Οσοι αγαπάνε το θέαµακαι δεν έχουν προκαταλήψεις (είτε πρόκειται για αρχαία τραγωδία, είτε για σύγχρονο έργο, είτε για επιθεώρηση και σόου) ανακαλύπτουν πράγµατα σε καλλιτέχνες που τους συγκινούν βαθύτατα, µε όλες τις φαινοµενικές ή πραγµατικές τουςδιαφορές. Ακόµη κι ανδεν είχαµε ακούσει και διαβάσει την τροµερήκι αλησµόνητη αποστροφή τουΓιάννη Τσαρούχη «Αγαπώ τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου και δεν αισθάνοµαι καθόλου διχασµένος γι’ αυτό», η πρόσφατη παρουσίατης κυρίας Ζωζώς Σαπουντζάκη στο «Αγγέλων Βήµα» θα ήταν µιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να αποενοχοποιηθεί κανείς απέναντι σ’ ένα θέαµα που τον ήθελε, έως τώρα, επιφυλακτικό, δύστροπο, ακόµη και απορριπτικό.
Ξέρετε ποιο ήταν το αγαπηµένο θέαµα του φιλοσόφου και πολιτικού, του σπουδαγµένου στη Χαϊδελβέργη Κωνσταντίνου Τσάτσου στην τηλεόραση τη δεκαετία του ‘70 ή του ‘80; «Η γειτονιά µας». Κατά τη γνώµη µας, η αδυναµία του αυτή δεν του αφαιρούσε τίποτε απολύτως, αντίθετα του πρόσθετε. ∆εν θα το οµολογούσε βέβαια ποτέ δηµόσια, αλλά αν σκεφθεί κανείς ότι όπως το δηµόσιο γίνεται, χωρίς τύψεις, ιδιωτικό, γιατί σε µια αληθινά χειραφετηµένη κοινωνία να µην ισχύει και το ακριβώς αντίθετο; Θα λυτρώνονταν σε σχέση µε φόβους,συµπλέγµατα, σοβαροφάνειες πολλοί που κουνάνε τη σηµαία της «ποιότητας» και της ειλικρίνειας ενώ κρύβονται όσον αφορά πράγµατα που ειλικρινά τους ευχαριστούν και τους θέλγουν.
Με το χέρι λοιπόν στην καρδιά, η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη που µετράει δεκαετίες στον χώρο του θεάµατος (όσο κι αν τα κείµεναπου λέει γενικά χωλαίνουν) προσφέρει µιαν όαση ρυθµού, ακρίβειας, χάρης, ευγένειας, ζωντάνιας ως ένα κεφάτο αυτοσχεδιαστικό πυροτέχνηµα. Μόνον καλλιτέχνης βαθιάσοβαρός και υπεύθυνος µπορεί να σχεδιάσει και να εκτελέσει µε τόση παραληρηµατική ευφροσύνη και, ταυτόχρονα, εγκράτεια ένα «υλικό»τραγουδιών που παντρεύειρεµπέτες, Σουγιούλ, Χατζιδάκι, Νικολακοπούλου,Κραουνάκη. Αλλά και µε ένα ανώτερο πνευµατικόήθος (όπως ακριβώς γράφεται, χωρίς καµιάυπερβολή), όταν ενώ περνάειστο «Χάρτινο τοφεγγαράκι» το γυµνόώς εκείνη τηνώρα πόδι της,µε συστολή το σκεπάζει. Αν ήξερε ο καθένας µας στον τόπο αυτό τι ακριβώς πουλάει, τα πράγµατα θα ήταν πολύκαλύτερα για όλουςµας.
∆εν θα είχαµε «σωτήρες» πολιτικούς, «µη µου άπτου» διανοούµενους, κληρικούς που λογαριάζουν, αντί γιατην εκκλησία, τηντηλεόραση ως το φυσικό τους βήµα.
Το να δεις στο θέατρο έναν δισταγµό της Ρένης Πιττακή ή της Μάγιας Λυµπεροπούλου, σύµφωνα µε το έργο που παίζουν ή µ’ έναν προσωπικό κώδικα υποκριτικής, είναι κάτι σπουδαίο. Αλλά να διακρίνεις τον δισταγµό αυτό σε µια γυναίκα συνδυασµένη µε το κέφι και το γλέντι, ο δισταγµός γίνεται ακόµη αποκαλυπτικότερος. Κι επιτέλους, όπως λέει και η φίλη µας ηΒασιλική, το να πάλλεται µια γυναίκαπου σύµφωνα µε αυτά που έχει ζήσειθα έπρεπε να περνάει την τέταρτη βαριά κατάθλιψη είναι οπωσδήποτε κάτι. Θέλω να πω ότι τα «εργαλεία» ενός καλλιτέχνη, σε όποιο είδος και να δουλεύονται, όταν αποκτούν την πατίνα του χρόνου γίνονται τρόπος ερµηνείας του κόσµου.
Να κλείσουµε µ’ ένα «µυστικό»: η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη φαίνεται στη σκηνή µια γυναίκα θεόρατη ενώ στηζωή θα την έλεγες µάλλον µικρόσωµη. Χωρίς να θεωρηθώ βέβηλος ή ιερόσυλος, θυµάµαι τον πατέρα Βασίλειο στην Ιβήρων (µάρτυράς µου ο Σταµάτης Φασουλής) που, ενώ ευλογούσε τους λαϊκούς και τους µοναχούς, η βαθιά συγκεντρωµένη έκφραση του προσώπου του είχε διπλασιάσει σχεδόν το µέγεθός του σε βαθµό που να µηντον αναγνωρίσουµε, να νοµίσουµε ότι είναι ένας άλλος.
Οταν κάτι πυκνώνει µέσα µας, φαίνεται να µεταµορφώνεται ακόµη και το παράστηµά µας.
Η αλλαγή αυτήδεν είναι προνόµιο κανενός, την διεκδικούν εξίσου όλοι. ΕναςΠρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, ο πατέρας Βασίλειος, η Γυναίκα της Πάτρας, η κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη. Ισως µάλιστα οι δύο τελευταίες ακόµη περισσότερο σε σχέσηµε τον πατέρα Βασίλειο και τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας.
n Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».