου πω. Από την εποχή που η Στέλλα ήταν στα καλά της είχα ένα µεγαλειώδες τηλεοπτικό σχέδιο, που θα µπορούσα να ήταν και το κύκνειο άσµα µου. Δεν το δέχτηκε κανείς όµως.

Τι σχέδιο;

Ενα ντοκιµαντέρ για τη διατροφή στην αρχαία Ελλάδα, από τον 5ο έως τον 2ο αιώνα.

Και µε την ευκαιρία να φανερώνεις κάποιες πτυχές της αρχαίας Ιστορίας, οι οποίες είναι άγνωστες ή παρεξηγηµένες. Το θέατρο, οι σκλάβοι, οι εταίρες, το συµπόσιο. Ενα γλέντι αντρικό, το οποίο εξελισσόταν σε παρτούζα. Μη νοµίζουµε ότι µαζεύονταν όλοι οι σοφοί και έλεγαν τις σοφίες τους…

Ναι, από την αρχαία Ελλάδα προβάλλουµε µόνο όσα δεν ενοχλούν. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε λοιπόν για το σχέδιό σου;

Προς το παρόν, κανείς. Τα κανάλια προτιµάνε να έχουν κάτι το οποίο είναι δοκιµασµένο στο εξωτερικό, να έχουν µια βίβλο που την ακολουθούν σχολαστικά και αν γίνει καµιά πατάτα θα πουν, δεν φταίµε εµείς, φταίει η βίβλος. Πάντα είχες την πετριά µε την Ιστορία;

Από πάρα πολύ παλιά. Η βιβλιοθήκη µας στο σπίτι ήταν χωρισµένη σε δύο µέρη. Από τη µια µεριά τα ιστορικά τα οποία δεν διάβαζε ποτέ η Στέλλα και από την άλλη τα κοινωνικά και τα πολιτικά που δεν διάβαζα εγώ.

Κάπνιζα πάρα πολλά χρόνια και πάρα πολλά τσιγάρα. Επαθα το έµφραγµα, ήµουν πολύ χοντρός τότε και ρωτάω τον γιατρό «αν είναι να διαλέξω ανάµεσα στο κάπνισµα και το φαγητό, τι να κόψω;». Μου λέει «το κάπνισµα». Ταλαιπωρήθηκα πολύ, για πολλούς µήνες κάπνιζα στον ύπνο µου αέρα κοπανιστό αλλά τώρα 3 χρόνια, 3 1/2 νοµίζω, είµαι καθαρός και ήρθε η ώρα να χαρίσω και τα αξεσουάρ καπνίσµατος που έχω.

«Η ψυχή της Στέλλας δεν είναι στο νεκροταφείο. Είναι µαζί µου»

Πώς είναι τώρα η ζωή σου; Συνέχεια επανέρχεται η Στέλλα;

Η Στέλλα είναι ζωντανή, δίπλα µου. Δεν µπορεί να φύγει. Είµαστε 38 χρόνια µαζί. Μου λείπει πάρα πολύ. Δεν µπορεί κανείς να το καταλάβει.

Πιστεύεις ότι η έλλειψή της µεγαλώνει επειδή δεν είχατε παιδιά;

Και παιδιά να είχα, θα ήταν παντρεµένα, µε εγγόνια κ.λπ. Αλλά εγώ γυρίζω στο σπίτι και είναι άδειο.

Ξαπλώνω και δεν υπάρχει ένα ζευγάρι πόδια να ζεστάνει τα δικά µου. Μοναξιά, πολλή µοναξιά.

Πολλά χρόνια ήταν άρρωστη, έτσι δεν είναι;

Η Στέλλα έζησε 14 χρόνια ως υπάκουη ασθενής.

Δαµάζεται ο καρκίνος όλο και περισσότερο αλλά ολοκληρωτικά δεν θα δαµαστεί ποτέ. Ταξιδέψαµε, γελάσαµε, κάναµε διακοπές. Ηµασταν συνοµήλικοι. Η Στέλλα ήταν γεννηµένη στις 15 Νοεµβρίου και εγώ στις 21 Νοεµβρίου του ίδιου χρόνου, το ‘49. Βέβαια κάποια στιγµή θα συναντηθούµε, δεν ξέρω αν θα µε θυµάται, γιατί ποιος ξέρει τι είναι εκεί πάνω.

