Ο Ιωάννης Μεταξάς έβαλε τη σφραγίδα του στην εξέλιξη της νεοελληνικής Ιστορίας όταν στις 28 Οκτωβρίου του 1940 απέρριψε το τελεσίγραφο της φασιστικής Ιταλίας. Η πράξη αυτή έχει χρησιµοποιηθεί ως συγχωροχάρτι για τα έργα και τις ηµέρες του δικτατορικού του καθεστώτος. Τι οδήγησε σε εκείνη την απόφαση; Η προσωπική ιδιοτέλεια, η εξάρτηση από τη Μεγάλη Βρετανία, η πατριωτική έξαρση ή η επίγνωση των επιθυµιών του ελληνικού λαού; Η απάντηση, όπως συνήθως στην Ιστορία, δεν είναι µονοδιάστατη. Ο Μεταξάς, ο άνθρωπος που αρνήθηκε να συµµετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία και κατηγορήθηκε ως «προδότης», δύο δεκαετίες µετά δοξάστηκε ως ο «αρχιστράτηγος της ελληνικής νίκης». Ο θάνατος τον βρήκε στο πιο κρίσιµο σηµείο του πολέµου. Φήµες και διαδόσεις τον ήθελαν θύµα σκοτεινών συνωµοσιών.
Πώς θα αντιδρούσε ο Μεταξάς στην επικείµενη γερµανική επίθεση; Πόσο απείχε από το να είναι ο έλληνας Πετέν; Σήµερα, συχνά µέσα από υπόγειες διαδροµές, πυκνώνουν οι φωνές που επιδιώκουν την αποκατάσταση της «παρεξηγηµένης ιστορικής προσωπικότητας» και προβάλλουν την ανάγκη διοίκησης της χώρας από «έναν ισχυρό άνδρα».
Στο πλαίσιο αυτό η επανεξέταση του καθεστώτος Μεταξά και της ιστορικής απόφασης του ΟΧΙ δεν αφορά αποκλειστικά το παρελθόν.
Πώς γράφτηκε το σάουντρακ του αγώνα
Η 30χρονη το 1940 Σοφία Βέµπο έµελλε να παίξει τον ρόλο της εθνικής τραγουδίστριας. Η σύζυγος του Μίµη Τραϊφόρου είχε αρχίσει την καριέρα της πριν από τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο. Το τελεσίγραφο όµως του Μεταξά, η πολεµική σύρραξη Ελλάδας – Ιταλίας στο Αλβανικό Μέτωπο θα ενεργοποιήσουν την έκρηξη της καλλιτεχνικής της πορείας. Οι πολεµικές επιθεωρήσεις τραβάνε όλα τα φλας και η Εφη Μπέµπο (το πραγµατικό όνοµα της Βέµπο µε καταγωγή από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης) τραγουδάει τις παρωδίες «Στον πόλεµο βγαίν ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» στο θέατρο «Μοντιάλ». Οι ραδιοφωνικοί σταθµοί παίζουν ακατάπαυστα τα τραγούδια της και ακούγονται στις µπαρουτοκαπνισµένες στρατιωτικές µονάδες της Ελλάδας.
ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
«Κακοί» Γερµανοί και «καλοί Ιταλοί». «Βάρβαροι» και «µακαρονάδες». «Σφαγιαστές» και «ερωτιάρηδες». Δίπολα που αναπαρήγαγαν για χρόνια τον µύθο της «ήπιας» ιταλικής κατοχής. Ταινίες, µυθιστορήµατα και το καλό πρόσωπο της µεταπολεµικής προοδευτικής Ιταλίας συνετέλεσαν στη µετατόπιση της συζήτησης µακριά από τις εικόνες των ενθουσιωδών µελανοχιτώνων και του ιταλικού ιµπεριαλισµού. Πέρα από την αναζήτηση των «καλών» και των «κακών» κατακτητών, η ιστορική έρευνα αναδεικνύει το σκληρό πρόσωπο της ιταλικής κατοχής. Με συλλήψεις, κακοποιήσεις, µαζικές εκτελέσεις και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις η ιταλική διοίκηση επιχείρησε να ισοπεδώσει τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η ιστορία του χωριού Δοµένικο της Θεσσαλίας υπενθυµίζει τις µεθόδους των ιταλικών ενόπλων δυνάµεων: 171 άνδρες από 14 έως 80 ετών εκτελέστηκαν σε µία ηµέρα. Η ιταλική πολιτική για την Ελλάδα περιελάµβανε την απόσπαση εδαφών, τη δηµιουργία προτεκτοράτων και τη συνεργασία µε πρόθυµους τοπικούς άρχοντες. Στόχος η διαιώνιση της ιταλικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, η σκληρή µοίρα των ιταλών στρατιωτών και η ένταξη της Ιταλίας στους «συµµάχους» απάλυναν τις µνήµες από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής.
Ο ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Του Κωστή Καρπόζηλου
Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου φέρνει στο προσκήνιο τη µορφή του Ιωάννη Μεταξά. Η επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου στον Ιωάννη Μεταξά τα χαράµατα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 είναι µία από τις πιο γνωστές σκηνές της νεώτερης ελληνικής Ιστορίας. Η ιταλική εισβολή, η επιτυχής άµυνα και αντεπίθεση του ελληνικού στρατού, η προέλαση στο αλβανικό έδαφος και η τελική ήττα ύστερα από τη γερµανική επίθεση την άνοιξη του 1941 συγκροτούν αφήγηση ενταγµένη στη σχολική Ιστορία, εδραιωµένη στη συλλογική συνείδηση και ιστορική µνήµη. Και όµως.
