Η ανησυχία είναι ένα συναίσθηµα που προκαλείται από αρνητικές σκέψεις και εικόνες, κατά τις οποίες το πρόσωπο κάνει νοητικές προσπάθειες να αποφύγει µια επερχόµενη απειλή. Η υπερβολική ανησυχία έχει υψηλή ένταση, συχνότητα και διάρκεια και αποτελεί το βασικό σύµπτωµα της γενικευµένης αγχώδους διαταραχής.
Τα καθηµερινά προβλήµατα (π.χ. οικονοµικά, οικιακά, θέµατα ασφάλειας, υγεία) κυριαρχούν ως θεµατολογία άγχους, ενώ η δυσκολία στον έλεγχο της ανησυχίας είναι χαρακτηριστική. Πληθώρα ψυχοσωµατικών συµπτωµάτων εκλύονται, όπως ψυχοκινητική ανησυχία, ευερεθιστότητα, εύκολη κόπωση, δυσκολία στη συγκέντρωση, µυϊκή ένταση, ελλιπής και ανήσυχος ύπνος.
Οι επιπτώσεις είναι ο εγκλωβισµός σε έναν µόνιµο φόβο για µια πιθανή «καταστροφή». Η επαγγελµατική, η κοινωνική και η προσωπική ζωή πάσχουν. Οι µικρές χαρές της ζωής µικραίνουν. Κρίσεις πανικού, υπόγεια µελαγχολία, καταχρήσεις, παραίτηση από την επίτευξη των καθηµερινών στόχων ακολουθούν.
Αν τα συµπτώµατα επιµένουν, τότε η προσπάθεια να «αυτοθεραπευτούµε» µάλλον είναι απρόσφορη. Το να αναγνωρίζουµε πότε χρειαζόµαστε βοήθεια είναι σηµάδι δύναµης και όχι αδυναµίας, σε αντίθεση µε τη λανθασµένη άποψη που επικρατεί. Η γνωσιακή-συµπεριφορική θεραπεία, µια βραχείας διάρκειας ψυχολογική παρέµβαση, στοχεύει στη νοητική διαχείριση του προβλήµατος µέσω:
* Του προσώπου, καθώς η αγχώδης ανησυχία του προέρχεται από τις ερµηνείες που δίνει στα γεγονότα και όχι από τα ίδια τα γεγονότα.
* Των συµπτωµάτων, µε την εκµάθηση τεχνικών µυϊκής χαλάρωσης και σωστής αναπνοής.
* Της στάσηςγια «επίλυση προβλήµατος» και διαχείριση του χρόνου, που συνήθως υπολειτουργούν.
Η φαρµακευτική αγωγή µε αγχολυτικά µπορεί να βοηθήσει σε πιο χρόνιες και ανθεκτικές µορφές γενικευµένου άγχους, ωστόσο ενέχει σηµαντική πιθανότητα υποτροπής µε τη διακοπή της λήψης τους.