Εσύ τι πιστεύεις ότι είναι;

Εγώ δεν έχω καµία ένδειξη ότι υπάρχει κάτι ύστερα από εδώ… Δεν ήρθε κανένας να µου πει. Μου έστειλαν φίλοι διάφορα βιβλία παρηγορητικά αλλά πουθενά δε υπάρχει µια απόδειξη.

Δεν σε παρηγορεί το γεγονός πως εσύ έκανες ό,τι µπορούσες;

Ε κανα άραγε; Δεν ξέρω.

Μα έναν χρόνο τώρα ήσουν κι εσύ ασθενής µαζί της…

Ναι, το τελευταίο οκτάµηνο ήµασταν ένα. Τις µισές µέρες στα νοσοκοµεία, τις άλλες µισές στο σπίτι.

Της έπιανα το βράδυ το χέρι, της το ζουλούσα µέχρι να ανταποκριθεί. Και όταν αισθανόµουν ότι είναι εντάξει κοιµόµουν.

Σ το νεκροταφείο πηγαίνεις;

Οχι, δεν πιστεύω ότι είναι εκεί η ψυχή της. Η ψυχή της Στέλλας είναι µαζί µου. Είναι δίπλα µου την ώρα που κάνω τηλεόραση. Και τώρα, στο «Τop Chef» θα είχε γίνει φιλενάδα µε όλα τα κορίτσια της παραγωγής.

Καµιά φορά θα γελούσαν και ο σκηνοθέτης θα φώναζε «εσείς εκεί στο βάθος, ησυχία». Θα ήταν ένα κοµµάτι της οµάδας. Οχι δεν είναι στα νεκροταφεία, δεν της ταιριάζουν.

Μήπως φέτος κάνεις τηλεόραση για να καλύψεις το κενό της;

Είναι µια εργασιοθεραπεία… Αλλωστε είµαι σίγουρος, και η ίδια δεν θα ήθελε ούτε να γκαντεµιάσω ούτε να πάθω κατάθλιψη. Θα ήθελε να ντύνοµαι χρωµατιστά. Αυτό της άρεσε και αυτό προσπαθώ να κάνω.

Σε βοηθάει να µιλάς για αυτήν…

Είναι παρηγορητικό. Εγώ δεν θεωρώ ότι σου µιλάω για να γράψεις κάτι. Εγώ σου εξοµολογούµαι επειδή είσαι αυτός που είσαι και είχες κάνει παρέα µε τη Στέλλα. Και αυτό εµένα µε ανακουφίζει.

Ο θάνατος των κοντινών µας ανθρώπων µπορεί να µας κάνει καλούς, µπορεί να µας κάνει και κακούς λένε.

Και εγώ έγινα πάρα πολύ κακός. Μου έφυγε όµως τώρα.

Εγινες κακός µε ποιους;

Θύµωσα. Η Στέλλα είχε µεγάλες αγάπες µε ορισµένους ανθρώπους. Και τους περίµενε. Δεν τους περίµενε να κάνουν µια επίσκεψη «comment ca va?» και «aller’ retour». Περίµενε ένα χάδι, µια παρέα, ίσως ένα τρίψιµο στην πλάτη. Δεν τα βρήκε αυτά τα πράγµατα. Ερχονταν, κάθονταν µισή ώρα, κοίταγαν το ρολόι τους, έλεγαν «έχω κοµµωτήριο» και έφευγαν.

Στον πόνο οι άνθρωποι θέλουν να είναι παρατηρητές…

Δεν θέλουν. Και γι’ αυτό θύµωσα πολύ. Κάποια στιγµή µάλιστα σκέφτηκα να αποκοπώ, να φύγω. Να έφευγες για πού;

Να δηµιουργούσα ένα καινούργιο κοινωνικό περιβάλλον, µε ανθρώπους που δεν τους ξέρω.