Η αµηχανία
Η εθνική συναίνεση γύρω από το «ηρωικό ΟΧΙ» δεν µπορεί να συγκαλύψει την αµηχανία της νεοελληνικής κοινωνίας έναντι του πρωθυπουργού – δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Στις πρώτες δεκαετίες της µεταπολίτευσης το ερώτηµα «αν το ΟΧΙ το είπε ο λαός ή ο Μεταξάς» αποτελούσε αντικείµενο οξυµµένων πολιτικών τοποθετήσεων και αντιπαραθέσεων σε σχολικές αίθουσες και εορταστικές εκδηλώσεις. Σήµερα, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η µορφή του Ιωάννη Μεταξά διατρέχει µία διττή πορεία:
από τη µια, έχει χαθεί από το προσκήνιο των προβεβληµένων ιστορικών αντιπαραθέσεων, από την άλλη όµως, αυτή η σιωπή µπορεί να προοικονοµεί την επιστροφή του στον δηµόσιο λόγο ως µιας «παρεξηγηµένης» ιστορικής προσωπικότητας. Η ανάδειξή του σε «Μεγάλο Ελληνα» στο πλαίσιο της γνωστής αντιιστορικής έρευνας τηλεοπτικού σταθµού υπενθυµίζει το πώς οι ρητορικές εξάρσεις για την ανάγκη «ισχυρών ανδρών» που θα βγάλουν τη χώρα από το τέλµα επικοινωνούν µε τους νοσταλγούς της ξεχασµένης δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936.
Η διαδροµή του Ιωάννη Μεταξά φωτίζει την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, τη διαπλοκή µεταξύ στρατού, πολιτικής και επιχειρηµατικών συµφερόντων, την ανάπτυξη ενός µαχητικού αντικοινοβουλευτικού λόγου και την αποφασιστικότητα του πολιτικού συστήµατος έναντι του «κοµµουνιστικού κινδύνου». Ο ανώτατος στρατιωτικός Ιωάννης Μεταξάς διετέλεσε πρόεδρος του Κόµµατος των Ελευθεροφρόνων, υπουργός στην οικουµενική κυβέρνηση του 1926-1928 στο κοµβικό πόστο του υπουργείου Συγκοινωνιών και εκλεκτός ξένων και µη επιχειρηµατικών συµφερόντων. Στους Βαλκανικούς Πολέµους διακρίθηκε για τους σχεδιασµούς του στο πεδίο των µαχών, στον εθνικό διχασµό ηγήθηκε της παραστρατιωτικής οργάνωσης των Επιστράτων κατά της αγγλογαλλικής παρουσίας στην Ελλάδα, στη Μικρασιατική Εκστρατεία προέβλεψε την ανεπιτυχή της εξέλιξη, µε αποτέλεσµα δεκάδες λίβελλοι να εκτοξευτούν εναντίον του.
Είναι ενδιαφέρον το πώς οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής στον Μεσοπόλεµο εξαφανίζονται από το προσκήνιο για να επανεµφανιστούν στην επόµενη καµπή των γεγονότων. Ο Μεταξάς εξορίστηκε από την Ελλάδα το 1917 µαζί µε το βασιλικό επιτελείο, επέστρεψε το 1920, συµµετείχε σε ένα αποτυχηµένο στρατιωτικό κίνηµα το 1923 και αναγκάστηκε να φύγει και πάλι προς την Ιταλία. Επιστρέφοντας ηγήθηκε του Κόµµατος των Ελευθεροφρόνων, αναδείχθηκε σε ρυθµιστικό παράγοντα των εξελίξεων το 1926 κατακτώντας 51 έδρες και καταποντίστηκε εκλογικά το 1928 και το 1932, όταν από το κόµµα του εκλέχθηκαν µόλις τρεις βουλευτές. Ο Μεταξάς, παρών σε διαδοχικές εκλογικές αναµετρήσεις, κυβερνητικά σχήµατα και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις εν τέλει το 1936 ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας και στη συνέχεια, µε τη συναίνεση των κοµµάτων πλην ΚΚΕ προχώρησε στην κατάλυση του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Η πορεία του Μεταξά είναι διδακτική για την πολιτική ιστορία του Μεσοπολέµου και τη διαρκή ανακύκλωση ανθρώπων και σχηµατισµών. Ταυτόχρονα, µαρτυρά πολλά για τις συνέχειες του πολιτικού σκηνικού, παρά τις έντονες θεσµικές µεταρρυθµίσεις και τα συχνά επεισόδια αποσταθεροποίησης. Υπό την οπτική αυτή, η απόφαση του Μεταξά να αποκρούσει το ιταλικό τελεσίγραφο θα πρέπει να εγγραφεί στη διαµόρφωση του ελληνικού αστισµού και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στον Μεσοπόλεµο και όχι σε µία επιφανειακή, συγκυριακή και «ξαφνική» απόφαση.
