Παιδί ήταν του κατηχητικού. Ο κατηχητής του, ο πατήρ Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, εξανέστη όταν έµαθε ότι το χριστιανόπουλο, που τότε λεγόταν Κωνσταντίνος Δηµητριάδης, εξέδωσεµόνοςτου ποιητικήσυλλογή:


«Πρόκειται για κάθαρµα. Πατήστε το σαν κατσαρίδα!», είπε όταν έµαθε την «παρεκτροπή» του. Η βία εκείνη τον σηµάδεψε. Αλλά πώς έφτασε να αποκαλεί δηµόσια τεµπέλη τον Ελύτη και να τον χειροκροτούν γι’ αυτό;


Μοιάζει προκλητικός, οι δηµοσιογράφοι όταν γράφουν γι’ αυτόν τον αποκαλούν αιρετικό –ενώ εκείνος είναι, απλώς, εριστικός. Για πολλά απ’ όσα τον τσατίζουν ίσως και να ‘χει δίκιο, για πολλά άλλα απλώς γκρινιάζει – ακκισµός και νάζι ταυτόχρονα. Γέννηµα θρέµµα της Θεσσαλονίκης, από τα πρόσωπα που διαµόρφωσαν το σύγχρονο πνευµατικό προφίλ της πόλης στον αντίποδα ενός περασµένου κοσµοπολιτισµού, δρων από το 1949. Μανιακός των γραµµάτων, εκδότης, ιδιοκτήτης της γκαλερί του περιοδικού «Διαγώνιος» που ο ίδιος εξέδιδε, οργανοπαίκτης, τραγουδιστής ρεµπέτικων κυρίως του Τσιτσάνη. Προπάντων ποιητής. Και δοκιµιογράφος.

Δεν κρύβει την οµοφυλοφιλία του, την προβάλλει κιόλας µέσα από τα ποιήµατά του. Ελληνοκεντρικός. Αντικοµµουνιστής. Κουτσοµπόλης. Σίγουρα νάρκισσος – αρκεί να διαβάσει κανείς µερικές συνεντεύξεις του. Αλλά δεν είναι παραδοξολόγος, κι ας τον θεωρούν έτσι πολλοί. Ούτε γραφικός, κι ας λέει πολύ συχνά γραφικότητες.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Τις προάλλες, «κατέβηκε» στηνΑθήνα όπουαπήγγειλε ποιήµατά του σε ένα θεατράκι στο Γκάζι – καιτο γέµισε. Ο κόσµος, από τους µαθητές του «Καυλυκείου», όπως λέει το Λύκειο, µέχρι ψυχοψαγµένους παλαίµαχους, κι ανάµεσά τουςκαι µερικούς κατασταλαγµένους, διψάει για είδωλα που πιστεύει ότιέχουν κάτι να του πουν. Κι ηαλήθεια είναι ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος πάντα έχει κάτι να πει. Εστω κι αν το ‘χει ξαναπεί, ο τρόπος και η έµφαση δικαιολογούν, σε µεγάλο βαθµό, το ενδιαφέρον του κοινού. Αλλά, φυσικά, το πρόβληµα πάντα είναι τι µένει όταν τελειώσουν τα ανέκδοτα.

Τι µένει δηλαδή από µια αποστροφή τύπου «χαζοµάρες αριστερής προέλευσης αλά Ρίτσος»;Ή από τους αφορισµούς τηςπρόσφατης βραδιάς, για τονΕλύτη που «ήταντεµπέλης κι έτρεχεµε πιτσιρίκες» ή για τον Σεφέρη που «έγλειφε» για να πάρει τοΝοµπέλ; Αν δεν σκέπαζε τις εντυπώσεις µια µικρή µοχθηρία, ενδεχοµένως να έµενε χώρος για επιχειρήµατα. Από τηνάλλη πλευρά, όµως, ο Χριστιανόπουλος κάνει ένα είδοςποιητικού σόου. Και στα σόου, εκείνο πουπροηγείται είναι το ξάφνιασµα. Τι εντύπωση θα κάνει στο κοινό.

Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνει εντύπωση. Κι αυτές τις απόψεις τις έχει πει δηµόσια πολλές φορές, τις πιστεύει. Αλλά ακόµα κι αν Σεφέρηςκαι Ελύτηςδιέθεταν «καπατσοσύνη», γι’ αυτό πήραν το βραβείο, οφείλει να ξέρει ότι η αξία των καλλιτεχνικών έργων δενέχει να κάνει πάνταµε τα έργα καιτις ηµέρες των δηµιουργών τους – αν ήταν έτσι, ο Σελίν ή ο Εζρα Πάουντ θα έπρεπε να έχουν καεί. Προφανώς, η διαφωνία του είναι βαθύτερη, ποιητική, για νατην εκφράσει όµως µε ακρίβεια χρειάζεται ψαγµένα και λογικά επιχειρήµατα, όχι αφορισµούς γηπέδου. Επιχειρήµατα σαν εκείνα που επικαλείται όταν εκφράζει την πίστη του και τον θαυµασµό του στον Καβάφη (τον οποίον όµως δεν θαυµάζει a priori, έστω κι αν καµιά φορά τον αντιπαραβάλλει µε τον εαυτό του: «ενώ εγώ, απ’ όλο το χριστιανισµό, πήρα µόνο την ηθική, ο Καβάφης απ’ όλη την ηθική πήρε µόνο την αξιοπρέπεια») ή τον Σολωµό (για τον οποίο πιστεύει ότι, τελικά, είναι ο σηµαντικότερος έλληνας ποιητής, κι ας µην έχει ούτε ένα τελειωµένο ποίηµα, ας είναι τα ποιήµατά του ένας σωρός– γλωσσικών – ερειπίων).