Να έγραφα στο Ιnternet «εγώ είµαι αυτός, µε ξέρετε, αν είστε άνθρωποι που δεν έχετε φανατισµούς στη ζωή σας, αν αγαπάτε τη δουλειά σας», γιατί εµένα µου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν πάθος µε τη δουλειά τους, «στείλτε µου ένα e-mail να κανονίσουµε ένα ραντεβού». Θα µαζευόµασταν 20 άνθρωποι σε ένα ταβερνάκι, θα χτίζαµε µια ωραία παρέα, χωρίς να έχει συµφέρον ο ένας από τον άλλο, θα συζητούσαµε… Πώς πήρες την απόφαση να πεις «όχι στεφάνια, δώστε λεφτά στο “Χαµόγελο”»;

Το λουλουδάκι θα µαραθεί. Ενώ µε τα χρήµατα που κάνει ένα στεφάνι µπορείς να θρέψεις ένα παιδάκι για 10 µέρες, για 5 µέρες. Μπορεί να πληρωθεί ο µισθός µιας κοινωνικής λειτουργού που βοηθάει ένα παιδί. Η Στέλλα θα το ήθελε πολύ αυτό το πράγµα, πολύ θα το αγαπούσε.

«Αυτό που είπε ο Πάγκαλος, ότι “µαζί τα φάγαµε” είναι αληθινό»

Να γυρίσουµε λίγο στα επίκαιρα; Είσαι αισιόδοξος για τη χώρα; Οικονοµία δεν έχεις σπουδάσει;

Βέβαια. Ποιος σε πείθει περισσότερο, ο Σαµαράς ή ο Παπανδρέου;

Παναγία µου, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Ο Σαµαράς για µένα δεν κάνει και ο Γιώργος δείχνει να είναι αποστασιοποιηµένος.

Σε µια συνέντευξη είπε «δεν έχω ακούσει αν θα γίνουν άλλες αυξήσεις». Δηλαδή σαν να είναι έξω από την κυβέρνηση και ακούει κι αυτός όπως ακούµε όλοι.

Εσύ είσαι µε το Μνηµόνιο ή είσαι εναντίον;

Οτι η χώρα ήθελε ένα αναµάζωµα, το ήθελε.

Και νοµίζω ότι αυτό που είπε ο κ. Πάγκαλος ότι «µαζί τα φάγαµε» είναι αληθινό και ας τον κοροϊδεύουν.

Γιατί οι πολιτικοί, πολλά χρήµατα τα κατασπαταλήσανε για να τα έχουν καλά µαζί µας, να πάρουν µια ψήφο παραπάνω.

Προσγειωθήκαµε απότοµα όµως.

Εγώ έχω ζήσει τη φτωχότερη δεκαετία.

Το ‘50 – ‘60. Περνάγαµε πολύ ωραία µε το τίποτα. Δεν είχαµε λεφτά να αγοράσουµε µαρµελάδα, αλλά έφτιαχνε η µάνα µου µαρµελάδα φράουλα και δεν τη στερηθήκαµε ποτέ.

Δεν είχαµε ντοµάτα τον χειµώνα, αλλά είχαµε σάλτσα ντοµάτα στα µπουκάλια φτιαγµένη από το καλοκαίρι. Και ο πατέρας µου έπαιρνε µια κονσέρβα κορν µπιφ, την έβαζε πάνω στην ξυλόσοµπα, χτύπαγε και 2 αυγά και τρώγαµε σαν άρχοντες. Μετά έπρεπε να κάνουµε τορτίγια ισπανική, έπρεπε να βάλουµε µέσα και χαµόν σεράνο και χέσε µέσα.

Ζεις χωρίς όλα αυτά. Ο πλούτος είναι σκλαβιά.

Αν υπήρχε ένα κράτος πρόνοιας το οποίο µπορούσε να φροντίσει την υγεία, την παιδεία, τις συγκοινωνίες, δεν θα τα χρειαζόµασταν καθόλου τα λεφτά.