Η κλιµάκωση της ιταλικής επιθετικότητας
Η ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1922 και ύστερα είχε να αντιµετωπίσει την όξυνση της επιθετικότητας της Ιταλίας στη Μεσόγειο.
Η εξέλιξη αυτή συµβάδιζε µε την εξοµάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως άλλωστε θυµίζει η υπογραφή του Συµφώνου Φιλίας µεταξύ Βενιζέλου και Ινονού το 1930. Στον αντίποδα, στις διακρατικές σχέσεις µε την Ιταλία διαδοχικά επεισόδια φανερώνουν ότι τα γεγονότα του 1940 συνιστούσαν κλιµάκωση ενός έντονου ανταγωνισµού. Η κατάληψη της Κέρκυρας τον Αύγουστο του 1923, οι διπλωµατικοί διαξιφισµοί γύρω από τα ιταλοκρατούµενα Δωδεκάνησα και το κίνηµα της Ενωσης µε την Ελλάδα, και φυσικά ο τορπιλισµός της «Ελλης» περιγράφουν το κλίµα των ελληνοϊταλικών σχέσεων από την εποµένη της Μικρασιατικής Εκστρατείας έως τις παραµονές του Πολέµου του 1940.
Ορισµένες εφήµερες διπλωµατικές προσεγγίσεις δεν ανατρέπουν τη συνολική εικόνα της όξυνσης. Στο Ιστορικό Αρχείο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών οι συχνές αναφορές των αστυνοµικών αρχών για την παρακολούθηση «ιταλών υπηκόων» και την «προπαγανδιστική κίνηση εν Κερκύρα» φανερώνουν την καχυποψία για κατασκοπευτικές δραστηριότητες και την οργανωµένη φιλοϊταλική προπαγάνδα, ενέργειες που συνδέονταν και µε µειονοτικούς πληθυσµούς στην Ηπειρο και τη Θεσσαλία.
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός στο Πανεπιστήµιο Κρήτης
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
ΕΝΑΣ ΦΑΣΙΣΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και η µοναρχία υπό τον Γεώργιο Β διατηρούσαν ισχυρούς δεσµούς µε την αγγλική πολιτική, την προώθηση των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων της και τις ισορροπίες που επεδίωκε αυτή στην περιοχή της Μεσογείου. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις ιδεολογικές συγγένειες του µεταξισµού µε τον ιταλικό φασισµό. Ο Μεταξάς ενσωµάτωσε στις αντικοινοβουλευτικές παραδόσεις του ελληνικού πολιτικού συστήµατος στοιχεία από την ιδεολογία του ιταλικού φασισµού. Η καταδίωξη των ιδεολογικών αντιπάλων, των κοµµουνιστών, δεν ήταν µία πρωτότυπη επιλογή αν αναλογιστούµε το «Ιδιώνυµο» του Βενιζέλου.
Ανάλογα, η χρήση του στρατεύµατος ως ρυθµιστικού παράγοντα της πολιτικής ζωής αποτελούσε συνήθη πρακτική στον ελληνικό Μεσοπόλεµο. Τα δάνεια από τον ιταλικό φασισµό έγκεινται κυρίως στο ιδεολογικό περίγραµµα του καθεστώτος: ενότητα του Ελληνισµού, φωτισµένος αρχηγός, εκφραστής των συµφερόντων του έθνους, πατερναλιστική διευθέτηση των κοινωνικών αντιθέσεων, µέσω παροχών και εξαγορών. Στο εσωτερικό του µεταξισµού συνυπήρχαν ρεύµατα µε συστηµατικότερες σχέσεις µε το γερµανικό ή το ιταλικό φασιστικό παράδειγµα, αλλά ο κύριος τόνος του καθεστώτος βασιζόταν στην επιλεκτική άντληση στοιχείων και όχι στην επακριβή µίµηση.
Κατά συνέπεια, το «ΟΧΙ» του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο δεν συνιστά µία αντίφαση. Ο Μεταξάς επεδίωκε την ουδετερότητα της χώρας, αλλά όταν εκδηλώθηκε ο ιταλικός αναθεωρητισµός, µία τέτοια επιλογή ήταν πρακτικά αδύνατη. Υπήρχε ο δρόµος της συναίνεσης ή της αντίστασης. Ο πρώτος, θα δυναµίτιζε τις δεσµεύσεις της Ελλάδας έναντι της Μεγάλης Βρετανίας, θα συνιστούσε υποχώρηση στις ιταλικές διεκδικήσεις στη Μεσόγειο και θα ερχόταν σε αντίθεση µε τις διαθέσεις της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ο τορπιλισµός της «Ελλης» και η επιρροή των αντιφασιστικών ιδεών καθιστούσαν το καθεστώς του Μουσολίνι απεχθές στους περισσότερους. Ενδεχόµενη αποδοχή του ιταλικού τελεσιγράφου θα ερχόταν σε αντίθεση µε τις κατευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τις λαϊκές διαθέσεις.
Ταυτόχρονα, τα βρετανικά στρατεύµατα πιθανότατα να επενέβαιναν στο εσωτερικό της χώρας, όπως είχαν κάνει στον Α Παγκόσµιο Πόλεµο, ανατρέποντας το καθεστώς Μεταξά.