Το θέµα είναι,βεβαίως, ότι εκτός από αναγνώστηςκαι κριτικόςείναι κι ο ίδιος ποιητής. Κι όταν πρέπει να βάλεις τα ποιήµατά σου στη ζυγαριά, τότε χρειάζεσαι κουράγιο. Ο Χριστιανόπουλος το έχει. Κι έχει πολλά στιχάκια, για πολλές καταστάσεις: γιατον ανεύρετοέρωτα και τον πόνο («απ’ όλα τα αφηρηµένα ουσιαστικά / πειράζει να εξαιρέσουµε τη µοναξιά;»), γιαεφήµερες συνευρέσεις («λογιώ λογιώ κουµάσια / γύρω απ’τα τζιου-µποξ // άλλος µπανίζει άλλος διπλαρώνει / κανείς δε νοιάζεται για µουσική»), για προδοσίες («σε πήρα να µ’ επισκευάσεις / κι εσύµε ξεχαρβάλωσες»), για τον τυφλό πόθο («Νύχτα, χάρισέ µου ένα κορµί, / δεν εξετάζω αν το στήθος είναι όµορφο, / αν τα µπράτσα είναι ψηµένα στη δουλειά / ούτεκαι νοιάζοµαι γιατων µατιών το χρώµα, / όνοµα, επάγγελµα και ηλικία»), για έναν ιδιότυπο φετιχισµό («Μην καταργείτε την υπογεγραµµένη / ιδίως κάτω από το ωµέγα / είναι κρίµα να εκλείψει / η πιο µικρή ασέλγεια /του αλφαβήτου µας»). Και για πολλά ακόµα, µέχρι και στιχάκια πουµπορεί να τα δει κανείς γκραφίτι στουςτοίχους έχει γράψει («τα πρόβατα απήργησαν / ζητούν καλύτερεςσυνθήκες σφαγής»).

Είναι όλα αυτά ποίηση ή,µήπως, απλώς έξυπνα, ψαγµέναγνωµικά; Με άλλα λόγια, ποιητής ή σοφολογιότατος; Πώς και τι θα µείνει,δηλαδή, από το έργο του;

Η ΠΌΛΗ Καί τό ίδίωμα. Για να καταλάβει κανείς τι µένει από έναν ποιητή, µπορεί να αρχίσει και ανάποδα – να δει τι δεν έχει, σε σχέση µε τους οµοτέχνους του. Για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, η σωστή σύγκριση οφείλει να αρχίζει από την πόλη του. Δεν έχει τον καίριο λόγο του Μανόλη Αναγνωστάκη, που τροφοδοτήθηκε από και τροφοδότησε την ιστορική συγκυρία. Δεν έχει το απελπισµένο πάθος του Ασλάνογλου. Δεν έχει τη στοχαστική ενατένιση της Καρέλλη. Το δικό του ιδίωµα είναι το ιδίωµα του µικρόκοσµου. Οσο κι αν επικαλείται την πνευµατικότητα, εκεί είναι άνισος, δεν ξέφυγε από τον µικροαστισµό ούτε από την ηθικολογία (ενδεικτικός ο στίχος:«καηµένε Μακρυγιάννη να‘ξερες / γιατί το τζάκισες το χέρι σου // το τζάκισες για να χορεύουνσέικ / τα κωλόπαιδα».

Αντίθετα, µε τα γήινα τα καταφέρνει καλύτερα. Αλλά τα γήινα στη Θεσσαλονίκη, ατυχώς, δεν έχουν ανοιχτούς ορίζοντες. Ο Χριστιανόπουλος είναι κατά βάσιν βιωµατικός ποιητής: ένα παιδί που γεννήθηκε το 1931,που υπέστη την πρέσα του κατηχητικού, που έζησε συνεχώς στην ίδια πόλη, που διεκδίκησε τον έρωτα στον Βαρδάρη χωρίς να το κρύβει (το υπερτονίζει µάλιστα, η αρβύλα και η καταπίεση είναι µόνιµο µοτίβο της ποιητικής του), που αποστράφηκε την πολιτική, που προτίµησε τη δική του βιωµατική προσέγγιση στα πράγµατα, χάρη σ’ αυτή µάλιστα «κέρδισε» την έχθρα των ακραίων της Δεξιάς («Είναι ένας Καρατζαφέρης, ο οποίος µε έχει περιλούσειαρκετές φορές. Κι ούτε που τον ξέρω. Ούτε στη φάτσα. Αλλά τι µε νοιάζει; Φαντάζοµαι θα ‘ναι κάνα σκατόµουτρο», λέει χαρακτηριστικά). Φτάνειγια να κερδίσεις την αθανασία;

Ισως δεν έχει και τόσο σηµασία. Φτάνει για να γεµίσει η ζωή, ναχειραφετηθεί και να κάνει και κάποιους εχθρούς. Πες µου,πάντως, τους εχθρούς σου να σου πω ποιος είσαι. Γιατί αν δεν είναι έγκυροι – αλίµονο.

ΕΙΠΕ

Ψηφίζω.

Βεβαιότατα.

Πάντα λευκό!

Μα ξέρετε εσείς κανέναν πολιτικό της προκοπής;

Ολοι βρωµεροί είναι

ΕΙΠAN ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ 

Το αµάρτηµα του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι µια ενοχλητικότατη απρέπεια και µια απροσµέτρητη κουταµάρα

ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ, ΠΟΙΗΤΗΣ