Το «ΟΧΙ» ως πολιτική απόφαση Αν αφαιρέσουµε το έντονα συγκινησιακό φορτίο που συνοδεύει τις αφηγήσεις γύρω από την παράδοση του ιταλικού τελεσιγράφου, αντιλαµβανόµαστε ότι η άρνηση του Μεταξά συνιστούσε απόφαση βασισµένη σε µία ρεαλιστική εκτίµηση των πραγµάτων. Είναι επίσης σαφές ότι η εξέλιξη των γεγονότων τον χειµώνα του 1940 δικαίωσε την επιλογή του Μεταξά. Οι σηµαντικές επιτυχίες του ελληνικού στρατού συγκάλυψαν τις υπαρκτές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του Γενικού Επιτελείου, προσέφεραν στο καθεστώς Μεταξά πρωτοφανή διεθνή αναγνώριση και ανατροφοδότησαν το αίσθηµα της εθνικής ενότητας έναντι του κοινού εχθρού. Το «ανοιχτό γράµµα» του φυλακισµένου γενικού γραµµατέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, δύο µόλις ηµέρες µετά την κήρυξη του πολέµου, µε το οποίο καλούσε σε παλλαϊκή αντίσταση στην ιταλική εισβολή, φανερώνει την κοινωνική και πολιτική ενότητα που δηµιουργούσαν οι νέες συνθήκες. Η καίρια παρέµβαση του Νίκου Ζαχαριάδη αποκτά µεγαλύτερη σηµασία αν αναλογιστεί κανείς τις αµφιταλαντεύσεις στο εσωτερικό του κοµµουνιστικού κινήµατος γύρω από το αν η ιταλική επίθεση έπρεπε να αντιµετωπιστεί ως µία «ενδοϊµπεριαλιστική» σύγκρουση µεταξύ Ιταλίας και Μεγάλης Βρετανίας.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΜΑΚΑΡΟΝΑ
Του Κωστή Καρπόζηλου
Η Ελλάδα της ιταλικής κατοχής υπό το φως της ιστορικής έρευνας είναι πιο σκληρή από εκείνην που κυριαρχεί στην λαϊκή µυθολογία.Τον Απρίλιο του 1941 η τύχη της Ελλάδας είχε κριθεί. Η επίθεση από βορρά του γερµανικού στρατού, η παράδοση της Γιουγκοσλαβίας, η κατάρρευση της πολυδιαφηµισµένης «γραµµής Μεταξά» και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 9 Απριλίου καθιστούσαν σαφές το επικείµενο τέλος του κύκλου που είχε ανοίξει στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Τις ίδιες εκείνες µέρες, παράλληλα µε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξαγόταν ένας διπλωµατικός πόλεµος, που καθόρισε το µέλλον του ελληνικού λαού. Στο εσωτερικό των δυνάµεων του Αξονα, η Ιταλία πίεζε ώστε να περιέλθει υπό τον έλεγχό της το µεγαλύτερο τµήµα της κατεχόµενης Ελλάδας. Στόχος της να εκτείνει την γεωγραφική της ηγεµονία στη Μεσόγειο και να προχωρήσει στην ενσωµάτωση τµηµάτων του ελληνικού κράτους στην Ιταλία. Το παράδειγµα των Δωδεκανήσων, τα οποία βρίσκονταν υπό ιταλικό έλεγχο από το 1911, λειτουργούσε ως πρότυπο για τις επιδιώξεις της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής.
Η διαίρεση
Στις 20 Απριλίου του 1941 ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, κατοπινός πρωθυπουργός της κατοχικής κυβέρνησης, υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής µε τις γερµανικές δυνάµεις. Ακολούθησε στις 21 Απριλίου η υπογραφή της συνθηκολόγησης και στις 23 Απριλίου νέο πρωτόκολλο παράδοσης, αυτή τη φορά παρόντος του ιταλού στρατηγού Αλµπέρτο Φερρέρο. Το τέλος του πολέµου, ύστερα και από τη Μάχη της Κρήτης τον Μάιο, ακολούθησε ο διαµοιρασµός της Ελλάδας σε τρεις ζώνες. Οι γερµανικές δυνάµεις κατέλαβαν την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τη Δυτική Μακεδονία, τα νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου, την Κρήτη πλην του νοµού Λασιθίου και µία ζώνη στη µεθόριο µε την Τουρκία, ενώ οι βουλγαρικές εδραίωσαν την παρουσία τους στη Μακεδονία και στη Θράκη. Το µεγαλύτερο τµήµα της χώρας βρέθηκε υπό ιταλική κατοχή. Η 11η Ιταλική Στρατιά ήλεγχε την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ τα Ιόνια, οι Σποράδες και οι Κυκλάδες προσαρτήθηκαν στο ιταλικό κράτος. Οι ηττηµένοι του ελληνο-ιταλικού πολέµου εισέρχονταν θριαµβευτές σε πόλεις και χωριά, προχωρούσαν στην επίταξη σπιτιών και δηµόσιων κτιρίων, επιστράτευαν προµήθειες και πρώτες ύλες. Το αίσθηµα πικρίας και αγανάκτησης που δηµιούργησε αυτή η εξέλιξη, λειτούργησε καθοριστικά στην συγκρότηση των πρώτων οργανώσεων, που σταδιακά εντάχθηκαν στην πλειονότητά τους στο ΕΑΜ. Στις αναµνήσεις αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης συχνά συναντάµε αφηγήσεις για το πώς η εµπειρία της πρώτης κατοχικής περιόδου, µία ανάκριση στην καραµπινιερία ή η επίταξη τροφίµων από τους στρατιώτες, οδηγούσε στην ένταξη στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Η στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδας σήµαινε ότι η καθηµερινότητα έπρεπε να οργανωθεί σε νέες βάσεις, σύµφωνα µε τους σχεδιασµούς των κατακτητών. Στους πρώτες µήνες επικρατούσε χάος: η Ελλάδα είχε τριχοτοµηθεί, οι κρατικές υπηρεσίες είχαν διαλυθεί, χιλιάδες απόµαχοι του πολέµου περιφέρονταν στις επαρχίες, οι υποδοµές είχαν υποστεί ζηµιές από τους βοµβαρδισµούς, η οικονοµική δραστηριότητα επαρκούσε οριακά για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσµού. Η εδραίωση της εξουσίας των κατοχικών δυνάµεων επέτεινε τα προβλήµατα. Ο λιµός τον χειµώνα του 1942 συνιστά την πιο οξυµµένη έκφραση της δραµατικής χειροτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης στην κατοχική Ελλάδα. Οι στρατηγικοί στόχοι
Η ιταλική κατοχή είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από τη γερµανική. Στα γερµανικά σχέδια η Ελλάδα εξυπηρετούσε κυρίως στρατηγικούς στόχους, γεγονός που αποτυπώνεται και στις περιοχές που ήλεγχαν οι γερµανικές δυνάµεις: αστικά κέντρα και λιµάνια, η Κρήτη και τα σύνορα µε την Τουρκία.
Η ιταλική εξωτερική πολιτική είχε πολύ πιο φιλόδοξους σχεδιασµούς, που σχετιζόταν µε την επιθυµία της να ηγεµονεύσει οικονοµικά, κοινωνικά και στρατιωτικά στην Μεσόγειο. Αυτό επιβεβαιώνει η απόφαση της προσάρτησης περιοχών, αλλά και τα αποτυχηµένα σχέδια για τη δηµιουργία ενός «αρωµουνικού κράτους», το περίφηµο «Πριγκιπάτο της Πίνδου» µε πυρήνα βλαχόφωνους πληθυσµούς, που θα διαµέλιζε την ηπειρωτική Ελλάδα. Ταυτόχρονα, οι ιταλικές αρχές κατοχής επιχείρησαν να συνεργαστούν µε τις ελληνικές αρχές σε τοπικό επίπεδο, προκειµένου να εξυπηρετήσουν τα άµεσα σχέδιά τους, αλλά και να δηµιουργήσουν δοµές µακροπρόθεσµης παρουσίας στην Ελλάδα.
ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιταλικής κατοχής έχουν συµβάλει στη δηµιουργία µίας µυθολογίας για την «ήπια» ιταλική κατοχή, σε αντίθεση µε την «άγρια» και «απάνθρωπη» γερµανική. Ιστορικοί λόγοι εξηγούν το γιατί συχνά στον δηµόσιο λόγο ο ιταλός στρατιώτης παρουσιάζεται σαν αφελής, ερωτιάρης, αδιάφορος για τον πόλεµο και κοντά στα προβλήµατα των κατακτηµένων. Στις µικρές κωµοπόλεις και στα χωριά, που κατά τεκµήριο βρίσκονταν υπό ιταλικό έλεγχο, η καθηµερινότητα επέτρεπε την επαφή κατακτητών και κατακτηµένων. Σε περιόδους νηνεµίας, ο ιταλός στρατιώτης φάνταζε ως ο εκπρόσωπος µίας µακρινής εξουσίας, ένα θύµα και αυτός των περίπλοκων περιστάσεων του πολέµου. Τον Σεπτέµβριο του 1943 η συνθηκολόγηση της Ιταλίας έγινε δεκτή µε ενθουσιασµό από τους υπόδουλους στον φασισµό λαούς. Οι ιταλοί στρατιώτες βρέθηκαν ξαφνικά µετέωροι και χιλιάδες συνελήφθησαν από τους Γερµανούς, ενώ µικρές οµάδες εντάχθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις. Η ανακούφιση από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και η µοίρα των ιταλών στρατιωτών δηµιούργησε αισθήµατα συµπάθειας για τους χτεσινούς κατακτητές, που ξαφνικά αναβαπτίζονταν σε συµµάχους. Τα όσα συνέβησαν στην Κεφαλονιά είναι χαρακτηριστικά για τη µεταστροφή. Εκεί, πέντε χιλιάδες άντρες της Μεραρχίας Ακουι εξοντώθηκαν από τον γερµανικό στρατό, σε µία από τις µαζικότερες σφαγές αιχµαλώτων πολέµου. Η τραγική αυτή ιστορία προσέφερε το υπόβαθρο για το πολυδιαφηµισµένο, αλλά προβληµατικό, «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι».
Νέες έρευνες
Η σύγχρονη ιστορική έρευνα έχει αναδείξει το εσφαλµένο των προσεγγίσεων, που βασίζονται στη διχοτοµία «καλών» και «κακών» κατακτητών. Η βία, οι εκτελέσεις, η πείνα και ο εξευτελισµός της ανθρώπινης ζωής ήταν στοιχεία παρόντα στην καθηµερινότητα της ιταλικής κατοχής. Ιδίως από τα τέλη του 1942. οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην άνοδο της επιρροής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ µε µεθόδους τροµοκράτησης του πληθυσµού. Ο ελβετός ιστορικός Davide Rodogno, στην «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα» (τόµος Γ1, εκδόσεις Βιβλιόραµα), καταγράφει ότι µόνο τον Φεβρουάριο του 1943 οι ιταλικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις είχαν ως αποτέλεσµα 250 επιβεβαιωµένους νεκρούς.
Η πολυετής έρευνα της ιστορικού Lidia Santarelli έχει φέρει στο φως άγνωστο υλικό για το ολοκαύτωµα του χωριού Δοµένικο στη Θεσσαλία. Εκεί, στις 16 Φεβρουαρίου του 1943 οι ιταλικές δυνάµεις συγκέντρωσαν 117 άνδρες ηλικίας από 14 έως 80 ετών, ενώ το χωριό λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Στη διαδροµή προς τη Λάρισα, όπου υποτίθεται θα ανακρίνονταν για µία αντάρτική επίθεση, οι 117 κάτοικοι του Δοµένικου εκτελέστηκαν. Την ίδια τύχη είχαν ακόµα πενήντα άνθρωποι που συνελήφθησαν κατά την πορεία της ιταλικής φάλαγγας στα χωριά της ευρύτερης περιοχής.
Ο λιµός Η ιστορία του Δοµένικου, που αποτέλεσε κύριο θέµα του ντοκιµαντέρ «Ο µύθος των καλών Ιταλών» του Στέλιου Κούλογλου (πάνω σε µία ιδέα της Lidia Santarelli και του Κωστή Κορνέτη), υπήρξε ένα από τα δεκάδες επεισόδια κατοχικής βίας µε πρωταγωνιστή τις ένοπλες δυνάµεις της Ιταλίας. Η εξαθλίωση και η πείνα συνιστούν όψεις της κατοχικής καθηµερινότητας εξίσου βίαιες µε τα επεισόδια των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η Sheila Lecouer στο βιβλίο της για την ιταλική κατοχή της Σύρου παρουσιάζει τον καταστροφικό λιµό του 1942, που είχε ως αποτέλεσµα τον θάνατο περίπου 4.000 κατοίκων του νησιού.
Οι αιµατηροί πόλεµοι του φασισµού
Οι νέες ιστορικές έρευνες εγγράφονται σε µία ευρύτερη τάση αναψηλάφησης των συνεπειών του ιταλικού µιλιταρισµού. Στην πρώτη πράξη της ιταλικής επέκτασης στην Αφρική, στον πόλεµο στην Αιθιοπία το 1936, σκοτώθηκαν περίπου τριακόσιες χιλιάδες αιθίοπες στρατιώτες, ενώ δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι πέθαναν εξαιτίας των άµεσων συνεπειών του πολέµου. Και όµως. Ο πόλεµος αυτός παραµένει άγνωστος, όπως άγνωστη είναι η ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης από την ιταλική διοίκηση στην κατεχόµενη Γιουγκοσλαβία. Η σκιά του φασιστικού παρελθόντος, το οποίο ανάγεται στην κατάληψη της εξουσίας από τον Μουσολίνι το 1922, δεν συνόδευσε την Ιταλία στη µεταπολεµική της διαµόρφωση. Ο Χάγκεν Φλάισερ στο βιβλίο του «Οι πόλεµοι της µνήµης» περιγράφει πώς «οι µνήµες της προηγούµενης ενεργητικής συµµετοχής στον Αξονα (…)
απωθήθηκαν και θάφτηκαν κάτω από ένα πέπλο πανεθνικής οµερτά, της υποχρεωτικής ένοχης σιωπής της Μαφίας».
Η αναψηλάφηση
Η εκ νέου συζήτηση γύρω από τη φύση της ιταλικής κατοχής δεν αποσκοπεί στην αναδροµική ηθική καταδίκη του ιταλικού λαού. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η κατανόηση της δυναµικής του φασιστικού φαινοµένου, το πώς λειτούργησε ως ενοποιητική ιδεολογία για εκατοµµύρια Ιταλούς και επιχείρησε να υλοποιήσει το όραµα της ιταλικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα, η εξέταση της καθηµερινότητας στις κατακτηµένες χώρες αναδεικνύει τις σύνθετες κοινωνικές και οικονοµικές σχέσεις που δηµιουργεί η στρατιωτική κατοχή, αλλά και το πώς τα ερωτήµατα της επιβίωσης δηµιουργούσαν πολλαπλές, συχνά συνυπάρχουσες, απαντήσεις από τη συναίνεση έως την εξέγερση.
ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ «ΣΑΟΥΝΤΡΑΚ» ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ
ΓΡΑΦΕΙ ο Δηµήτρης Ν. Μανιάτης
«Το τραγούδι Παιδιά της Ελλάδος παιδιά γράφτηκε το 1940, την εποχή του µεγάλου µου έρωτα. Τότε ήταν ο Μιχάλης Σουγιούλ µαέστρος και παρακάλεσα τον Μίµη Τραϊφόρο να µου γράψει ένα πολεµικό τραγούδι πάνω στη «Ζεχρά».
Εγραψε και µου το έφερε την επόµενη µέρα. Μου έκανε µεγάλη εντύπωση γιατί ήταν λίγο δύσκολο να γράφεται ένα τραγούδι µέσα σε µία νύχτα, σε µία ώρα, σε µία στιγµή. Μου το διάβασε και στο τέλος έλεγε: Αν δεν ερθείτε νικηταί να µην έρθετε ποτέ. Το βρήκα λίγο σκληρό. Του είπα τότε σε ευχαριστώ παιδί µου (ήταν πιτσιρικάς), αλλά δεν µ αρέσει. Εφυγε και σε λίγο επέστρεψε και µου διάβασε: Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσµένουµε παιδιά. Α, του λέω, αυτός ο στίχος έχει περιεχόµενο ψυχικό
», θυµάται η Σοφία Βέµπο στο θρυλικό «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερµανού και κάπως έτσι ξεδιπλώνεται η µικρή ιστορία ενός τραγουδιού που µε µια σειρά άλλων έµελλαν να γίνουν το εµψυχωτικό soundtrack ενός ολόκληρου λαού, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο του 1940. Μάλιστα το κοµµάτι πρωτοτραγουδήθη- κε από την ίδια το βράδυ που γράφτηκε στη σκηνή του θεάτρου.
Ηταν λίγο πριν, όταν την αυγή της 28ης Οκτωβρίου, ο ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, ύστερα από εντολή της φασιστικής ιταλικής κυβέρνησης, µε τελεσίγραφο προς τον Ιωάννη Μεταξά, απαίτησε την άµεση εκχώρηση ορισµένων στρατηγικών σηµείων του ελληνικού εθνικού εδάφους «ως εγγύηση της ουδετερότητας της Ελλάδας και της ασφάλειας της Ιταλίας». Η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή, όταν τα ιταλικά στρατεύµατα διέσχισαν την ελληνοαλβανική µεθόριο και εισέβαλαν στην Ηπειρο. Το στρατιωτικό µέτωπο διαµορφώθηκε σχεδόν αµέσως, όµως όπως σε κάθε οριακή στιγµή ενός λαού κι εδώ υπήρξε ανάγκη µουσικής επένδυσης που θα εµψύχωνε τους αµυνόµενους και θα συντελούσε στην οµοψυχία των ηµερών.
Η προσφορά Η 30χρονη τότε Σοφία Βέµπο έµελλε να παίξει τον ρόλο της εθνικής τραγουδίστριας. Από ένστικτο θα υποθέταµε εµείς , από συνειδητοποίηση της ιστορικής στιγµής, αλλά και από αγνά πατριωτικά αισθήµατα, αφού και λίγο µετά είναι η ίδια που σε µία πράξη ύψιστου συµβολισµού θα προσφέρει στο ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Η για χρόνια ένοικος της Μπλε Πολυκατοικίας των Εξαρχείων, η ηλικιωµένη κυρία που γλίτωσε τους µακρυµάλληδες φοιτητές την άγρια νύχτα του Πολυτεχνείου 1973, η σύζυγος του Μίµη Τραϊφόρου, η τραγουδίστρια που ερµήνευσε χωρίς να το πολυκάνει θέµα τα πιο οριακά πράγµατα, είχε αρχίσει την καριέρα της πριν από τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο. Το τελεσίγραφο όµως του Μεταξά, η πολεµική σύρραξη Ελλάδας – Ιταλίας θα ενεργοποιήσουν την έκρηξη της καλλιτεχνικής της πορείας. Η αυγή της 28ης Οκτωβρίου του 1940 σπρώχνει τις τότε επιθεωρήσεις να προσαρµόσουν τις θεµατικές τους στα του πολέµου και πολλά σουξέ που προϋπήρξαν ως ερωτικά όπως η προαναφερόµενη «Ζεχρά» του Σουγιούλ ξαναγράφονται µε νέους στίχους, προσαρµοσµένα να συγκινήσουν τον δοκιµαζόµενο λαό. Οι πολεµικές επιθεωρήσεις τραβάνε όλα τα φλας και η Εφη Μπέµπο (το πραγµατικό όνοµα της Βέµπο µε καταγωγή από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης) τραγουδάει τις παρωδίες «Στον πόλεµο βγαίν ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» στο θέατρο «Μοντιάλ».
Οι ραδιοφωνικοί σταθµοί παίζουν ακατάπαυστα τα τραγούδια της και ακούγονται στις µπαρουτοκαπνισµένες στρατιωτικές µονάδες της Ελλάδας.
«Κραυγές ελευθερίας»
«Τα πολεµικά µου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθηµερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού µας. Είναι τραγούδια που η δόξα τους έχει βάλει µουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η ελληνική. Με τα τραγούδια µου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές µια κληρονοµιά ελληνικού θάρρους, ελληνικής λεβεντιάς και ελληνικής αποκοτιάς», θα πει η ίδια πολλά χρόνια µετά, το 1974. Και συµπληρώνει: «Μέσα σ εκείνο τον πόλεµο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα µάτια τους, τα χέρια τους, την υγεία τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή µου, που καλή ή κακή, την έχω ακόµα ακέραιη και ζωντανή. Δεν µου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί µε αυτά µε κάνανε Βέµπο».
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΡΑΒΑΝΕΟΛΑ ΤΑ ΦΛΑΣ ΚΑΙ ΗΕΦΗ ΜΠΕΜΠΟ ΑΠΟ ΤΗΝΚΑΛΛΙΠΟΛΗ ΤΗΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΙΣ ΠΑΡΩΔΙΕΣ «ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΒΓΑΙΝ ΟΙΤΑΛΟΣ» ΚΑΙ «ΒΑΖΕΙ ΟΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗΣΤΟΛΗ ΤΟΥ»
«ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΑ» ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
Η Βέµπο υπήρξε το πιο προβεβληµένο παράδειγµα βοηθούντος και του ταλέντου της µιας επικρατούσας (εκείνες τις ηµέρες) καλλιτεχνικής πραγµατικότητας. Κι αυτό γιατί σχεδόν όλο το ελληνικό θέατρο και το ελληνικό τραγούδι (µε όλες του τις εκδοχές, από ελαφρύ µέχρι ρεµπέτικο) επιστρατεύτηκαν στο πλάι των ελλήνων στρατιωτών. Από τον Μάρκο Βαµβακάρη µέχρι τους θιάσους πρόζας (ο Κώστας Μουσούρης ας πούµε παρουσιάζει το «Μπράβο Κολονέλλο» των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου) κι από τον Βασίλη Τσιτσάνη µέχρι τη Ρένα Βλαχοπούλου (που προηγήθηκε της Βέµπο µε πολεµικό τραγούδι των Γιάννη Βέλλα και Μίµη Τραϊφόρου), όλοι δίνουν το ιδιότυπο «παρών» τους. Μάλιστα επειδή πολλοί ηθοποιοί (ανάµεσά τους ο Κατράκης, ο Κωνσταντάρας και ο Παπαγιαννόπουλος) και τεχνικοί του θεάτρου στέλνονται στο µέτωπο, οι θίασοι φροντίζουν τελευταία στιγµή τις αντικαταστάσεις τους και παρουσιάζουν τις νέες παραστάσεις τους.
Οι επιτυχίες
Η αυτοδίδακτη Βέµπο βέβαια κρατάει τα σκήπτρα, ενώ ερµηνεύει και άλλες επιτυχίες, µε τις οποίες µε σκωπτικό ή και δραµατικό τρόπο γίνεται προσπάθεια να αποδοµηθεί η ιταλική προέλαση: «Κορόιδο Μουσολίνι» (που πάντως πρωτοτραγούδησε η Ρένα Βλαχοπούλου), «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» (πρόκειται για το δηµοτικό «Βάσω» διασκευασµένο από τον Γιώργο Θίσβιο και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη), «Η γαλανή µας χώρα», «Θα νικήσουµε», «Μας χωρίζει ο πόλεµος», «Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι» (σε ελληνικούς στίχους του Πωλ Μενεστρέλ και µουσική του Νino Casiroli), «Στον πόλεµο βγαίν ο Ιταλός» (µετασκευή τού «Στη Λάρισα βγαίν ο Αυγερινός» από τον Γιώργο Θίσβιο), «Κάνε κουράγιο Ελλάδα µου», «Αρχισε ο χειµώνας» και άλλα. Κι αν πολλά τραγούδια έχουν σατιρικό ή δραµατικό πρόσηµο, υπάρχει και η διαχρονική θεµατική του έρωτα που περνάει µέσω πολέµου και σε πολλά απ αυτά. Πάλι εδώ η Σοφία Βέµπο (ερωτευµένη και η ίδια µε τον Μίµη Τραϊφόρο) βάζει την πινελιά της σε σύνθεση Μιχάλη Σουγιούλ:
«Ούτε ένα δάκρυ από τα µάτια ας µην κυλήσει/ στου χωρισµού µας το πικρό τώρα φιλί/ Πρέπει ο καθείς µας τώρα πια να πολεµήσει/ αφού η γλυκιά µας η πατρίδα το καλεί/ Μας χωρίζει ο πόλεµος µα θεριεύει η ελπίδα/ πως για τη γλυκιά πατρίδα φεύγω τώρα εκδικητής».
Η εξάπλωση
Μέσω περιοδικών και φυλλαδίων οι στίχοι του βραχύβιου µουσικού και θεατρικού είδους ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα, αν και πιο τυχεροί είναι αυτοί που απολαµβάνουν εν Αθήναις τις παραστάσεις αλλά και τις πρόζες. Μια τέτοια (εµψυχωτικού πάντα χαρακτήρα) είναι το περίφηµο «Ευζωνάκι» της Αννας Καλουτά. Το πρόγραµµα των τότε σταρ του ελαφρού τραγουδιού και του θεάτρου είναι βαρύ. Το πρωί στον ραδιοφωνικό σταθµό και στα νοσοκοµεία (µε απαγγελίες, νούµερα, σκετς και τραγούδια) και το βράδυ στη σκηνή. Αργότερα, οι Γερµανοί απαγορεύουν στην τραγουδίστρια της νίκης να εργάζεται και εκείνη καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, όπου και παραµένει από το 1942 έως το 1946 µαζί µε τον Τραϊφόρο _ συνεχίζοντας την καριέρα της. Μετά το τέλος του πολέµου επέστρεψε στην Ελλάδα µε αεροσκάφος που της διέθεσε το Συµµαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Είχε ήδη βάλει τη σφραγίδα της σε µια ολόκληρη ιστορική περίοδο.